Έντονες αντιδράσεις στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος αναμένεται να προκαλέσει η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου
να κρίνει εντός του συνταγματικού πλαισίου την αφαίρεση της «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης» των νέων από την αποστολή του υπουργείου Παιδείας, η οποία έγινε επί υπουργίας Κωνσταντίνου Γαβρόγλου.
Ειδικότερα, με την υπ΄ αριθμ. 210/2020 απόφασή της η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου προτού εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Μαρλένα Τριπολιτσιώτη) έκρινε, κατά πλειοψηφία, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
«Με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, και η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας, η οποία περιλαμβάνει την εξουσία της ν’ αποφασίζει για τις υποθέσεις της με δικά της όργανα, τα οποία συγκροτούνται όπως ο νόμος ορίζει και να διοικείται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και την απ’ αυτή προερχόμενη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Ωστόσο, η εξουσία αυτή της Εκκλησίας ασκείται εντός των πλαισίων των γενικών κανόνων που θεσπίζει ελεύθερα ο νομοθέτης, ο οποίος μόνο δεν μπορεί να προχωρήσει και μέχρι τη θεμελιώδη μεταβολή βασικών διοικητικών θεσμών που έχουν καθιερωθεί πάγια στην οργάνωση και λειτουργία της Εκκλησίας».
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι η διατύπωση της αποστολής του υπουργείου Εθνικής Παιδείας, στον Οργανισμό του (π.δ. 18/2018) «δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 54 του ν. 4178/2013. Και τούτο, διότι οι βασικοί σκοποί της παιδείας καθορίζονται από συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις (άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. και άρθρα 1, 4, 5 και 6 ν. 1566/1985), κατά το μέρος δε που οι διατάξεις αυτές επαναλαμβάνονται ή μη στο οργανωτικό διάταγμα του υπουργείου στερούνται αυτοτελών κανονιστικών συνεπειών».
Συνεπώς, αναφέρει η απόφαση της Ολομέλειας, «το γεγονός ότι καθορίζεται ως αποστολή του υπουργείου η ανάπτυξη και συνεχής αναβάθμιση της παιδείας με σκοπό την ηθική, πνευματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της λατρείας, τη διαμόρφωση ελεύθερων, ενεργών και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών κ.λπ., χωρίς να αναφέρεται ρητώς η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά η προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όπως άλλωστε δεν αναφέρεται κατά γράμμα ούτε η επαγγελματική αγωγή των Ελλήνων ή η διάπλασή τους σε υπεύθυνους πολίτες, δεν έχει την έννοια ότι οι σκοποί αυτοί παύουν να αποτελούν σκοπούς της παιδείας κατά παράβαση του Συντάγματος».
Ενδιαφέρον έχει η συγκλίνουσα γνώμη της κυρίας Σακελλαροπούλου, δύο αντιπροέδρων και τεσσάρων συμβούλων Επικρατείας, η οποία αναφέρει ότι «από τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει ως σκοπό την διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, καθώς και, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, όπως η τελευταία νοηματοδοτείται και από τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 13, με την οποία καθιερώνεται το απαραβίαστο της ελευθερίας της».
Και ενόψει αυτών, προσθέτουν το άρθρο 1 του επίμαχου Οργανισμού, στο οποίο αναφέρει ότι το υπουργείο Εθνικής Παιδείας, έχει ως αποστολή, μεταξύ των άλλων σκοπών του, «την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όχι μόνον δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και τον εξουσιοδοτικό νόμο, αλλ’ αντιθέτως, αποδίδει με τον πληρέστερο τρόπο το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 13 παρ.1 και 16 παρ.2 του Συντάγματος και 54 του ν. 4178/2013».
Αντίθετα, έξι σύμβουλοι Επικρατείας και δύο πάρεδροι (χωρίς δικαίωμα ψήφου) μειοψήφησαν, εκφράζοντας την άποψη ότι πρέπει να ακυρωθεί το π.δ. 18/2018 καθ’ ό μέρος δεν περιλαμβάνεται η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» των Ελλήνων στην διάταξη περί της αποστολής του υπουργείου.
Και αυτό γιατί ο νόμος 4178/2013 «επιβάλλει την αναγραφή στους Οργανισμούς των υπουργείων της αποστολής τους, όπως αυτή προκύπτει (και, κατά μείζονα λόγο, όπως αυτή προβλέπεται ρητώς) από τις σχετικές νομοθετικές και συνταγματικές διατάξεις, χωρίς να επιτρέπει αποκλίσεις».
Σύμφωνα με την μειοψηφούσα άποψη, όφειλε, ο υπουργός Παιδείας, να περιλάβει την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» στο σχετικό με την αποστολή του υπουργείου άρθρο 1 του π.δ. 18/2018, όπως ρητώς προβλέπει το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος.
Μάλιστα, η παράλειψη αυτή «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται με την μνεία της «προστασίας της ελευθερίας της συνείδησης», η οποία ευρίσκει έρεισμα σε άλλη συνταγματική διάταξη (άρθρο 13 παρ. 1) και δεν ταυτίζεται με την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης». Πράγματι, η τελευταία επιβάλλει στον νομοθέτη την λήψη θετικών μέτρων (σχετικών, μεταξύ άλλων, με την διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών), ενώ η «προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης» μπορεί, κατ’ αρχήν, να επιτυγχάνεται και με την αποχή του κράτους από επεμβάσεις στην θρησκευτική συνείδηση των πολιτών», καταλήγει η μειοψηφία.
Στο ΣτΕ είχε προσφύγει η Εκκλησία της Ελλάδος, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί το ΠΔ 18/2018 «Οργανισμός υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων», ενώ με το ίδιο αίτημα προσέφυγαν στη συνέχεια η Ιερά Μητρόπολη Πειραιά, ο Μητροπολίτης Πειραιά Σεραφείμ Μεντζελόπουλος, η «Πανελλήνια ‘Ενωσις Θεολόγων», η «Εστία Πατερικών Μελετών» και δύο γονείς των οποίων τα παιδιά τους φοιτούν στο Δημοτικό σχολείο και στο Λύκειο. Ωστόσο, μετά τη δημοσίευση της απορριπτικής απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ επί της αίτησης ακύρωσης της Εκκλησίας της Ελλάδος, την ίδια τύχη αναμένεται να έχουν και οι αντίστοιχες αιτήσεις.