Monday, 18 November, 2024

Το τυφλό πάθος που όπλισε το χέρι ενός ανθυποπλοίαρχου

Πυροβόλησε την αγαπημένη του και τον αδελφό της και τους άφησε ανάπηρους

Οι πυροβολισμοί τάραξαν την ησυχία του ανοιξιάτικου απογεύματος του 1962 στη γειτονιά του Πειραιά. Και οι εκκλήσεις για βοήθεια που ακολούθησαν ήταν αυτές που έβγαλαν από τα σπίτια τους κατοίκους της περιοχής.

Στο δρόμο κείτονταν αιμόφυρτος ο 15χρονος γιος του ζαχαροπλάστη της γειτονιάς, Γιώργος και λίγα μέτρα μακριά του, η 18χρονη αδελφή του Βασιλική, επίσης, τραυματισμένη από σφαίρες. Ο δράστης είχε καταφέρει να διαφύγει τρέχοντας με κατεύθυνση το κέντρο του Πειραιά για να συλληφθεί, λίγα τετράγωνα μακριά από το σημείο της επίθεσης, από έναν αστυνομικό.

Ήταν ο 32χρονος ανθυποπλοίαρχος Ιωάννης Ν. ο οποίος είχε στρέψει το όπλο που κρατούσε επάνω του και ο αστυνομικός που τον πλησίασε κατάφερε να τον αφοπλίσει, αφού προηγουμένως τον έπεισε να μην βάλει τέλος στη ζωή του. Τα δυο αδέλφια μεταφέρθηκαν σοβαρά τραυματισμένα στο νοσοκομείο. Εκεί διαπιστώθηκε πως έφεραν σοβαρά τραύματα στην σπονδυλική τους στήλη τα οποία τους προκάλεσαν μόνιμη αναπηρία καθώς, όπως τους είπαν οι γιατροί, δεν θα μπορούσαν να περπατήσουν και πάλι.

Πίσω από το διπλό χτύπημα, όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, κρυβόταν το ερωτικό πάθος του 32χρονου για την Βασιλική η οποία είχε αρνηθεί τον έρωτα του και την πρόταση του να την παντρευτεί. Ο ανθυποπλοίαρχος ισχυριζόταν πως ήταν λογοδοσμένος με την 18χρονη μαθήτρια και εκείνη με τη σειρά της, πως τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ο 32χρονος ταλαιπωρούσε την ίδια και την οικογένεια της με την επιμονή και τις απειλές του.

«Θα σας σκοτώσω όλους»

Τον Οκτώβριο του 1962, ο 32χρονος Ιωάννης Ν. κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας κατηγορούμενος για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή. Στα πίσω έδρανα της δικαστικής αίθουσας βρίσκονταν τα δυο αδέλφια ζητώντας από το δικαστήριο δικαίωση για το χτύπημα που σακάτεψε τη ζωή τους.

Ο πατέρας της Βασιλικής και του Γιώργου κατέθεσε στο δικαστήριο πως ο κατηγορούμενος είχε περάσει για πρώτη φορά το κατώφλι του ζαχαροπλαστείου του, ως  πελάτης, τον Δεκέμβριο του 1960. «Λίγες ημέρες αργότερα μου ζήτησε να παντρευτεί τη Βασιλική αλλά εγώ δεν δέχτηκα» είπε ο μάρτυρας, συμπληρώνοντας πως η κόρη του πήγαινε ακόμη στο Γυμνάσιο το οποίο ήταν και η προτεραιότητα της. Η Βασιλική είπε στο δικαστήριο πως δεν ήθελε για σύζυγο της τον 32χρονο, αλλά εκείνος δεν δεχόταν το «όχι» ως απάντηση στις προτάσεις του και την πολιορκούσε στενά πηγαίνοντας καθημερινά στο ζαχαροπλαστείο απ’ όπου «τον έδιωχναν». «Αποφάσισα για λίγες ημέρες να μην πηγαίνω στο μαγαζί για να χάσει τα ίχνη μου, αλλά ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον πατέρα μου και του είπε πως θα μας σκοτώσει όλους», είπε η 18χρονη και περιέγραψε, λεπτό προς λεπτό, το μοιραίο απόγευμα της επίθεσης λέγοντας πως  ο κατηγορούμενος έφτασε έξω από το ζαχαροπλαστείο με ένα ταξί. Όταν την είδε, είπε, έβγαλε ένα περίστροφο και την πυροβόλησε τραυματίζοντας την σοβαρά στην σπονδυλική της στήλη.

«Εξαιτίας του χτυπήματος σήμερα δεν μπορώ να περπατήσω» τόνισε συντετριμμένη και συνέχισε: «Ο αδελφός μου, μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς, βγήκε από το ζαχαροπλαστείο και καταδίωξε το δράστη. Ο κατηγορούμενος γύρισε και τον πυροβόλησε. Το χτύπημα ήταν τόσο σοβαρό που θα παραμείνει παράλυτος για όλη του τη ζωή».

«Είχαν συμφωνήσει να παντρευτούν»

Ο κατηγορούμενος πολλές φορές, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, αντιδρούσε διακόπτοντας τους μάρτυρες, φωνάζοντας και κλαίγοντας. Σε ένα ξέσπασμα του έπεσε στα γόνατα παρακαλώντας τη Βασιλική να τον συγχωρήσει. Εκείνη άρχισε να τον σπρώχνει φωνάζοντας με το δικαστήριο να διακόπτει για να πέσουν οι τόνοι. Κι αυτή δεν ήταν η μοναδική διακοπή. Όταν ο πατέρας του κατηγορούμενου κατέθεσε πως ο γιος του ήταν αρραβωνιασμένος με τη Βασιλική, εκείνος σηκώθηκε και φώναξε «πες τα πατέρα, πες τα» με αποτέλεσμα ο πρόεδρος του δικαστηρίου να τον αποβάλει από την αίθουσα. Τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι είχε δώσει λόγο με την νεαρή κοπέλα, στήριξαν φίλοι και συγγενείς του που πέρασαν από το βήμα του μάρτυρα. «Είχαν συμφωνήσει να παντρευτούν μετά από 4 ή 5 χρόνια» υποστήριξε ένας από τους φίλους του ενώ ένας άλλος, με τον οποίο υπηρετούσαν μαζί στο ναυτικό, κατέθεσε πως ο κατηγορούμενος  είχε τακτική επικοινωνία με την οικογένεια της Βασιλικής: «Όταν τα πράγματα άλλαξαν του είπα να την ξεχάσει, αλλά εκείνος δεν με άκουσε. Ήρθε δυο φορές από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, όπου παρέμεινε 2-3 ημέρες, για να δει τη Βασιλική. Στο τρίτο του ταξίδι έγινε το κακό». Ένας ακόμη μάρτυρας κατέθεσε ότι το ζευγάρι  ήταν αρραβωνιασμένο και πως το πρώτο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου του 1961, τους είχε δει σε κεντρικό κινηματογράφο μαζί με τον πατέρα της  Βασιλικής. Η Βασιλική τον διέψευσε κατηγορηματικά και ο 32χρονος ξέσπασε και πάλι σε λυγμούς.

«Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν»

Σε μια επεισοδιακή απολογία ο ανθυποπλοίαρχος επιχείρησε να πείσει το δικαστήριο πως πρόθεση του δεν ήταν να σκοτώσει την Βασιλική, αλλά να την απαγάγει. «Την αγαπούσα και δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν. Θα την θυμάμαι μέχρι τάφου. Ο φίλος μου, ο Κώστας, μου συνέστησε να την ξεχάσω αλλά μου ήταν αδύνατο. Κάναμε μερικές σκέψεις για την απαγωγή. Ο Κώστας μου είπε πως θα κανόνιζε εκείνος το ζήτημα των αυτοκινήτων… Ο Κώστας την άλλη ημέρα προσπάθησε να με μεταπείσει για την απαγωγή αλλά εγώ ήμουν αποφασισμένος», είπε και ξέσπασε για πολλοστή φορά σε λυγμούς.

Πρόεδρος: Πες μου τι έγινε το βράδυ της απόπειρας

Κατηγορούμενος: Δεν αντέχω, δεν μπορώ, θέλω να πεθάνω, αλλά η μορφή του Θεού μου λέει «Δεν έχεις δικαίωμα να αυτοκτονήσεις. Δεν έχεις δικαίωνα να αφαιρέσεις τη ζωή σου».

Πρόεδρος: Λέγε τι έγινε το βράδυ.

Κατηγορούμενος: Δώσαμε ραντεβού στην Τερψιθέα με τον Κώστα. Δεν ήρθε. Είχα πει σε κάποιον Τάσο να με βοηθήσει. Ούτε αυτός ήρθε. Ήμουν μόνος και δεν ήξερα τι έκανα. Δεν ήξερα τι ζητούσα και τι επεδίωκα. Τα βήματα μου με έφεραν σε άγνωστα μέρη. Ήμουν ένας νεκρός, νεκρός, νεκρός ήμουν… Μετά τα τελευταία του λόγια ο 32χρονος έπαθε κρίση υστερίας και ουρλιάζοντας «βοήθεια» έπεσε στο έδαφος με αποτέλεσμα η απολογία του να διακοπεί. Όταν, λίγο αργότερα, πιο ήρεμος  επανήλθε, αφηγήθηκε ελάχιστα πράγματα για τη στιγμή που σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε τα δυο αδέλφια. «Δεν ήξερα τι να κάνω όταν με εγκατέλειψε και ο τελευταίος φίλος μου. Πήρα το αυτοκίνητο και πήγα στο σπίτι της Βασιλικής χωρίς να ξέρω τι γύρευα και τι έκανα. Είχα πιστόλι, δεν το είχα; Δεν ξέρω. Πυροβόλησα; Δεν πυροβόλησα; Δεν γνωρίζω τίποτα. Δεν ξέρω τι έκανα, ήμουν ένας νεκρός. Πάντως, δεν ζούσα, δεν ανέπνεα.»

«Πάντως, πυροβόλησες. Πες μας για τους πυροβολισμούς…» του είπε ο πρόεδρος για να τον ακούσει να απαντά: «Δεν ξέρω, δεν μπορώ, δεν πυροβόλησα…», φωνάζοντας και πάλι «βοήθεια, βοήθεια…».

«Ψυχρός και σκληρός εγκληματίας»

Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ήταν καταπέλτης. Ο εισαγγελικός λειτουργός χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο «ψυχρό και σκληρό εγκληματία» και υποστήριξε πως αποπειράθηκε να σκοτώσει την Βασιλική και τον αδελφό της, καθώς ήθελε να  την εκδικηθεί γιατί  δεν ανταποκρινόταν στον έρωτα του. «Είναι σκληρός και υποκριτικός εγκληματικός τύπος», είπε ο εισαγγελέας για τον 32χρονο και τον παρομοίωσε με «σάπιο μέλος ανθρώπινου σώματος» το οποίο είναι δυνατόν να μολύνει την κοινωνία.

«Η μόνη ποινή που του άρμοζε είναι η εσχάτη των ποινών, αλλά επειδή ο νόμος δεν την προβλέπει, ζητώ να καταδικαστεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή, χωρίς κανένα ελαφρυντικό», κατέληξε ο εισαγγελέας.

Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε τον 32χρονο Ιωάννη Ν. σε κάθειρξη 16 ετών, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως. Ο άνδρας άκουσε την καταδίκη του ημιλιπόθυμος και ψιθυρίζοντας συνεχώς το όνομα της Βασιλικής. Την ώρα που έβγαινε από τη δικαστική αίθουσα, συνοδεία αστυνομικής δύναμης, στράφηκε στην 18χρονη και της φώναξε: «Βάσω θα σε αγαπώ για πάντα».

newsbeast

Το τυφλό πάθος που όπλισε το χέρι ενός ανθυποπλοίαρχου

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου