Η “κατάρα” της οικίας Μιαούλη στον Πειραιά που χτίστηκε μπροστά από τον Άγιο Σπυρίδωνα. Ο ναύαρχος του ’21 πέθανε πριν ολοκληρωθεί και όποιος κατοίκησε εκεί είχε άδοξο τέλος…του Στέφανου Μίλεση, συγγραφέα – ιστορικού, Πηγή: Πειραιόραμα Όταν, το 1833, ειδική διάταξη νόμου προέβλεπε την διάλυση μονών που είχαν λίγους μοναχούς, συμπεριελήφθη και η κατεστραμμένη από τους βομβαρδισμούς της επανάστασης, μονή του Αγίου Σπυρίδωνα.
Οι εκτάσεις που κατείχε περιήλθαν στο κράτος και πολλές διανεμήθηκαν στους αγωνιστές της επανάστασης. Tο 1835 συστάθηκε η πόλη του Πειραιά και η ελληνική πολιτεία τίμησε με παραχώρηση γης τον ένδοξο ναύαρχο της επανάστασης Ανδρέα Μιαούλη ο οποίος, ως κυβερνήτης του «ΕΛΛΑΣ», βομβάρδισε το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα….
Αυτή η μοίρα λοιπόν, τον έφερε να αποκτά γη, ακριβώς στο σημείο που είχε κάποτε βομβαρδίσει ο ίδιος. Λέγεται πως ο ένδοξος ναύαρχος, προκειμένου να αναγείρει οικία όπως ακριβώς την ήθελε, εκποίησε τα υπάρχοντά του στην Ύδρα. Ο Μιαούλης επιθυμούσε να εγκατασταθεί στον Πειραιά καθώς λόγω του βαθμού και της θέσης του, ήθελε να βρίσκεται κοντά στο κέντρο λήψης αποφάσεων, στην Αθήνα.
Συγχρόνως ήθελε να έχει κοντά τους συμπατριώτες του Υδραίους, οι οποίοι την περίοδο εκείνη είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται στον Πειραιά και μάλιστα 500 εξ αυτών είχαν ήδη δημιουργήσει την λεγομένη «υδραίικη συνοικία». Ο Μιαούλης είχε συνδεθεί με τον Πειραιά, με τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωσή του. Γι’ αυτό, μετά το τέλος του αγώνα, όλη η παραλιακή οδός μπροστά από την εκκλησία, πλέον του Αγίου Σπυρίδωνα, έφερε και φέρει έως σήμερα το όνομά του.
Είναι η γνωστή σε όλους ως «Ακτή Μιαούλη». Τον συγκεκριμένο χώρο τον επέλεξε ο ναύαρχος καθώς ήταν ο μόνος που δεν είχε κοντά του έλη. Λέγεται πως οι άλλες εκτάσεις που του πρότειναν χρειάζονταν να αποξηρανθούν από τα στάσιμα νερά που είχαν δημιουργηθεί….
Υδραίοι συμπολίτες του, αλλά και πολλοί άλλοι, προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη ξεκινήσει τις εργασίες. Ο λόγος ήταν ότι δεν θεωρείτο σωστό να υψώσει κτίριο μπροστά από την εκκλησία. Θερμότερος σε επιμονή και ζήλο μεταξύ εκείνων που ήθελαν να αποτρέψουν τον Μιαούλη ήταν ο ίδιος ο εργολάβος. Αλλά και συμπολεμιστές και πρώην καπεταναίοι σύντροφοι του Μιαούλη τον απέτρεπαν διαρκώς, παρακινώντας τον να ανταλλάξει τη θέση με μια άλλη εντός των ορίων της Χιώτικης Συνοικίας….
Ο Μιαούλης όμως δεν ήθελε καν να ακούσει μια τέτοια πρόταση. Επέμενε στην επιλογή του και πίεζε διαρκώς τον εργολάβο. Και ενώ η κατασκευή βρισκόταν μόλις στα θεμέλια, ο εργολάβος παραιτήθηκε. Είπε ότι είδε στον ύπνο του έναν καλόγερο με τη μορφή του Αγίου Σπυρίδωνα, που του έλεγε: «Εσύ θέλεις να κλείσεις το δικό μου σπίτι, αλλά δεν θα προλάβεις γιατί θα πεθάνεις».
Ακόμη και ο ίδιος ο Μιαούλης είχε προβληματιστεί με αυτό, έτσι ώστε για μια στιγμή οι φίλοι του πίστεψαν πως θα άλλαζε απόφαση. Φαίνεται πως το όνειρο του πρώτου εργολάβου τον είχε επηρεάσει, καθώς ο ναύαρχος έφτασε κάποια στιγμή να λέει στον υπασπιστή του: «Καλά, βρε αδελφέ, θα μου πει κάποια στιγμή ο Θεός. Τόση γη είχε ο Πειραιάς να φτιάξεις την οικία σου, την δική μου ήρθες να πάρεις»; Το μέγαρο, στο μεταξύ, την κατασκευή του οποίου είχε αναλάβει άλλος εργολάβος, έφτανε στο τέλος του. Ο Μιαούλης είχε αποφασίσει να το διακοσμήσει τοποθετώντας στην κορυφή του, με συμμετρική διάταξη, τις τούρκικες οβίδες που είχε ως λάφυρο από τη ναυμαχία του Κάβο Γέροντα. Και οι τούρκικες βόμβες λέγεται πως τοποθετήθηκαν σύμφωνα με τη θέληση του Μιαούλη αλλά εκείνος δεν πρόλαβε να τις δει από κοντά καθώς άφησε τη τελευταία του πνοή στις 11 Ιουνίου 1835. Η ανέγερση του σπιτιού ολοκληρώθηκε μετά το θάνατο του Λέγεται πως οι τουρκικές οβίδες παρέμεναν για αρκετό διάστημα ως διακοσμητικά του κτιρίου, μέχρι που μια πυρκαγιά τις έριξε στο οδόστρωμα όπου διάφοροι διερχόμενοι τις πήραν ως ενθύμιο. Το μέγαρο έκλεινε την όψη της εκκλησίας του πολιούχου Αγίου του Πειραιά, ειδικά από θαλάσσης. Παρά το γεγονός ότι όλοι συμφωνούσαν πως η παραχώρηση γης, σε αυτό το σημείο, στον Μιαούλη ήταν λάθος, ουδέποτε επιχειρήθηκε από τους τότε δημάρχους Πειραιά, να απαλλοτριωθεί η έκταση αυτή, όταν η αξία της γης ήταν ασήμαντη ακόμα, καθώς ο Πειραιάς ήταν μια κωμόπολη λίγων κατοίκων.
Αυτός ο δισταγμός των δημάρχων κόστισε στον Άγιο Σπυρίδωνα, αφού η έλλειψη έκτασης στην συνέχεια, στάθηκε εμπόδιο η εκκλησία να μην ακολουθήσει το αρχικό σχέδιο κατασκευής και να γίνει μικρότερη. Η «κατάρα» Στο μεταξύ η ιδιοκτησία της οικίας είχε αλλάξει πολλές φορές χέρια, φέρνοντας κάθε φορά κακή τύχη σε όποιον έμενε εκεί ή την αξιοποιούσε επαγγελματικά, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί από τους Πειραιώτες ως σημάδι «του Αγίου Σπυρίδωνα». Για άλλους ήταν απλά γρουσουζιά ή ατυχία. Μετά τον Μιαούλη, το σπίτι περιήλθε στην ιδιοκτησία του Ανέστη Χατζόπουλου, παππού του Χατζηανέστη, του μοιραίου στρατηγού της Μικράς Ασίας. Ο Χατζόπουλος ήταν εύπορος και διακόσμησε το σπίτι του με πολύτιμα έπιπλα και σπάνιες συλλογές. Όταν οι Γάλλοι εισέβαλαν στον Πειραιά το 1854, ο γάλλος ναύαρχος Τινάν το επέλεξε για κατοικία. Εκεί εγκαταστάθηκε και το ναυαρχείο των Γάλλων. Οι αξιωματικοί που καθημερινά έμπαιναν στο σπίτι, δεν το σεβάστηκαν, με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι πολύτιμες συλλογές και τα έπιπλα…
Μετά την περίοδο Χατζοπούλου το οίκημα καταστράφηκε ολοκληρωτικά από πυρκαγιά. Όταν κτίστηκε εκ νέου δεν επρόκειτο για το αρχικό μέγαρο του Μιαούλη, που διέθετε αρχιτεκτονική αξία, αλλά για κάτι υποδεέστερο που δεν άξιζε να βρίσκεται στην παραλιακή ζώνη του Πειραιά. Αλλά και η Παλαιά Ατμοπλοΐα Σύρου, όταν μετέφερε την έδρα της στον Πειραιά και εγκατέστησε τα γραφεία της στο ισόγειο του κτιρίου, έπειτα από λίγο καιρό πτώχευσε.
Στη συνέχεια, ιδιοκτήτης του οικήματος έγινε ο στρατηγός Χατζηανέστης όταν δήμαρχος Πειραιώς ήταν ο Δημοσθένης Ομηρίδης Σκυλίτσης. Τότε έγινε η πρώτη σημαντική προσπάθεια να απαλλοτριωθεί το οίκημα, αν και οι αξιώσεις του Χατζηανέστη ήταν υπερβολικές. Η «κατάρα» του σπιτιού συνεχίστηκε αφού ο στρατηγός Χατζηανέστης, θεωρήθηκε ως ένας από τους έξι υπαίτιους της καταστροφής του 1922 και εκτελέστηκε στο Γουδί. Τον Δεκέμβριο του 1937, ο τότε δήμαρχος Πειραιά Στρατήγης σε συνεργασία με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο, δημιουργούν μεγάλη ερανική επιτροπή στην οποία μετείχαν όλα τα «μεγάλα» ονόματα του Πειραιά με σκοπό την κυκλοφορία Παμπειραϊκού λαχνού. Στόχος ήταν η συγκέντρωση χρημάτων για την απαλλοτρίωση της έκτασης. Αν και συγκεντρώθηκε σεβαστό, για την εποχή, ποσό ξέσπασε ο πόλεμος και η απαλλοτρίωση ουδέποτε έγινε. Τελευταίος ιδιοκτήτης του οικήματος ήταν ο Ν. Πειρουνάκης (υπουργός στην διάρκεια της Κατοχής) που επίσης βρήκε βίαιο θάνατο.
Το οίκημα κατεδαφίστηκε τελικά το 1969 από τον τότε δήμαρχο Αριστείδη Σκυλίτση και ο Άγιος Σπυρίδωνας απέκτησε την πολυπόθητη θέα προς την θάλασσα.
Πηγή: Πειραιόραμα του Στέφανου Μίλεση