Το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα προκαλείται από ερεθισμό ή συμπίεση του μέσου νεύρου στον καρπό. Η συχνότητά του υπολογίζεται σε 1.3 με 4.9 %
αλλά πιθανόν να είναι υψηλότερη. Συνήθως εμφανίζεται στις ηλικίες 45-65 και είναι συχνότερο στις γυναίκες (3-4:1). Εμφανίζεται ταυτόχρονα και στα δύο χέρια σε ποσοστό 50%, αλλά συνήθως είναι βαρύτερη στο επικρατητικό χέρι.
Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την αιτιολογία, αποδίδεται σε τραύμα σχετιζόμενο με την εργασία: συνεχόμενες και επαναλαμβανόμενες κινήσεις του χεριού και του καρπού , συνεχής χρήση εργαλείων ή άλλων αντικειμένων που απαιτούν ισχυρή συγκράτηση, ακραίες θέσεις του χεριού/καρπού, απευθείας πίεση στην περιοχή του καρπού, χρήση εργαλείων που προκαλούν δονήσεις (πχ κομπρεσέρ) και τοπικό τραύμα. Συστηματικές παθήσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός, η ακρομεγαλία, η ρευματοειδής και η ουρική αρθρίτιδα, το πολλαπλό μυέλωμα, η αμυλοείδωση και η παχυσαρκία, επίσης σχετίζονται με τη νόσο. Τέλος, αυξημένη συχνότητα παρατηρείται και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Παρουσιάζεται με μια ποικιλία κλινικών συμπτωμάτων:
-Παραισθησίες – Μυρμήγκιασμα και αίσθημα τρυπήματος από καρφίτσες και βελόνες στον αντίχειρα, δείκτη, μέσο δάκτυλο και το μισό παράμεσο, συχνά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Είναι αρκετά συχνό φαινόμενο, ο ασθενής να αφυπνίζεται λόγω μιας επίπονης δυσαισθησίας και να αναζητά ανακούφιση κουνώντας το χέρι του, κάνοντας μαλάξεις ή ρίχνοντας κρύο ή ζεστό νερό.
-Μειωμένη αισθητικότητα και μούδιασμα των δακτύλων που προαναφέρθηκαν , που μπορεί να είναι μόνιμα σε προχωρημένο ΣΚΣ.
-Πόνος στο χέρι, την παλάμη και ορισμένες φορές στον πήχη ή ακόμη και στο βραχίονα ή/και τον ώμο.
-Αδεξιότητα των χεριών και πτώση αντικειμένων, λόγω αδυναμίας.
-Αδυναμία σύλληψης αντικειμένων και εκτέλεσης πράξεων λεπτής κινητικότητας (π.χ: κούμπωμα-ξεκούμπωμα πουκαμίσου, γραφή).
-Ατροφία των μυών της παλάμης γύρω από τον αντίχειρα.
Η διάγνωση γίνεται κλινικά, μέσω της λήψης ενός καλού ιστορικού, πλήρους κλινικής εξέτασης και τη χρήση ειδικών δοκιμασιών (Tinel και Phalen), που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στη διάγνωση του συνδρόμου. Η τελική επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται με τον ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο, δηλαδή το ηλεκτρομυογράφημα και τον έλεγχο αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική εξέταση, που δίνει σαφή διάγνωση στο 95 % των περιπτώσεων συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα. Επίσης, αποσαφηνίζει αν η παθολογία προέρχεται μόνο από τον καρπό ή αν συνυπάρχει πίεση νεύρων και στον αυχένα, που μπορεί να δίνει παρεμφερή εικόνα συμπτωμάτων (double–crush syndrome). Τέλος, πρέπει να αποκλειστεί η ύπαρξη συστηματικών καταστάσεων που σχετίζονται με το σύνδρομο και αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Θεραπεία
Συντηρητική:
- Ανάπαυση του πάσχοντος χεριού και τροποποίηση πιθανών επιβαρυντικών παραγόντων εργασίας.
- Νάρθηκας καρπού, κυρίως για νυχτερινή χρήση. Βελτιώνει τα συμπτώματα σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80 % των ασθενών, αλλά τις περισσότερες φορές τα συμπτώματα επανέρχονται.
- Εξειδικευμένη φυσικοθεραπεία (κινητοποίηση οστών καρπού, υπέρηχοι) και ασκήσεις τύπου yoga.
- Θεραπεία συνυπαρχουσών παθήσεων (πχ υποθυρεοειδισμός, διαβήτης).
- Τοπικές ενώσεις στεροειδών. Βελτιώνουν τα συμπτώματα σε ποσοστό μεγαλύτερο του 75%, αλλά το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο μετά τον ένα μήνα. Εκτός από το θεραπευτικό ρόλο, σημαντική είναι η σημασία της ένεσης σε περίπτωση αμφίβολης διάγνωσης (αν υπάρξει βελτίωση των συμπτωμάτων μετά την ένεση, σημαίνει ότι η διάγνωση του συνδρόμου είναι βέβαιη).
- Δεν έχουν αποδειχτεί αποτελεσματικά τα εξής φαρμακευτικά σκευάσματα: μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, διουρητικά και βιταμίνη Β6.
Η συντηρητική αγωγή ενδείκνυται σε περιπτώσεις:
-Ήπιου συνδρόμου.
-Αμφίβολης διάγνωσης (ενδείκνυται διαγνωστική ένεση στεροειδούς ή σε ακραίες περιπτώσεις MRI καρπού).
-Υποθυρεοειδισμός (διόρθωση ορμονικής λειτουργίας και επανεκτίμηση).
-Εγκυμοσύνη (συνήθως βελτιώνεται μετά τον τοκετό).
Χειρουργική:
Η χειρουργική θεραπεία συνίσταται σε διατομή του εγκάρσιου συνδέσμου του καρπού , ο οποίος πιέζει το μέσο νεύρο και προκαλεί όλη τη συμπτωματολογία. Πρόκειται για ένα πολύ αποτελεσματικό χειρουργείο, με τοπική αναισθησία και νοσηλεία ορισμένων ωρών. Ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στις δραστηριότητές του ταχύτατα, σε 7-14 μέρες. Η βελτίωση είναι μακράς διάρκειας (συνήθως μόνιμη), αξιόπιστη και ουσιαστικά με σχεδόν μηδενικές επιπλοκές, όταν πραγματοποιηθεί από έμπειρους νευροχειρουργούς ή ορθοπεδικούς.
Απόλυτες ενδείξεις για χειρουργική αντιμετώπιση είναι :
- Αποτυχία της συντηρητικής αγωγής.
- Βαριά συμπτωματολογία του ασθενούς
- Διάρκεια συμπτωμάτων μεγαλύτερη του έτους (ή έξι μηνών κατά άλλους).
- Ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, ρευματοειδή αρθρίτιδα, ηλικιωμένοι και με συνυπάρχουσα αυχενική σπονδύλωση, πρέπει να αντιμετωπιστούν νωρίτερα χειρουργικά, γιατί πιθανή καθυστέρηση μπορεί να επιβαρύνει την πρόγνωση.
Νευροχειρουργός – Χειρουργός Σπονδυλικής Στήλης, Γεώργιος Σταματόπουλος
gstamato13@doctors.net.uk