«Αι ελεεινοί πρωταγωνισταί της βεβηλώσεως του Ευαγγελίου θα τρίβωσιν αναμφιβόλως εξ ευχαριστήσεως τας χείρας, διότι εγένοντο παραίτιοι
του αγριωτέρου θεάματος, το οποίον παρέστησαν αι Αθήναι από της αλώσεως υπό του Σύλλα. Πόλεως αλισκομένης, πόλεως σφαζομένης, πόλεως δολοφονουμένης. Αι σφαίραι του ναυτικού και του πυροβολικού, σφαίραι αδελφών, οπλισθέντων εναντίων αδελφών, διέρρηξαν κρανία, συνέτριψαν στήθη, εξώρυξαν οφθαλμούς, έθραυσαν κνήμας και κατέστησαν την οδόν Κοραή και τα πέριξ ερυθράς εκ του αίματος…».
Είναι ένα ανατριχιαστικό σκηνικό πολέμου. Φιλοξενήθηκε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Εμπρός», της 9ης Νοεμβρίου του 1901 υπό τον τίτλο «ΗΜΕΡΑ ΠΕΝΘΟΥΣ». Ο ευφάνταστος συντάκτης μάλιστα συνέκρινε την αγριότητα του θεάματος, που περιέγραφε, με εκείνη της καταστροφής της Αθήνας από τους Ρωμαίους υπό τον Σύλλα το 86 π.Χ. ! Το ίδιο κείμενο, με μια σχετική «επεξεργασία» και κυρίως τον ίδιο τίτλο, θα μπορούσε σήμερα να περιγράφει τα επεισόδια που σημειώθηκαν μετά το πέρας μιας αγωνιστικής συνάντησης, μια ειρηνική συγκέντρωση διαμαρτυρίας που εκτροχιάσθηκε ή μία επετειακή εκδήλωση του Πολυτεχνείου, που έχασε στην πορεία τον ειρηνικό δρόμο και σκοπό της. Ο λόγος της έντυπης δημοσιογραφίας δεν έχει αλλάξει και πολύ…
Αλλά το συγκεκριμένο δημοσίευμα δεν περιγράφει τίποτε από όλα αυτά. Αναφέρεται στα επεισόδια της προηγούμενης μέρας (8ης Νοεμβρίου 1901), που έμειναν στην ιστορία ως «Ευαγγελικά» ή «Ευαγγελιακά». Αιχμή των επεισοδίων υπήρξε η ελληνική γλώσσα. Για την ακρίβεια, η απόπειρα απόδοσης των Ιερών Ευαγγελίων στη δημοτική. Στην πραγματικότητα το… καζάνι είχε αρχίσει από καιρό να βράζει στην ελληνική πρωτεύουσα και «έσκασε» τη μέρα εκείνη (μια Πέμπτη του 1901), μέρα σαν τη σημερινή, πριν από ακριβώς 119 χρόνια. Οκτώ (κατά άλλες πηγές ένδεκα) άνθρωποι πλήρωσαν με τη ζωή τους εκείνα τα επεισόδια στην καρδιά της Αθήνας και άλλοι 70 τραυματίσθηκαν.
ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ…
Είναι που η εποχή (1897) τότε παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Είναι λίγο μετά τον «μαύρο» ή «ατυχή» -όπως ονομάστηκε-πόλεμο του Βασιλείου της Ελλάδας με τους Οθωμανούς για το κρητικό ζήτημα, κατά τον οποίο οι Έλληνες έχουν ηττηθεί. Σλαβικά και γερμανικά συμφέροντα αχνοφαίνονται να διαγκωνίζονται μέσω θυλάκων της βασιλικής αυλής επί του σχετικά νεότευκτου ελληνικού κράτους. Επιπλέον, η πανεπιστημιακή κοινότητα «βράζει», καθώς μετά την ήττα αλλά και με την πίεση που δέχεται η Μακεδονία από τη δράση Βούλγαρων κομιτατζήδων, καθηγητές και κυρίως φοιτητές είναι πεπεισμένοι πως μια συνωμοσία εξυφαίνεται σε βάρος των Ελλήνων και μάλιστα «εκ των έσω». Ως εκ τούτου, το περιβάλλον του πανεπιστημίου είναι έτοιμο για μία έκρηξη…
Η επίσημη γραπτή γλώσσα του ελληνικού έθνους είναι η καθαρεύουσα. Πριν την επανάσταση του 1821 η ελληνική γλώσσα ήταν ένα μωσαϊκό διαφορετικών διαλέκτων (κρητικά, κυπριακά, ποντιακά, κατωιταλικά, επτανησιακά κ.α.). Η καθαρεύουσα, όμως, δεν αντιστοιχεί στις ομιλούμενες μορφές. Είναι αρχαϊστική. Προσπαθεί να μιμηθεί την αρχαία ελληνική και δη τη διάλεκτο της αρχαίας Αθήνας, η οποία θεωρείται όχι μόνο πιο ένδοξη αλλά και πιο «καθαρή» από επιδράσεις άλλων διαλέκτων. Αλλά είναι η γλώσσα των λογίων και ο απλός λαός δυσκολεύεται να την παρακολουθήσει… Το γλωσσικό εργαλείο βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μιας ομάδας ειδικών επιστημόνων, με επικεφαλής τον καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Παρισιού Ιωάννη Ψυχάρη. Υποστηρίζουν με θέρμη την απλούστευση της αρχαΐζουσας και την καθιέρωση της δημοτικής, δηλαδή της γλώσσας του δήμου, των πολλών. Έτσι κι αλλιώς, από τις παραμονές της επανάστασης ακόμη, ένα πλήθος λογοτεχνών (Γιάννης Βηλαράς, Δημήτρης Καταρτζής κ.α.) προσπαθούν να εισαγάγουν στην καθημερινότητα αυτήν ακριβώς την απλουστευμένη γλώσσα του δήμου. Ο δε Διονύσιος Σολωμός, λίγο μετά την επανάσταση, γράφει στη δημοτική τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, που γίνεται ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας.
Το 1897, ο θρησκευτικός σύλλογος «Ανάπλασις» κυκλοφορεί μια υποτυπώδη «μετάφραση» πατερικών κειμένων, που περνάει σχεδόν απαρατήρητη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μερικές προσευχές και μία συνοπτική ερμηνεία του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου σε απλή καθαρεύουσα και μάλιστα με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Άλλωστε, από τις αρχές του 18ου αιώνα η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία έχει απαγορεύσει επί ποινή αφορισμού, μέσω πατριαρχικών και συνοδικών αποφάσεων, την αγορά, την κατοχή ή την ανάγνωση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθoμιλουμένη. Επί ποινή, δε, αναθέματος (παντελή αποκοπή από την εκκλησιαστική κοινωνία), έχει απαγορεύσει τη μετάφρασή της σε «απλουστέρα γλώσσα».
Βασιλιάς της Ελλάδας είναι ο Γεώργιος ο Α΄ και η σύζυγός του, δούκισσα Όλγα της Ρωσίας, στις επισκέψεις της στα μέτωπα του πολέμου, διαπιστώνει πως οι στρατιώτες αδυνατούν να διαβάσουν τη Βίβλο που είναι γραμμένη σε καθαρεύουσα. Αυτό τουλάχιστον επικαλείται το παλάτι, όταν επιχειρεί να αιτιολογήσει την ανάθεση της βασίλισσας στη γραμματέα της, Ιουλία Σωμάκη-Καρόλου, του έργου της απόδοσης των Ευαγγελίων στη δημοτική. Το μεταφραστικό έργο είναι έτοιμο το 1900, εκδίδεται σε 1.000 αντίτυπα και μοιράζεται -για οικογενειακή χρήση, όπως κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί (ο ακριβής τίτλος του είναι «Κείμενον και μετάφρασις του Ιερού Ευαγγελίου προς αποκλειστικήν οικογενειακήν του ελληνικού λαού χρήσιν μερίμνη της Α.Μ. της βασιλίσσης των Ελλήνων Όλγας εκδιδόμενα. Εν Αθήναις τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου 1900»)- σε νοσοκομεία, προκαλώντας την οργή των αρχαϊστών. Για την ευρεία κυκλοφορία της έκδοσης απαιτείται άδεια από το αρμόδιο υπουργείο, το οποίο με τη σειρά του ζητεί την έγκριση της Ιεράς Συνόδου. Αλλά εκείνη, παρά την παραίνεση του αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου Β΄, δεν τη δίνει, χαρακτηρίζοντας τη δημοτική «χυδαία και ταπεινή γλώσσα μη αρμόζουσα εις το μέγεθος των πατερικών κειμένων». Τα αντίτυπα της απόδοσης που η βασίλισσα έχει βιαστεί να επανεκδώσει πριν εξασφαλίσει την άδεια της Συνόδου, κατάσχονται. Ωστόσο, η Όλγα δεν κάμπτεται. Συστήνει επιτροπή πανεπιστημιακών και ιεραρχών, από την οποία προτείνεται «νέα μετάφρασις». Το ανώτατο εκκλησιαστικό συμβούλιο παραμένει αμετακίνητο στην αρχική του θέση περί «ταπεινής δημοτικής».
Το φιτίλι πυροδοτείται τον Σεπτέμβριο του 1901 όταν με «χτύπημα» στην πρώτη της σελίδα, η εφημερίδα «Ακρόπολις» προαναγγέλλει τη δημοσίευση σε συνέχειες των Ευαγγελίων στη δημοτική, αρχής γενομένης από το κατά Ματθαίον. Το μεταφραστικό έργο υπογράφει ο δημοτικιστής γλωσσολόγος, συγγραφέας και έμπορος Αλέξανδρος Πάλλης. Ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας, Βλάσης Γαβριηλίδης, έχει πάρει το «πράσινο φως» από τον ιεράρχη Προκόπιο και τον κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστημίου Εμμανουήλ Ζολώτα. Αλλά δεν έχει υπολογίσει τους παθιασμένους αντιδημοτικιστές πανεπιστημιακούς, Μιστριώτη, Κόντο και Βάση, που πυροδοτούν την αντίδραση στα μυαλά των φοιτητών τους. Σε μία κοινή ανακοίνωση διδάσκοντες και διδασκόμενοι κάνουν λόγο για «γελοιοποίηση των τιμαλφεστέρων του έθνους κειμηλίων».
«ΣΕ ΧΑΙΡΕΤΩ, ΡΑΒΒΙ…»
Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1901, ημέρα Κυριακή, υπό τον πηχυαίο τίτλο «ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑΝ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ», ο Βλάσης Γαβριηλίδης δημοσιεύει το πρώτο κομμάτι της απόδοσης, αφού προηγουμένως εκθειάζει το έργο του Πάλλη, κάνοντας λόγο για «άθλον». «Σπανίως, πρώτην ίσως φοράν, η δημώδης γλώσσα, επρόσλαβε τοιαύτην θεοειδή πραότητα και γλυκύτητα και αρμονικότητα ως εις την γλώσσαν του κ. Πάλλη. Νομίζει κανείς ότι ενωτίζεται από μακρυά ποιμνίου γλυκά κουδουνίσματα από εκείνα τα οποία επρωτοχαιρέτησαν την γέννησιν του Χριστού!» γράφει ο εκδότης. Η «μετάφραση» που -κατά τον εκδότη- διαποτίζεται από «πραότητα και γλυκύτητα», δεν «κάθεται» καλά στα μάτια και τα αφτιά πολλών… «Κι ενώ μιλούσε ακόμα, να ο Ιούδας ένας από τους δώδεκα ήρθε, και μαζί του πλήθος πολύ με μαχαίρια και ξύλα από τους αρχιπαππάδες και δημογερόντους. Κι ο παραδότης του τούς έδωκε σημάδι κι είπε: “Οποιονε φιλήσω, αυτός είναι, πιάστε τον”. Κι αμέσως πήγε στον Ιησού και είπε: “Σε χαιρετώ, Ραββί” και τόνε φίλησε…», διαβάζουν, μεταξύ άλλων, και εξανίστανται…
ΕΘΝΙΚΟ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Το γύρισμα του αιώνα έχει βρει την Ελλάδα σε κλίμα εθνικισμού, που έχει καλλιεργήσει η νωπή ακόμα αίσθηση της ήττας σε εκείνον τον «ατυχή πόλεμο». Στο κοινωνικό σκηνικό της εποχής κυοφορούνται μια μεσαία τάξη και ένας συνδικαλισμός που έχει καλλιεργηθεί στη Δύση, κυρίως στην Αγγλία και τη Γαλλία. Λόγω της ρωσικής καταγωγής της Όλγας και με φρέσκο το δόγμα του πανσλαβισμού «ένας νόμος, μία γλώσσα, μία πίστη», διατυπωμένο από τον τσάρο Νικόλαο τον Α΄, οι προσπάθειες της βασιλικής συζύγου για εκδημοτικισμό και απλούστευση του ευαγγελικού λόγου αντιμετωπίζονται ως ευθείες απόπειρες για άλωση της «καθαρής» ελληνικής γλώσσας και διάνοιξη του δρόμου, που θα οδηγήσει στην απόδοση των Ευαγγελίων σε σλαβική. Αυτή θεωρείται η «εκ των έσω» απειλή, την οποία υποψιάζονται τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Ο εκδότης της Ακροπόλεως, χωρίς να το συνειδητοποιεί, βάζει την ταφόπλακα σε κάθε μελλοντική απόπειρα απλούστευσης της Βίβλου. Ο εθνικισμός, ευθέως συνδεδεμένος με την προσκόλληση στην αρχαΐζουσα, που κρατά τους λόγιους σε περιβάλλον ασφαλές και απρόσβλητο από την «πλέμπα» της αμάθειας, βρίσκει στην απειλή του πανσλαβισμού την αιχμή στο δόρυ του πολέμου. Από την άλλη, η άκαμπτη ματιά αρκετών «υπηρετών» της Εκκλησίας που, μέσω των απρόσιτων -για τους πολλούς- θρησκευτικών κειμένων μετρούν την επιρροή τους στο άδολο ποίμνιο, μετατρέπει μεγάλη μερίδα του κλήρου σε πολύτιμο εργαλείο προς τη διατήρηση των πατερικών γραφών. Η επίσημη αντίδραση κινείται προς τη λογική «αν η Βίβλος “μεταφρασθεί” από τα Ελληνικά στα Ελληνικά, πώς θα μπορέσει κανείς να αντιδράσει στην απόπειρα μετάφρασής της από τα Ελληνικά στα Σλαβικά;»
Ο Γαβριηλίδης δέχεται πανταχόθεν ισχυρές πιέσεις, αλλά αντιστέκεται. Στις 29 Οκτωβρίου φτάνει στο γραφείο του εκδότη επιστολή από τον καθηγητή Ιστορίας Παύλο Καρολίδη, ο οποίος κάνει λόγο για «μετάφρασην ολεθριωτάτην εις στα εθνικά συμφέροντα». Στην επιστολή αναφέρεται, μεταξύ άλλων: «Εξ επόψεως πρακτικής οιαδήποτε μετάφρασις του Ευαγγελίου εις γλώσσαν απλουστέραν, είναι όλως άσκοπος, άμα δε και αδύνατος. Άσκοπος διότι μετάφρασις οιαδήποτε δεν καθιστά το κείμενον εύληπτότερον, είτε εις χυδαίον μετενεχθή ιδίωμα είτε εις το καθαρεύον. Το Ευαγγέλιον δείται ερμηνείας κατ’ έννοιαν, ουχί μεταφράσεως κατ’ ιδίωμα. Εξ επόψεως ηθικής και θρησκευτικής εξεταζομένου του ζητήματος, αι σήμερον γινόμεναι μεταφράσεις καθιερούσιν ηθικήν και θρησκευτικήν αναρχίαν … Εξ εθνικής επόψεως κρίνων το πράγμα θεωρώ την εις την απλήν δήθεν γλώσσαν μετάφρασιν … ολεθριωτάτην εις τα εθνικά συμφέροντα. Αν ημείς οι Έλληνες κηρύξωμεν εις τον κόσμον, ότι ο λαός της Ελλάδος δεν εννοεί την γλώσσαν του Ευαγγελίου και έχει ανάγκην μεταφράσεως, πώς θα διαμαρτυρηθώμεν κατά της εν βλαχική, βουλγαρική και αλβανική μεταφράσει διαδόσεως του Ευαγγελίου μεταξύ των βλαχοφώνων και βουλγαροφώνων και αλβανοφώνων ορθοδόξων, πώς θα κωλύσωμεν την εκ της γλώσσης ταύτης μετάφρασιν πάντων των εκκλησιαστικών βιβλίων και την εισαγωγήν τοιαύτης γλώσσης εις την Εκκλησίαν αυτών;»
Ο πονοκέφαλος του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, που προσπαθεί να εφαρμόσει φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων σε δημόσια διοίκηση και οικονομία, πυροδοτείται τώρα από το ζήτημα της γλώσσας και είναι μόνιμος και απειλητικός. Η αντιπολίτευση, δια του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, τρίβει τα χέρια της. Όσο ο Γαβριηλίδης ανθίσταται στις πιέσεις δημοσιεύοντας τις συνέχειες των Ευαγγελίων στη δημοτική, τόσο οι «γλωσσαμύντορες» της εποχής, δηλαδή οι πρόμαχοι της αρχαΐζουσας καθαρεύουσας, δείχνουν τα δόντια τους, οργανώνοντας παραστάσεις στα γραφεία της Ακροπόλεως με αίτημα τη διακοπή των δημοσιεύσεων, συλλαλητήρια και διαμαρτυρίες. Στο μεταξύ, στο πεδίο της αντιπαράθεσης μπαίνουν εύκολα και οι συντηρητικές ανταγωνιστικές της Ακροπόλεως εφημερίδες «Εμπρός» και «Καιροί» καθώς και το σατιρικό έντυπο «Σκριπ». Με λάβρα δημοσιεύματα περί «παραφράσεως των Ευαγγελίων» και «κινδύνων που εξ αυτών ελλοχεύουν για το έθνος» δυναμιτίζουν μια ζέουσα κατάσταση, που ακόμα και μετά τη διακοπή των συνεχειών από την Ακρόπολι στις 20 Οκτωβρίου, είναι αδύνατο να αποσοβηθεί και οδεύει πια φανερά σε αιματοχυσία.
ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ ΕΚΡΗΓΝΥΤΑΙ
«Ο Τύπος ανακατεύεται, προβάλλοντας τον πανσλαβισμό και ρίχνεται το σύνθημα “κάτω τα ρούβλια”. Είναι φανερό ότι αυτά αποβλέπουν στη βασιλική μέριμνα, στην πρώτη μετάφραση και όχι στη μετάφραση του Πάλλη» σημειώνει ο Κωνσταντίνος Δημαράς στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και παρακάτω… «έχουμε, αλυσιδωτά, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, φοιτητικές επιθέσεις εναντίον εφημερίδων, πορεία προς το παλάτι, επιθέσεις στρατού εναντίον διαδηλωτών, θανατηφόρες συγκρούσεις, παραίτηση του μητροπολίτη, παραίτηση του πρωθυπουργού. Συνεπώς, ο φοιτητικός κόσμος που ξεσηκώνεται έχει βέβαια στόχο τη μετάφραση, αλλά πέρα από αυτή, σε μια συνδρομή αιτίων, βλέπει τον σλαβικό κίνδυνο: η γλωσσική άποψη τροφοδοτείται από την εθνική έξαρση».
Πράγματι, πρωτοσέλιδα εφημερίδων της 3ης και 4ης Νοεμβρίου περιγράφουν ως «παλλόμενο» το κέντρο της Αθήνας από εκατοντάδες διαδηλωτές, οι οποίοι παρά την υπαναχώρηση του εκδότη Γαβριηλίδη και απόσυρση των κειμένων, απειλούν με πυρπόληση τα γραφεία της εφημερίδας του, απαιτώντας τόσο από τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄ να αφορίσει τον «μεταφραστή» Αλέξανδρο Πάλλη όσο και από την Ιερά Σύνοδο να αποπέμψει τον αρχιεπίσκοπο Προκόπιο, που άνοιξε τον δρόμο στον εκδότη της Ακροπόλεως. Ένα ετερόκλητο πλήθος, αποτελούμενο από εξαγριωμένους πανεπιστημιακούς, βουλευτές, φοιτητές, δασκάλους, παπάδες, απλούς πολίτες, ρίχνεται σε μια πολεμική σύρραξη στο όνομα της «γλώσσης των προγόνων». Τα επεισόδια παίρνουν έκταση. Το θέμα δεν είναι πια μόνον επί της γλώσσας. Είναι επιπλέον θρησκευτικό, αλλά κυρίως πολιτικό καθώς απαιτείται η παραδειγματική τιμωρία των «προδοτών των έθνους, που παίζουν το παιχνίδι του πανσλαβισμού». Η Αθήνα φλέγεται από επαναστατικό πυρετό. Κάποιοι επιχειρούν να παραβιάσουν την είσοδο της Βουλής, κάποιοι άλλοι καταλαμβάνουν το κτήριο της Αρχιεπισκοπής. Οι ταραχές διαρκούν για μέρες και ουδείς δείχνει να μπορεί να τις περιορίσει. Οι διαδηλωτές ζητούν επί πίνακι κεφαλές πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών. Και τις παίρνουν. Θεοτόκης και Προκόπιος θα οδηγηθούν αργότερα σε παραίτηση.
Στην «Επανάσταση του 1909» ο Σπύρος Μελάς περιγράφει: «… οι φοιτητές και ο κοσμάκης πήραν τα ντουφέκια, στρατός και ναυτικό κινητοποιήθηκαν, ο πόλεμος άρχισε, νεκροί και λαβωμένοι, κι ο Θεοτόκης περνώντας με την άμαξα, δέχτηκε πιστολιές και παρά λίγο να πέσει εκεί, μέσα στα αλληλοσπαραγμένα πλήθη. Ο έξαλλος όχλος όμως σχεδίαζε να του επιτεθεί τη νύχτα στο σπίτι του…». Πολιτικοί παρατηρητές της εποχής, πάντως, βλέπουν πίσω από τα γεγονότα «γερμανικό δάκτυλο», κινούμενο από τη γερμανοτραφή σύζυγο του διαδόχου Κωνσταντίνου, Σοφία (αδερφή του Κάιζερ). Αποδίδουν την όξυνση της κατάστασης σε προβοκάτσιες με στόχο την πτώση του αγγλόφιλου Γεωργίου από τον θρόνο και την άνοδο του γερμανόφιλου διαδόχου του, Κωνσταντίνου.
Στην «Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος» ο Γιάννης Κορδάτος αναφέρει με τη δική του ματιά: «Δεν ήταν βέβαια απλή σύμπτωση πως η μετάφραση των Ευαγγελίων από τον Πάλλη άρχισε σχεδόν τον ίδιο καιρό που και η βασίλισσα Όλγα έβαλε να μεταφράσουν τα Ευαγγέλια. Η μετάφραση των Ευαγγελίων παρουσιαζόταν σα μια ανάγκη. Άσχετο τώρα αν από την άρχουσα τάξη οι πιο πολλοί δεν καταλάβαιναν τον σκοπό και τη σημασία της τέτοιας μεταφραστικής εργασίας. Ωστόσο, η γλωσσική αντίδραση δεν άργησε να ξεσπάσει. Η Όλγα είχε πολλούς εχθρούς, δηλαδή το παλάτι στα διπλωματικά και πολιτικά παρασκήνια αντίκριζε τότε από ορισμένους κύκλους συνωμοτικές αντιδυναστικές ενέργειες. Από την άλλη πλευρά οι αντιδραστικοί καθηγητές του πανεπιστημίου Μιστριώτης, Βάσης και Σία βρήκαν την ευκαιρία για να χτυπήσουν τον δημοτικισμό». Και παρακάτω… «Στις 5 και 6 του Νοέμβρη έγιναν θορυβώδικες φοιτητικές διαδηλώσεις, αποδοκιμαστικές της μετάφρασης του Ευαγγελίου. Ο αναβρασμός ο λαϊκός, εξαιτίας του συνθήματος που έριξε η αντίδραση, πως οι μαλλιαροί είναι “πουλημένα όργανα και γυρεύουν να μας χαλάσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία”, γενικεύτηκε. Στις 7 και 8 του ίδιου μήνα οι φοιτητικές διαδηλώσεις πήραν χαραχτήρα οχλοκρατικό και κατέληξαν σε ταραχές και αιματηρές συγκρούσεις με τον στρατό. Οι ταραχές επαναλήφτηκαν στις 12 του Νοέμβρη. Η Αθήνα στο δεκαήμερο αυτό ήταν επαναστατημένη. Η κυβέρνηση Θεοτόκη, παρ’ όλο το σθένος της, δεν κρατήθηκε. Τα γεγονότα την κλόνισαν και οι ραδιουργίες της κλίκας του Διαδόχου την ανάγκασαν να παραιτηθεί».
Ο Σπύρος Μελάς στιγματίζει εμπλοκή του Γεωργίου Θεοτόκη: «Ο Θεοτόκης είχε κιντυνέψει τη ζωή του την ίδια στα “Ευαγγελικά”, για να μη θελήσει να “πικράνει” τη Βασίλισσα Όλγα, που, παρασυρμένη από ολοκληρωτική άγνοια του ζητήματος, από τάχα θρησκευτικές και ανθρωπιστικές οργανώσεις της Ρωσίας, έβαλε και μετέφρασαν το Ευαγγέλιο στην Ψυχαρική γλώσσα κι επέμενε να το δεχτεί η Ιερά Σύνοδος και να μπει στα σχολεία και να διαβάζεται από τον λαό, άφησε ο Θεοτόκης να προχωρήσει το ζήτημα, παραβλέποντας τον μεγάλο εθνικό κίντυνο». Και παρακάτω για τη στάση του αρχιεπισκόπου Προκόπιου: «για να κρατεί χαλαρή στάση σ΄ αυτό το ζήτημα η Κυβέρνηση, ο τότε προκομμένος Προκόπιος, θαμπωμένος από τη βασιλική αίγλη, αντί να πει καθαρά στη Βασίλισσα “αυτό δεν γίνεται”, πήγαινε στο Παλάτι και… επεξεργαζότανε τη μετάφραση. Και βρέθηκαν και μερικοί καθηγητές στο Πανεπιστήμιο να βγούνε να πούνε πως δεν θα ήταν άσκημο να γίνει η μετάφραση ακόμα και στην πιο τολμηρή “χυδαϊκή”. Μάταια η Ιερά Σύνοδος έφερνε αντιρρήσεις, μάταια ο Πατριάρχης Ιωακείμ και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων είχαν ξεσηκωθεί και τόνιζαν τον εθνικό κίντυνο. […] Η δημαγωγική αντιπολίτευση άρπαξε το ζήτημα, κατηγόρησε όλους για “προδότες” και “πουλημένους”, έβαλε φωτιά στον λαό, ξεσήκωσε το Πανεπιστήμιο …».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ