H γενική αίματος είναι ο πιο βασικός εργαστηριακός έλεγχος που βοηθάει
στη διάγνωση πολλών νοσημάτων όχι μόνο των αιματολογικών αλλά και για την επιβεβαίωση της καλής κατάστασης του οργανισμού. Είναι η πρώτη εργαστηριακή εξέταση που συνταγογραφεί ο παιδίατρος σε περίπτωση ασθένειας αλλά και η βασική προληπτική εξέταση. Πρέπει να ερμηνεύεται ανάλογα με το λόγο που συνταγογραφήθηκε.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της γενικής αίματος είναι η μορφολογική εκτίμηση των κυττάρων του αίματος, στο επίχρισμα του περιφερικού αίματος που κοινώς είναι γνωστό σαν «πλακάκι». Με το επίχρισμα αξιολογείται η μορφολογία (τύπος, μέγεθος, κοκκίωση, κλπ) των κυττάρων του αίματος. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι πολλές φορές εμφανή στις τιμές που δίνονται στη γενική αίματος. Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις φυσιολογικής γενικής αίματος με ανωμαλίες των κυττάρων στο επίχρισμα. Η μελέτη του επιχρίσματος του περιφερικού αίματος είναι απαραίτητη να γίνεται τουλάχιστον στην πρώτη γενική αίματος σε κάθε παιδί ακόμη κι αν η γενική αίματος είναι φυσιολογική. Τονίζεται ότι σε παιδιά που η γενική αίματος είναι παθολογική είναι αναγκαία η μελέτη του επιχρίσματος για να ληφθούν επιπλέον πληροφορίες της μορφολογίας των κυττάρων. Στα νεογνά και στα βρέφη η μορφολογία των κυττάρων πρέπει να γίνεται από γιατρό που έχει εμπειρία στην μελέτη του επιχρίσματος για τις συγκεκριμένες ηλικίες.
Πότε πρέπει να γίνεται γενική αίματος στα παιδιά
Σε κάθε παθολογική κατάσταση που χρειάζεται εργαστηριακή διερεύνηση η πρώτη εξέταση που συνταγογραφείται είναι η γενική αίματος π.χ. πυρετός που επιμένει, σπληνομεγαλία, λεμφαδενοπάθεια χωρίς εμφανή αιτία, μώλωπες (μελανιές), αιμορραγίες, απώλεια βάρους, ωχρότητα κλπ. Γενική αίματος γίνεται επίσης για την παρακολούθηση της θεραπείας κάποιου νοσήματος πχ. μηνιγγίτιδας, διόρθωση αναιμίας μετά από αγωγή με σίδηρο κλπ.
Ως προληπτική εξέταση για τον έλεγχο αναιμίας πρέπει να γίνεται σε όλα βρέφη ηλικίας μεταξύ 9-12 μηνών και στην ηλικία στην ηλικία 15-18 μηνών σε παιδιά υψηλού κίνδυνου για σιδηροπενική αναιμία (πρόωρα, παιδιά που πίνουν πάνω από 700 ml/ημέρα γάλα αγελάδος ή καταναλώνουν τροφές φτωχές σε σίδηρο). Τα παιδιά που έχουν αιμορραγία από το έντερο όπως ελκώδη κολίτιδα, σύνδρομα δυσαπορρόφησης, όπως κοιλιοκάκη ή παχυσαρκία χρήζουν έλεγχο στην ηλικία των 15-18 μηνών και 2-5 χρονών. Στα κορίτσια στην εφηβεία μετά την πρώτη έμμηνο ρύση συνιστάται ετήσιος έλεγχος.
Γενικά εργαστηριακός έλεγχος με γενική αίματος συνιστάται όταν υπάρχει υποψία σιδηροπενικής αναιμίας ή άλλου αιματολογικού ή μη νοσήματος από στοιχεία που προκύπτουν από το ιστορικό και τη φυσική εξέταση του παιδιού. Θέλω να επισημάνω τη μεγάλη σημασία της προληπτικής επίσκεψης του παιδιού στο γιατρό. Πρέπει να επισκέπτεται το παιδί τον παιδίατροόχι μόνο σε περίπτωση ασθένειας αλλά και σε τακτά χρονικά διαστήματα για να γίνεται προληπτικός έλεγχος. Οι ηλικίες αυτές είναι: 4-5ημερών, 1 μηνός, 2 μηνών, 3 μηνών, 4 μηνών, 5 μηνών, 6 μηνών, 9 μηνών, 12 μηνών, 15 μηνών, 18 μηνών, 24 μηνών, 30 μηνών, 3 χρονών και κάθε χρόνο μέχρι την ηλικία των 21 ετών.
Αυτές είναι οι συχνότερες αιματολογικές ανωμαλίες που πρέπει να γνωρίζουμε
Αναιμία
Αναιμία έχει ένα παιδί όταν η αιμοσφαιρίνη που συμβολίζεται ως Hgb ή ο αιματοκρίτης που συμβολίζεται ως Hct στη γενική αίματος είναι σε χαμηλότερα επίπεδα από τα φυσιολογικά όρια για την ηλικία του παιδιού. Γενικά ένα παιδί 2- 3 ετών έχει αναιμία όταν η αιμοσφαιρίνη είναι μικρότερη από 11.0 gr/dl. Τα παιδιά ηλικίας 4-6 ετών έχουν αναιμία όταν η αιμοσφαιρίνη είναι χαμηλότερη από 11.5gr/dl. Τα παιδιά ηλικίας 7-10 ετών έχουν αναιμία όταν η αιμοσφαιρίνη είναι χαμηλότερη από 12.0gr/dl. Ενώ τα παιδιά ηλικίας 11-14 ετών έχουν αναιμία όταν η αιμοσφαιρίνη είναι χαμηλότερη από 12.5 gr/dl. Ένας σημαντικός δείκτης για τη διερεύνηση της αναιμίας είναι τα δικτυοερυθροκκύτταρα, που συμβολίζονται ως ΔΕΚ ή Retic. Εκφράζουν την παραγωγή των νέων ερυθρών αιμοσφαιρίων, δηλαδή δηλώνουν τον πολλαπλασιασμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων για την παραγωγή και την αύξηση της αιμοσφαιρίνης σε περίπτωση αναιμίας.
Σημαντικό: Η πτώση της αιμοσφαιρίνης σε σχέση με προηγούμενο εργαστηριακό έλεγχο του παιδιού χρήζει επίσης διερεύνησης
Παθολογικοί δείκτες ερυθρών αιμοσφαιρίων. Οι δείκτες των ερυθρών αιμοσφαιρίων συμβολίζονται με MCV, MCH, MCHC, RDW. Δηλώνουν το μέγεθος, την πυκνότητα και την ποικιλία των ερυθροκυττάρων σε σχέση με το μέγεθος. Παθολογικοί δείκτες χρήζουν αιματολογική διερεύνηση ακόμη και όταν δεν συνοδεύονται από αναιμία.
Ερυθροκυττάρωση
Παθολογική αύξηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων σε τιμές μεγαλύτερες, των 6.000 Χ103/ml με συνοδό αύξηση της αιμοσφαιρίνης. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια συμβολίζονται ως RBC. Η ερυθροκυττάρωση χρήζει αιματολογικής διερεύνησης.
Λευκοκυττάρωση
Λευκοκυττάρωση είναι η αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων. Αν υπάρχει αύξηση των Λευκών αιμοσφαιρίων σε τιμές υψηλότερες των φυσιολογικών για την ηλικία του παιδιού, χωρίς ευρήματα λοίμωξης χρήζει διερεύνησης. Σε παιδιά μικρότερα των 2 ετών τα Λευκά αιμοσφαίρια μπορεί να φτάνουν τις 15 Χ103/ml χωρίς να υπάρχει υποκείμενο νόσημα. Τα Λευκά αιμοσφαίρια συμβολίζονται ως WBC.
Ουδετεροπενία
Τα ουδετερόφιλα ή πολυμορφοπύρηνα είναι μια κατηγορία των λευκών αιμοσφαιρίων που χρησιμοποιούνται από των οργανισμό για την άμυνα κατά των λοιμώξεων κυρίως των βακτηριακών. Συμβολίζονται ως Poly και εκφράζονται ως ποσοστιαία επι τοις εκατό αναλογία των συνολικών λευκών αιμοσφαιρίων (%) και σαν απόλυτος αριθμός κυκλοφορούντων ουδετεροφίλων. Ο φυσιολογικός απόλυτος αριθμός των ουδετεροφίλων πρέπει να υπερβαίνει τα 1500/ml για τα παιδιά άνω του έτους. Η κατάσταση κατά την οποία ο αριθμός των ουδετεροφίλων είναι μικρότερος από 1500/ml/ονομάζεται ουδετεροπενία. Άν η ουδετεροπενία επιμένει σε επαναλαμβανόμενους εργαστηριακούς ελέγχους ή αν συνοδεύεται με άλλες αιματολογικές διαταραχές όπως αναιμία, θρομβοπενία, λεμφαδενοπάθεια ή σπληνομεγαλία χρήζει άμεσης αιματολογικής διερεύνησης.
Λεμφοκυττάρωση
Τα λεμφοκύτταρα είναι μια κατηγορία των λευκών αιμοσφαιρίων που χρησιμοποιούνται από των οργανισμό για την άμυνα κατά των λοιμώξεων. Συμβολίζονται ως Lymph και εκφράζονται ως ποσοστιαία επι τοις εκατό αναλογία των συνολικών λευκών αιμοσφαιρίων (%) και σαν απόλυτος αριθμός κυκλοφορούντων λεμφοκυττάρων. Τα παιδιά έχουν λεμφοκυττάρωση σε σχέση με τους ενήλικες. Ο απόλυτος αριθμός λεμφοκυττάρων στα μικρά παιδιά μπορεί να φτάσουν τις 8.000/ml σε φυσιολογική κατάσταση. Για παιδιά άνω των 12 ετών λεμφοκυττάρωση ονομάζουμε την κατάσταση εκείνη που τα λεμφοκύτταρα είναι περισσότερα από 4.000/ml
Ηωσινοφιλία
Τα ηωσινόφιλα είναι μια κατηγορία των λευκών αιμοσφαιρίων που αντιδρούν σε αλλεργικές καταστάσεις ή έκθεση του οργανισμού σε παράσιτα. Υπάρχουν όμως και αιματολογικές καταστάσεις που προκαλούν αύξηση των ηωσινοφίλων. Συμβολίζονται ως Eos και εκφράζονται ως ποσοστιαία επι τοις εκατό αναλογία των συνολικών λευκών αιμοσφαιρίων (%) και σαν απόλυτος αριθμός κυκλοφορούντων ηωσινοφίλων. Φυσιολογικές είναι οι τιμές των ηωσιφίλων που δεν υπερβαίνουν τα 400 κύτταρα /ml. Όταν δεν είναι προφανής η αιτία της ηωσινοφιλίας ή ο αριθμός των ηωσινοφίλων υπερβαίνει τα 1500 κύτταρα/ml χρήζει διερεύνησης.
Θρομβοπενία
Τα αιμοπετάλια (θρομβοκύτταρα) είναι κύτταρα του αίματος που συμβάλουν στην πήξη του αίματος. Συμβολίζονται ως Plt. Οι φυσιολογικές τιμές τους είναι 150-450Χ 103 κύτταρα/ml. Όταν τα αιμοπετάλια είναι λιγότερα από 150Χ 103 κύτταρα /ml ονομάζομαι την παθολογική αυτή κατάσταση θρομβοπενία και συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο για αιμορραγία. Ο κίνδυνος για αιμορραγία αυξάνει όσο μειώνεται ο αριθμός των αιμοπεταλίων. Η θρομβοπενία σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι ψευδής λόγω τεχνικών προβλημάτων στην αιμοληψία. Το επίχρισμα του περιφερικού αίματος μπορεί να διαφοροποιήσει την ψευδή από την αληθή θρομβοπενία. Η θρομβοπενία χρήζει άμεσης αιματολογικής διερεύνησης
Θρομβοκυττάρωση
Τα αιμοπετάλια (θρομβοκύτταρα) είναι κύτταρα του αίματος που συμβάλουν στην πήξη του αίματος. Συμβολίζονται ως Plt. Οι φυσιολογικές τιμές τους είναι 150-450Χ 103 κύτταρα/ml. Όταν τα αιμοπετάλια είναι περισσότερα από 450 Χ 103 /ml, η παθολογική αυτή κατάσταση ονομάζεται θρομβοκυττάρωση. Όταν τα αιμοπετάλια στα παιδιά δεν υπερβαίνουν 1.000 χ106/ml δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για θρομβώσεις. Συνήθως στα παιδιά η θρομβοκυττάρωση είναι αντιδραστική δηλαδή είναι συνέπεια μιας άλλης παθολογικής κατάστασης όπως μιας λοίμωξης. Όταν η θρομβοκυττάρωση επιμένει, και δεν υπάρχει προφανής αιτιολογία χρήζει αιματολογικής διερεύνησης.
Παρουσία παθολογικών κυττάρων ή άλλων στοιχείων στην γενική αίματος. Σε σπάνιες περιπτώσεις το «μηχάνημα», ο αιματολογικός αναλυτής, που επεξεργάζεται το αίμα για να μας δώσει τη γενική αίματος σημειώνει στο κάτω μέρος της σελίδας του εκτυπωμένου εντύπου την ύπαρξη παθολογικών κυττάρων ή άλλων στοιχείων ως flags, δηλώνοντας ότι κατά την επεξεργασία του αίματος βρέθηκαν κύτταρα ή άλλα στοιχεία που δεν μπορεί να τα ταυτοποιήσει ή αδιαφοροποίητα κύτταρα. Η ταυτοποίηση αυτών των κυττάρων/στοιχείων πρέπει απαραίτητα να γίνεται με την μελέτη του επιχρίσματος του περιφερικού αίματος.
Εμπύρηνα ερυθρά αιμοσφαίρια
Η παρουσία εμπύρηνων ερυθρών αιμοσφαιρίων που είναι ερυθρά αιμοσφαίρια που δεν έχουν ωριμάσει πλήρως και διατηρούν τον πυρήνα τους στο περιφερικό αίμα είναι παθολογική εκτός από την νεογνική ηλικία που η ύπαρξή τους σε μικρό ποσοστό είναι φυσιολογική. Συμβολίζονται ως nRBC.
Πότε γίνεται ο πρώτος αιματολογικός έλεγχος στα παιδιά;
Η ανάγκη για εξετάσεις αίματος στα παιδιά υπαγορεύεται πάντα από την κλινική τους κατάσταση, την οποία εκτιμά ο παιδίατρος, από τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να έχει κάθε οργανισμός και από το κληρονομικό ιστορικό.
Συνήθως, μετά τη γέννηση του βρέφους και κατά την παραμονή του στο μαιευτήριο, γίνεται η πρώτη αιμοληψία για να ελεγχθεί η τιμή της χολερυθρίνης και να προσδιορισθεί η ομάδα αίματος. Παράλληλα, δείγμα στέλνεται σε ειδικό κέντρο ώστε να πραγματοποιηθεί έλεγχος για τον συγγενή υποθυρεοειδισμό, την έλλειψη του ενζύμου G-6-PD και για τη φαινυλκετονουρία. Τα τελευταία χρόνια συνίσταται και ένα screening test μεταβολικών νοσημάτων, διότι η έγκαιρη διάγνωσή τους οδηγεί και στη βέλτιστη διαχείρισή τους.
Πότε πρέπει οι γονείς να προγραμματίσουν εξετάσεις αίματος για τα παιδιά τους;
Ο επόμενος αιματολογικός έλεγχος που χρειάζεται είναι στην ηλικία των δύο ετών περίπου, εφόσον μέχρι τότε η ανάπτυξή του παιδιού είναι φυσιολογική και η κλινική του κατάσταση δεν προβληματίζει τον παιδίατρο.
Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να περιλαμβάνει τις παρακάτω εξετάσεις:
Γενική αίματος για την εκτίμηση της λευκής και της ερυθράς σειράς των αιμοσφαιρίων, τον προσδιορισμό των αιμοπεταλίων, της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη.
Σίδηρος και φερριτίνη. Ο προσδιορισμός της φερριτίνης είναι μεγαλύτερης αξίας ακόμα και από αυτόν του σιδήρου, διότι δίνει μία εκτίμηση των αποθηκών του σιδήρου.
Με τις παραπάνω εξετάσεις αξιολογείται αν υπάρχει αναιμία, οπότε προχωράμε σε περαιτέρω αιματολογικό έλεγχο με ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης κ.λπ.
Γλυκόζη ορού για τον προσδιορισμό του σακχάρου στο αίμα.
Ουρία και κρεατινίνη για την εκτίμηση της καλής λειτουργίας των νεφρών.
Ηλεκτρολύτες (κάλιο, νάτριο, χλώριο) για την εκτίμηση της οξεοβασικής ισορροπίας.
Ασβέστιο, φώσφορος, μαγνήσιο.
Τρανσαμινάσες (SGOT,SGPT) για την εκτίμηση της καλής λειτουργίας του ήπατος.
γ-GT και αλκαλική φωσφατάση.
Λιπιδιόγραμμα (ολική χοληστερόλη, HDL, LDL, τριγλυκερίδια). Είναι πολύ σημαντικός ο προσδιορισμός των λιπιδίων, διότι στην αξιολόγησή τους βασίζεται ο προγραμματισμός των διατροφικών συνηθειών του παιδιού. Αν υπάρχει προδιάθεση για οικογενή υπερλιπιδαιμία, θα πρέπει να γίνει εξειδικευμένος έλεγχος σε όλη την οικογένεια με μοριακές τεχνικές.
Έλεγχος θυρεοειδικών ορμονών (Τ3, Τ4, FT3, FT4, TSH, αντιθυρεοειδικά αντισώματα), για την εκτίμηση της ομαλής λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα, απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού.
Έλεγχος επάρκειας 25 ΟΗ βιταμίνης D3 για τη διασφάλιση της ομαλής οστικής ανάπτυξης του παιδιού αλλά και τη διατήρηση καλών επιπέδων φωσφόρου και ασβεστίου.
Κάθε αιματολογικό check up είναι καλό να συνοδεύεται και από γενική εξέταση ούρων και καλλιέργεια, που μπορεί να αναδείξουν λανθάνουσες καταστάσεις, όπως μικροσκοπική αιματουρία, ασυμπτωματική κυστίτιδα κ.λπ., που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης.
Κάθε πότε πρέπει να επαναλαμβάνονται;
Να σημειωθεί ότι οι φυσιολογικές τιμές στις περισσότερες εξετάσεις διαφέρουν στα παιδιά απ’ ό,τι στους ενήλικες, γι’ αυτό τα εργαστηριακά τους αποτελέσματα θα πρέπει να αξιολογούνται από εργαστηριακούς ιατρούς με εμπειρία σε παιδιατρικά δείγματα και οι γονείς στη συνέχεια έχοντας τα αποτελέσματα να επικοινωνήσουν με τον παιδίατρο, ο οποίος βάσει αυτών θα δώσει οδηγίες .
Εφόσον δεν έχει προκύψει κάτι παθολογικό, καλό είναι ο παραπάνω εργαστηριακός έλεγχος να επαναλαμβάνεται κάθε 2-3 χρόνια και πιθανότατα να εμπλουτίζεται ανάλογα με την ηλικία του παιδιού με έλεγχο ανάπτυξης, ήβης, εμβολιαστικής κάλυψης κ.λπ. όπου κρίνεται απαραίτητο.
Γενικά υπάρχουν 3 ορόσημα μέχρι την ενηλικίωση ενός παιδιού στα οποία προτείνεται να γίνεται καρδιολογικός έλεγχος
1ος καρδιολογικός έλεγχος: Α΄-Β΄Δημοτικού. Ο έλεγχος περιλαμβάνει:
Πλήρες ατομικό και οικογενειακό ιστορικό: Εξετάζονται τυχόν συμπτώματα του παιδιού στην ηρεμία ή στην κόπωση. Επίσης δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο οικογενειακό ιστορικό ειδικά εάν υπάρχουν κληρονομικές καρδιαγγειακές παθήσεις ή αιφνίδιοι θάνατοι σε συγγενείς 1ου η 2ου βαθμού. Για τη λήψη του ιστορικού είναι σημαντική η συμβολή των γονέων για πληροφορίες που το παιδί μπορεί να μη γνωρίζει.
Κλινική εξέταση: Περιλαμβάνει ακρόαση καρδιάς και πνευμόνων για αποκλεισμό παθολογικών φυσημάτων-ψιθύρων, εξέταση των μεγάλων αγγείων και της κοιλιακής χώρας.
Ηλεκτροκαρδιογράφημα: Είναι σημαντικό για την πρόωρη ανίχνευση τόσο κληρονομικών και όσο και άλλων καρδιακών παθήσεων.
Triplex καρδιάς: Αποτελεί προαιρετική εξέταση καθώς τυχόν κληρονομικές παθήσεις ανιχνεύονται με το ηλεκτροκαρδιογράφημα και όχι με το triplex σε αυτή την ηλικία. Παρόλα αυτά επί ανεύρεσης φυσημάτων κατά την κλινική εξέταση καλό είναι να γίνεται και υπερηχοκαρδιογραφικός έλεγχος.
2ος καρδιολογικός έλεγχος: Α΄ Γυμνασίου. Είναι στην ουσία μια επανάληψη του 1ου καρδιολογικού ελέγχου μόνο που αυτή τη φορά θα πρέπει να γίνεται και triplexκαρδιάς καθώς τυχόν κληρονομικά νοσήματα φαίνονται πλέον και στο υπερηχοκαρδιογράφημα.
3ος καρδιολογικός έλεγχος: 17-18 ετών. Περιλαμβάνει ότι και ο 2ος καρδιολογικός έλεγχος.
Πέραν των τακτικών επισκέψεων στον καρδιολόγο, καρδιολογικός έλεγχος θα πρέπει να πραγματοποιείται όταν το παιδί εμφανίζει συμπτώματα τα οποία θα μπορούσαν να προέρχονται από το καρδιαγγειακό. Τέτοια συμπτώματα θα μπορούσαν να είναι ζαλάδες (ιδίως κατά την άσκηση), ταχυκαρδία, πόνος ή βάρος στο στήθος, δύσπνοια στην μικρή και μέτρια προσπάθεια ή κάποιο λιποθυμικό επεισόδιο. Καρδιολογικός έλεγχος επίσης θα πρέπει να γίνεται όταν ο παιδίατρος το κρίνει απαραίτητο.
Τέλος όταν το παιδί συμμετέχει σε κάποιο ανταγωνιστικό άθλημα που περιλαμβάνει πολλές ώρες προπόνησης την εβδομάδα και αγώνες ο καρδιολογικός έλεγχος θα πρέπει να είναι ετήσιος.
Κωνσταντίνα Ντουντούμη & infokids.gr-Αθανάσιος Τσιαμπαλής, Καρδιολόγος