Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Harvard ανακάλυψαν ότι πολλά δημοφιλή προϊόντα ηλεκτρονικού τσιγάρου (e-cigarette) μολύνονται με μικροβιακές τοξίνες
που είναι γνωστό ότι προκαλούν προβλήματα υγείας. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Environmental Health Perspectives.
Οι συγγραφείς της μελέτης προειδοποιούν ότι τα ευρήματα δείχνουν ότι «ορισμένα δημοφιλή εμπορικά σήματα και γεύσεις [e-cigarette] μπορεί να μολυνθούν από μικροβιακές τοξίνες». Οι τοξίνες που εντοπίστηκαν ήταν ενδοτοξίνη – ένα ισχυρό τοξικό μόριο που βρέθηκε στις μεμβράνες αρνητικών κατά Gram βακτηρίων – και η γλυκάνη, ένας πολυσακχαρίτης που βοηθά στο σχηματισμό των κυτταρικών τοιχωμάτων των περισσότερων ειδών μυκήτων. Ενώ, σημείωσαν ότι και ο καπνός από τα παραδοσιακά τσιγάρα περιέχει επίσης ενδοτοξίνες και γλυκάνες που μολύνουν τα προϊόντα σε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η έκθεση σε τέτοιες τοξίνες συσχετίζεται με προβλήματα υγείας του αναπνευστικού, όπως άσθμα, μειωμένη λειτουργία των πνευμόνων και φλεγμονή των πνευμόνων, ενώ, μελέτες που διεξήχθησαν επί πολλές δεκαετίες έχουν δείξει χρόνια πνευμονική εξασθένιση σε όσους εκτίθενται σε αερομεταφερόμενους βιολογικούς μολυντές. Ωστόσο, σύμφωνα με τους συντάκτες της παρούσας μελέτης, δεν έχει διερευνηθεί ποτέ στις μέχρι σήμερα μελέτες εάν αυτοί οι συνηθισμένοι μικροβιακοί παράγοντες υπάρχουν σε προϊόντα ηλεκτρονικού τσιγάρου.
Τώρα, ο καθηγητής περιβαλλοντικής γενετικής, David Christiani και οι συνεργάτες του, δοκίμασαν 75 δημοφιλή προϊόντα από δέκα κορυφαία εμπορικά σήματα ηλεκτρονικού τσιγάρου, μεταξύ των οποίων 37 φίλτρα μιας χρήσης και 38 e-υγρά (που χρησιμοποιούνται για την επαναπλήρωση κασετών). Όλα τα προϊόντα αγοράσθηκαν στο διαδίκτυο, με εξαίρεση το προϊόν από ένα εμπορικό σήμα, το οποίο αγοράστηκε σε ένα πολυκατάστημα στην πανεπιστημιούπολη.
Τα προϊόντα χωρίστηκαν σε τέσσερις διαφορετικές γεύσεις, οι οποίες περιελάμβαναν καπνό, μενθόλη, φρούτα κ.α. Όλα τα προϊόντα στη συνέχεια ελέγχθηκαν για την παρουσία ενδοτοξίνης και γλυκάνης και διαπίστωσαν ότι 17 (23%) των προϊόντων περιείχαν ανιχνεύσιμα επίπεδα ενδοτοξίνης και 61 (81%) περιείχαν ίχνη γλυκάνης.
Περαιτέρω ανάλυση έδειξε ότι, κατά μέσο όρο, τα φυσίγγια περιείχαν 3,2 φορές περισσότερο γλυκάνη από τα επαναπληρούμενα δείγματα e-υγρού.
Κατά μέσο όρο, τα επίπεδα γλυκάνης ήταν 10 φορές υψηλότερα στα προϊόντα με αρωματισμένο καπνό και με μενθόλη, σε σύγκριση με τα δείγματα με γεύση φρούτων, ενώ οι συγκεντρώσεις ενδοτοξίνης βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερες στα προϊόντα με γεύση φρούτων.
Οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν ότι οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φρουτώδους γεύσης αποτελούν πιθανή πηγή μικροβιακής μόλυνσης. Σημειώνουν επίσης ότι η μόλυνση θα μπορούσε να εισαχθεί σε οποιοδήποτε στάδιο κατά τη διάρκεια της κατασκευής των συστατικών του ηλεκτρονικού τσιγάρου ή στην παραγωγή των τελικών προϊόντων e-τσιγάρων. Μία πιθανή πηγή, για παράδειγμα, είναι τα φυτίλια από βαμβάκι που χρησιμοποιούνται στα φίλτρα, καθώς τόσο η ενδοτοξίνη όσο και η γλυκάνη είναι γνωστό ότι μολύνουν τις βαμβακερές ίνες.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, η χρήση ηλεκτρονικών τσιγάρων σταδιακά αυξήθηκε σταδιακά τα τελευταία χρόνια, ιδίως μεταξύ των μαθητών της μέσης σχολικής ηλικίας. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι το περασμένο έτος περισσότερα από τρία εκατομμύρια μαθητές γυμνασίου χρησιμοποίησαν τα προϊόντα, σημαντική αύξηση από τους 220.000 μαθητές που εκτιμάται ότι χρησιμοποίησαν τα προϊόντα το 2011.
Ο Mi-Sun Lee ερευνητής στο Harvard T.H. Chan School of Public Health στη Βοστώνη και επικεφαλής συγγραφέας αναφέρει ότι τα νέα ευρήματα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την ανάπτυξη ρυθμιστικών πολιτικών για τα ηλεκτρονικά τσιγάρα. Εκτός από την εισπνοή επιβλαβών χημικών ουσιών, όπως λέει, οι χρήστες ηλεκτρονικού τσιγάρου θα μπορούσαν επίσης να εκτεθούν σε βιολογικούς μολυσματικούς παράγοντες όπως η ενδοτοξίνη και η γλυκάνη.
Απαιτούνται περαιτέρω έρευνες
Ο Lee και οι συνεργάτες του σημειώνουν ότι υπάρχουν περιορισμοί στη μελέτη. Για παράδειγμα, η ομάδα δεν εξέτασε τη συνεννόηση των τοξινών που έχουν υποστεί αερόλυση και μεταβιβάστηκαν στον χρήστη. Επιπλέον, η ομάδα εξέτασε μόνο για τοξίνες σε συσκευές πρώτης γενιάς και όχι πιο πρόσφατα προϊόντα όπως ( tanks, pods,pens). Ειδικά τα pods όπως λένε, είναι γνωστό ότι παρέχουν υψηλότερη συγκέντρωση νικοτίνης ανά ρουφηξιά, σε σύγκριση με τις συσκευές πρώτης γενιάς, όμως οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει τον βαθμό έκθεσης σε τοξίνες.
Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι η έκθεση σε περιβαλλοντικές τοξίνες είναι σημαντικά μικρότερη μεταξύ των ανθρώπων που ατμίζουν από όσους καπνίζουν παραδοσιακά τσιγάρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα προϊόντα ηλεκτρονικού τσιγάρου δεν είναι επιβλαβή για την υγεία καθόλου.
Στο ερώτημα αν πρέπει να απαγορευθούν τα ηλεκτρονικά τσιγάρα οι ειδικοί απαντούν ότι επί του παρόντος, δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να υποστηρίζουν οριστικά την υπόθεση ότι τα επίπεδα ενδοτοξίνης και γλυκάνης που βρέθηκαν στα προϊόντα ηλεκτρονικού τσιγάρου αρκούν για να εγείρουν ανησυχίες για τη δημόσια υγεία.
Ωστόσο, δεδομένου ότι η έκθεση σε αρκετά υψηλά επίπεδα αερομεταφερόμενης ενδοτοξίνης φαίνεται να βλάπτει τους πνεύμονες και ότι οι τοξίνες πιστεύεται ότι συμβάλλουν στη βλάβη που έχει το κάπνισμα στην υγεία του αναπνευστικού συστήματος, οι συγγραφείς πιστεύουν ότι χρειάζεται περαιτέρω μελέτη.
Η μελλοντική έρευνα θα εξετάσει πόσο συχνά υπάρχουν οι τοξίνες στα αρώματα του ηλεκτρονικού τσιγάρου και κατά πόσον η έκθεση σε αυτά μέσω του ατμίσματος αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για την υγεία, καθώς μπορεί να υπάρχουν στρατηγικές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μόλυνσης.
Πηγή: naftemporiki.gr