Σε μία σπάνια φωτογραφία του 1958, βλέπουμε μια σύλληψη Έλληνα τεντυμπόη. Είναι η ώρα της διαπόμπευσης.
Έχει γίνει ήδη το κούρεμα «εν χρω», έχει κρεμαστεί η ταμπέλα και τώρα θα ακολουθήσει η περιφορά στον δρόμο. Ο νεαρός, απελπισμένος σκύβει το κεφάλι μην έχοντας τρόπο να κρύψει το πρόσωπο. Ένας πιτσιρίκος στην άκρη δεξιά, με τη σέγα στα χέρια, γουρλώνει τα μάτια προσπαθώντας να κατανοήσει το ακατανόητο.
Οι Έλληνες τεντιμπόηδες ήταν νεαροί ροκενρολάδες που γύρω στα 1958 αρχίζουν να πετάνε γιαούρτια και να καταστρέφουν τα αυτοκίνητα όσων θεωρούν πως πρέπει για κάποιο λόγο να τιμωρηθούν. Οι αρχές ασφαλείας μιλούν για αποθράσυνση της αλητείας ενώ μια προσεκτικότερη έρευνα δείχνει ότι οι αποδέκτες των γιαουρτιών δεν ήταν πάντοτε άμοιροι ευθυνών.
Στο μυαλό ενός τεντιμπόη
Για να καταλάβουμε το φαινόμενο θα πρέπει να «διεισδύσουμε» στο μυαλό του τεντιμπόη, να καταλάβουμε δηλαδή την κοινωνική του θέση. Ο μεγάλος μας ποιητής Θωμάς Γκόρπας στο ποίημά του ΕΝΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΑΓΟΡΙ (1956), περιγράφει με ευαίσθητη δύναμη τους κοινωνικά αποκλεισμένους νέους εκείνα τα χρόνια. Το ποίημα βλέπει με τρυφερότητα την σκοτεινή, περήφανη, προκλητική, αινιγματική διάθεση του λαϊκού παιδιού και στρέφει την κοινωνική απορία στα «όνειρα που έγιναν στάχτη».
Αλλά και ο Paul McCartney του συγκροτήματος Beatles, στο τραγούδι του Teddy Boy, μας δίνει μια εξίσου τρυφερή ματιά για τον Εγγλέζο τεντυμπόη.
Mommy Don’t Worry Now, Teddy Boy’s Here
Taking Good Care of You, (Paul McCartney – Teddy Boy)
Στην πατρίδα μας, οι πρώτοι τεντιμπόηδες είναι φτωχά παιδιά, μεροκαματιάρηδες που έχουν σκοτεινιασμένα μάτια από το όνειρο που τους κληροδότησε ο εμφύλιος. Οι ναύτες έχουν γεμίσει τον Πειραιά και την Αθήνα μέχρι πάνω στην Κηφισιά. Είναι μοντέρνοι, όμορφοι, φορούν μπουφάν και παντελόνια μπλουτζίν. Συχνά οι ελληνίδες τους ερωτεύονται. Έχουν λοιπόν όλα τα «προσόντα» να γίνουν στόχοι.
Η μαρτυρία ενός «πρωτομάστορα» στην εκτόξευση γιαουρτιού
Η σχετική μαρτυρία δόθηκε στον γράφοντα, το 2002, από τον Μπάμπη Μουτσάτσο, πρωτομάστορα στην «τέχνη» της εκτόξευσης γιαουρτιού. Μπάμπης Μουτσάτσος: «Δεν μπορούσαμε να βλέπουμε τα αμερικανάκια να περπατάνε κορδωμένα με τα μπουφάν εκείνα που εμείς δεν είχαμε. Ο φίλος μου έκανε νόημα και μου έλεγε, πάμε ρε να τους πετάξουμε ένα γιαούρτι».
Εδώ φθάνουμε στην πρώτη αιτία. Τα ελληνόπουλα είναι λογικό να εποφθαλμιούν το ντύσιμο των Αμερικάνων. Ένας άλλος «παλιός», ο Σωτήρης Ζώης θυμάται που πλησιάζανε τους ναύτες όταν έβγαιναν από τα καράβια και τους ζητούσαν αυτά τα θαυμάσια ρούχα. Τα ναυτάκια θα έφερναν από το καράβι κάτι περισσευούμενο και οι νεαροί θα τους πλήρωναν με ελληνικά λεφτά που όμως ήταν κατοχικά. «Από αυτές τις συναλλαγές βγήκε και η έκφραση «τον πιάσαμε αμερικανάκι», τους κοροϊδεύαμε γιατί μέσα μας δεν τους γουστάραμε καθόλου…» αφηγήθηκε πριν χρόνια στον γράφοντα, ο παλαίμαχος ροκεντρολλάς Σωτήρης Ζώης που αργότερα έγινε Διευθυντής Τραπέζης.
Ο πόλεμος των γιαουρτιών
Ο πόλεμος των γιαουρτιών αρχίζει σύμφωνα με μαρτυρίες σαν πόλεμος εναντίον των αμερικανών όχι για λόγους πολιτικούς αλλά για λόγους ψυχολογικούς. Στα πρώτα γιαουρτώματα δεν πρέπει να δούμε καμία συμβολική πράξη εναντίον του «ιμπεριαλισμού» ή των «βάσεων του θανάτου», θα πρέπει να δούμε την οργή των ελληνοπαίδων απέναντι στους αλλοδαπούς ομορφονιούς. Μερικές φορές, θα δούμε ακόμα και την δίκαιη νεανική αυτοδικία κατά κάποιων πλούσιων αλλοδαπών παιδεραστών που διέφθειραν τότε εφήβους στην Αθήνα.
Ο Τάσος Φαληρέας στο υπέροχο κείμενο ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΕΤΡΕΧΕ ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, εννοεί αυτό ακριβώς όταν περιγράφει το σχέδιο γιαουρτώματος κατά του Αμερικανού κίναιδου ο οποίος προηγουμένως τους είχε πληρώσει για να κοιμηθεί με τον κολλητό τους φίλο. Λέγεται πως θέατρο των πρώτων γιαουρτοεπιθέσεων ήταν και η περιοχή της Κυψέλης και ότι εκεί, γύρω στα 1956, παρατηρείται ένα άθλιο ερωτικό παζάρι. Μερικοί από τους πιο πλούσιους παιδεραστές «ψωνίζουν» πιτσιρικάδες στο άλσος της πλατείας και οι ζόρικοι μπασκετμπολίστες του ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ (που απετέλεσαν την σκληρή ομάδα κρούσης των τεντιμπόηδων) αποφασίζουν να τους εξευτελίσουν. Πλησιάζουν στα σκοτεινά τους παιδεραστές και με το ερώτημα «Έλα δω ρε! Γιατί πείραξες το αδερφάκι μου;..», εκτοξεύουν ταυτόχρονα αυγά και γιαούρτι σε πλαστικό κεσεδάκι.
Ο πρώτος «διαπιστευμένος» τεντιμπόης Αντώνης Μαλανδρής
Οι Έλληνες νεαροί τιμωρούσαν με γιαούρτωμα και τον κάθε έλληνα που τους προσέβαλλε και τους αδικούσε: σκληρά αφεντικά που δεν απέδιδαν τα δεδουλευμένα, την πλούσια σνομπαρία που είχαν στο μάτι και γενικά κάθε έναν που καταδίκαζε το πρόχειρο λαϊκό τους δικαστήριο. Γιαούρτια έπεφταν και σε προηγούμενες εποχές για πλάκα ή για εκδίκηση ανάμεσα στις παρέες αλλά οι αρχές δεν έδιναν σημασία. Τώρα όμως βγάζουν ολόκληρο νόμο «περί τεντιμποϊσμού» (Νόμος 4000) που δείχνει καθαρά τη βιαστική κυβερνητική επιθυμία να ξεριζώσει το φαινόμενο που θεωρεί πολύ επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη.
Μπορεί να μην ξέρουμε ποιος πέταξε το πρώτο γιαούρτι, ξέρουμε όμως τον πρώτο που συνέλαβε η Αστυνομία. Ονομάζεται Αντώνης Μαλανδρής και έχει την τιμή να είναι ο πρώτος «διαπιστευμένος» τεντιμπόης. Εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ του 1958, ο Αντώνης Μαλανδρής είχε πάει μαζί με τον φίλο του στον κινηματογράφο. Εκεί φλέρταραν μια κοπέλα και η μητέρα της που το αντιλήφθηκε, τους πρόσβαλλε μπροστά σε όλο τον κόσμο. Ο μικρότερος από τους δύο έφαγε και χαστούκι, και τότε οι δύο μαζί πήγαν και αγόρασαν ένα.. γιαούρτι. Ο Καλαντζής, Υφυπουργός Εσωτερικών, μόλις έμαθε το περιστατικό, δεν αργοπόρησε και μέσα «στο πλαίσιο των αποφάσεων για την πάταξη της νέας μορφής αλητείας» διέταξε… -Κούρεμα, ψαλίδισμα των ρεβέρ και ταμπέλα. Έπειτα Εισαγγελία!
Στο Ζ’ Αστυνομικό Τμήμα Κυψέλης, μια καλοακονισμένη μηχανή εξαφάνισε το μαλλί απ’ τα κεφάλια, ένα ψαλίδι έκοψε τα ρεβέρ και ένα αστυνομικό χέρι έγραψε την ταμπέλα που τους κρέμασαν στο στήθος:
«ΕΙΜΕΘΑ ΤΕΝΤΥΜΠΟΗΔΕΣ – ΠΕΤΑΞΑΜΕ ΓΙΑΟΥΡΤΙ ΚΑΤΑ ΓΥΝΑΙΚΟΣ»
Είναι γνωστό από το μνημειώδες έργο του Φώτη Κουκουλέ (ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ), ότι κατά τους χρόνους του Μεσαίωνα διαπόμπευαν ατίθασους νέους, κοπέλες αλλά και νεαρές χήρες που βάφτιζαν «μοιχαλίδες». Το πρώτο στάδιο της διαπόμπευσης ήταν το κούρεμα, γι αυτό άλλωστε η λέξη κουρεμένη ή κουτρούλα, δήλωνε την άτιμη γυναίκα. Εκείνα τα χρόνια, ανέβαζαν τον κουτρούλη σε γαϊδούρι και τον περιέφεραν(συγίρισμα), ενώ ο λαός τον κορόιδευε και του πετούσε ακαθαρσίες.
Πώς περιέγραφαν οι εφημερίδες της εποχής τη διαπόμπευση
Οι περιγραφές της μεσαιωνικής διαπόμπευσης, μοιάζουν σε πολλά σημεία με τα ρεπορτάζ για τις διαπομπεύσεις στην εποχή των τεντιμπόηδων!
Η ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ (4 Αυγ 1958) περιγράφει ακριβώς τον τρόπο της διαπόμπευσης των κουτρούληδων του ’50…
«Το κεφάλι κουρεμένο γουλί, χειροπέδες στα χέρια, ψαλιδισμένα τα ρεβέρ και το κυριότερο το πλακάτ που εξιστορούσε τα ηρωικά τους κατορθώματα. Τώρα πλέον, ο δρόμος για την «θριαμβευτική» πορεία ήταν ελεύθερος. Ανάμεσα σε αστυφύλακες, οι δύο τεντιμπόηδες οδηγήθηκαν έξω από το τμήμα, κι ενώ οι μηχανές των φωτορεπόρτερ απηθανάτιζαν το ξεκαρδιστικό θέαμα, ετοιμάσθηκαν να διασχίσουν την πλατεία Κυψέλης… Άς σημειωθεί ότι, η στάσις των τρόλλευ ήταν κοντά και θα μπορούσαν να μπουν σ’ αυτά οι αστυφύλακες με τους δύο τεντιμπόηδες, αλλά τότε δεν θα είχε «γούστο» το πράγμα. Για να έχει λοιπόν-όπως άλλωστε ήταν και η διαταγή- η συνοδεία προχώρησε πεζή δύο ολόκληρες στάσεις, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους τυχερούς να απολαύσουν το θέαμα και να τους γιουχαΐσει…».
Οι διαπομπεύσεις αυτές δείχνουν μορφές κοινωνικής αναλγησίας. Ρεπορτάζ του ίδιου χρόνου αναφέρει την περίπτωση νεαρού που του ήταν αδύνατο να βρει εργασία αφού είχε στο απολυτήριο διαγωγή κοσμία. Το φτωχό αυτό παιδί χτυπούσε πόρτες, αλλά όλοι του έλεγαν ότι ήταν αδύνατον να τον προσλάβουν. Απελπισμένος πήγε στον παλιό του Γυμνασιάρχη για να βρει τρόπο να αλλάξει την διαγωγή του σε «κοσμιωτάτη». Ο Γυμνασιάρχης αντί να τον βοηθήσει τον κατήγγειλε για τεντιμποϊσμό, τον έπιασαν και τον κούρεψαν. Εκείνη την εποχή παιζόταν το κινηματογραφικό έργο Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα. Στην διάρκεια μιας προβολής, μερικά παιδιά άρχισαν να χορεύουν, πράγμα που θεωρήθηκε επικίνδυνη ενέργεια και έκανε έφοδο η αστυνομία. Ένα τεράστιο χάσμα είχε ανοίξει μεταξύ των νεαρών και των αστυνομικών υπαλλήλων! Άρχισε ένα κυνήγι μαγισσών που δημιούργησε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Από την μια, ήταν η αστυνομία αλλά και η πλειοψηφία της κοινωνίας που χειροκροτούσε τα αστυνομικά αυτά μέτρα. Από την άλλη, ήταν λαϊκά παιδιά που αντιδρούσαν σπασμωδικά. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν και με ένα νέο «όπλο». Οι νεαροί άρχισαν να σφηνώνουν σπιρτόξυλα στις κλειδαριές πολυτελών αυτοκινήτων που γι αυτούς συνδέονταν με την κοινωνική αδικία και τους «απέναντι». Το όπλο ήταν πρόχειρο και αποτελεσματικό. Έσπρωχναν ένα ή δύο σπιρτόξυλα στην κλειδαρότρυπα του αυτοκινήτου και έτσι ήταν αδύνατον να ανοίξει η πόρτα. Οι ιδιοκτήτες ήταν αναγκασμένοι να σπάνε τις κλειδαριές ή τα τζάμια, γιατί περίπτωση να αφαιρεθούν τα σπιρτόξυλα δεν υπήρχε.
Δημιουργήθηκαν έτσι οι σπιρτοφόροι, ένα είδος σαμποτέρ που είχαν αναλάβει τις δολιοφθορές ενώ οι υπόλοιποι πολεμούσαν με τα γιαούρτια. Ο πόλεμος αυτός τελειώνει μέχρι το 1960, και μετά χάνουμε τους αυθεντικούς τεντιμπόηδες και τους θρυλικούς σπιρτοφόρους. Οι νεαροί είχαν εξαντληθεί από τις προσαγωγές και τα κουρέματα και αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στην κοινωνία.
Πηγή: iefimerida.gr