Tuesday, 19 November, 2024

Μάθετε να αξιολογείτε τη γενική αίματος

Η γενική εξέταση αίματος είναι πολύ χρήσιμη εξέταση όταν αξιολογείται σωστά
Γενική Εξέταση Αίματος (Full Blood Count – FBC)
Η γενική αίματος είναι η πιο σημαντική εξέταση αίματος και τα ευρήματά της δίνουν πολύτιμες διαγνωστικές πληροφορίες για την κατάσταση και την εικόνα της υγείας του ανθρώπινου οργανισμού.
Η Γενική Εξέταση Αίματος είναι μία από τις συχνότερα ζητούμενες και διενεργούμενες εργαστηριακές εξετάσεις αίματος.
Σε αυτήν μελετούνται τόσο ποσοτικά όσο και μορφολογικά όλα τα έμμορφα συστατικά (κύτταρα) του αίματος, τα οποία αιωρούνται μέσα σε υγρό περιβάλλον που ονομάζεται πλάσμα. Τα στοιχεία αυτά παράγονται και ωριμάζουν αρχικά στον μυελό των οστών και στη συνέχεια υπό φυσιολογικές συνθήκες απελευθερώνονται στο αίμα ανάλογα με τις ανάγκες.
Η ποσοτική μελέτη αφορά τον ολικό αριθμό ή την εκατοστιαία αναλογία των αιμοσφαιρίων, δηλαδή των κυττάρων του αίματος (Ερυθρών, Λευκών, Αιμοπεταλίων).
Η μορφολογική μελέτη δείχνει μεταβολές ή αλλοιώσεις αναφορικά με το μέγεθος, το σχήμα, το είδος καθώς και άλλων φυσικών χαρακτηριστικών των αιμοσφαιρίων.
Στη Γενική Εξέταση Αίματος προσδιορίζονται η Αιμοσφαιρίνη, ο Αιματοκρίτης, ο αριθμός των Ερυθροκυττάρων, των Λευκοκυττάρων (με τον Λευκοκυτταρικό τους τύπο), των Αιμοπεταλίων καθώς, επίσης, και σειρά άλλων αιματολογικών παραμέτρων με ιδιαίτερη σημασία ο καθένας τους.
Ο προσδιορισμός όλων αυτών των αιματολογικών παραμέτρων είναι πάρα πολύ σημαντικός και χρήσιμος για τη διάγνωση πολλών νοσημάτων
Μικροβιακές και ιογενείς λοιμώξεις
Αιμοσφαιρινοπάθειες και αναιμίες (κληρονομικές, αιμολυτικές, σιδηροπενικές)
Αιμορραγίες
Θρομβώσεις
Λευχαιμίες
Παρακολούθηση της πορείας πολλών παθήσεων και νοσημάτων
Αποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης θεραπείας
Η διαταραχή οποιουδήποτε τμήματος του ανθρώπινου οργανισμού μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στη σύσταση του αίματος.
Τα διάφορα συστατικά που αποτελούν το αίμα αντικατοπτρίζουν τις περισσότερες από τις λειτουργίες του οργανισμού. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες τα συστατικά αυτά βρίσκονται σε σταθερά και φυσιολογικά επίπεδα. Οι όποιες αλλαγές όμως στη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού, συχνά συνοδεύονται και από αλλαγές τόσο στα ποσοτικά όσο και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των συστατικών του αίματος, επιτρέποντας έτσι τη συγκέντρωση χρήσιμων στοιχείων απαραίτητων για τη σωστή και έγκαιρη διάγνωση.
Ορισμένες ασθένειες όπως ο καρκίνος (και η αντιμετώπισή του με χημειοθεραπεία), μεταβάλλουν την παραγωγή κυττάρων από το μυελό των οστών και είτε αυξάνουν την παραγωγή της μιας κατηγορίας σε βάρος των υπολοίπων είτε ελαττώνουν τη συνολική παραγωγή.
Κάποια φαρμακευτικά σκευάσματα μειώνουν των αριθμό των WBC, ενώ ακόμη και έλλειψη σε βιταμίνες ή ιχνοστοιχεία μπορεί να προκαλέσει αναιμία.
Η εξέταση της γενικής αίματος απαιτείται να γίνεται σε τακτική βάση για να παρακολουθούνται αυτές οι καταστάσεις και οι θεραπείες.
Γενική εξέταση αίματος
WBC-(White Blood Cells)-Λευκά αιμοσφαίρια-4.0-10.8 x 10^9/L
Κύτταρα απαραίτητα για την άμυνα και την επιβίωση του οργανισμού. Καταπολεμούν τις λοιμώξεις και προστατεύουν τον οργανισμό από κάθε βλαβερή ουσία. Σημαντική εξέταση για την ύπαρξη και τη βαρύτητα μιας νοσηρής κατάστασης στον οργανισμό.
Ο αριθμός τους αυξάνεται στις λοιμώξεις, τις αλλεργίες, σε ξένα σώματα, τη φλεγμονή, τον καρκίνο, τη λευχαιμία.
Ελαττώνεται με κάποια φαρμακευτικά σκευάσματα (όπως το methotrexate), σε αυτοάνοσες καταστάσεις, σε κάποιες σοβαρές λοιμώξεις, στην αδρανοποίηση του μυελού των οστών και σε συγγενή δυσπλασία του μυελού (ο μυελός δεν αναπτύσσεται φυσιολογικά), σε ακτινοθεραπεία και σε χημειοθεραπεία, σε σοβαρές μολύνσεις και σε ουσίες που προκαλούν καταστροφή των κυττάρων (ναρκωτικά, βαρέα μέταλλα και δηλητήρια), σε παθήσεις του ανοσοποιητικού συστήματος και σε αυτοάνοσες νόσους, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος.
Differential count-Λευκοκυτταρικός τύπος (Διαφορική μέτρηση) %
Τα λευκά αιμοσφαίρια διακρίνονται σε 3 κύριους τύπους. Πολυμορφοπύρηνα (Ουδετερόφιλα, Ηωσινόφιλα, Bασεόφιλα), Λεμφοκύτταρα και Μονοκύτταρα. Κάθε τύπος παίζει τον δικό του ρόλο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
-% Neutrophils-Ουδετερόφιλα (%) 40-75
Παρέχουν προστασία στον οργανισμό έναντι βακτηριακών λοιμώξεων. Μεταναστεύουν στην περιοχή του τραυματισμού ή της μόλυνσης και καταπολεμούν τη μόλυνση με φαγοκυττάρωση.
Αυξάνονται σε βακτηριακές και άλλες μολύνσεις, σε βλάβη των ιστών, σε φλεγμονή και διαταραές που προκαλούν υπερπαραγωγή αιμοκυττάρων στον μυελό των οστών, όπως ο καρκίνος.
Αύξηση παρατηρείται σε οξείες λοιμώξεις και φλεγμονές.
Ελαττώνονται με φαρμακολογική αγωγή και σε αυτοάνοσα νοσήματα.
-% Lymphocytes-Λεμφοκύτταρα (%) 20-45
Θεωρούνται τα βασικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, κυρίως, ενάντια στις ιογενείς λοιμώξεις. Είναι τα λευκά αιμοσφαίρια που αναγνωρίζουν ξένες ουσίες, βακτήρια και ιούς στο σώμα και παράγουν αντισώματα για να τα καταπολεμήσουν. Τα λεμφοκύτταρα παράγονται στον μυελό των οστών και διακρίνονται σε Τ και Β.
Πολλές ασθένειες και φαρμακευτικές ουσίες μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν τον αριθμό των λεμφοκυττάρων.
Αυξημένα λεμφοκύτταρα (λεμφοκυττάρωση) έχουμε σε οξείες ή χρόνιες ιογενείς λοιμώξεις (ιογενή νοσήματα, ιλαρά, ανεμοβλογιά, ηπατίτιδα, βρουκέλλωση, σύφιλη, λοιμώδη μονοπυρήνωση κλπ.) και σε λεμφοκυτταρικές λευχαιμίες και λεμφώματα.
Ελαττώνονται (λεμφοπενία) σε κληρονομικές ανοσολογικές διαταραχές, στη φυματίωση, στο AIDS, στη νόσο Hodgkin, απλαστική αναιμία και μετά από χορήγηση κορτιζόνης, ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων και χημειοθεραπείας
-% Monocytes-Μονοκύτταρα (%) 2-10
Αντιμετωπίζουν βαριές λοιμώξεις με φαγοκυττάρωση. Αυξάνονται κατά τη διάρκεια χρόνιων λοιμώξεων (τύφος, φυματίωση), σε αυτοάνοσα νοσήματα, στη μυελομονοκυτταρική λευχαιμία και σε άλλες κακοήθειες (Hodgkin).
Τα μονοκύτταρα είναι το είδος των λευκών αιμοσφαιρίων που εμπλέκονται στην ανοσοαντίδραση σε ξένες ουσίες.
Τα μονοκύτταρα αυξάνονται σε χρόνιες μολύνσεις, σε φλεγμονώδη πάθηση του εντέρου, στη λευχαιμία και σε ορισμένους καρκίνους.
Ο αριθμός μπορεί να είναι μειωμένος σε ανθρώπους που πάσχουν από αναιμία ή παίρνουν κορτικοστερεοειδή.
Τα μονοκύτταρα βοηθούν στην απομάκρυνση των νεκρωτικών ιστών.
-% Eosinophils-Ηωσινόφιλα (%) 1-6
Αντιμετωπίζουν αλλεργικές καταστάσεις και παρασιτώσεις.
Αυξάνονται σε αλλεργίες (πυρετός εκ χόρτου και άσθμα), παρασιτώσεις, διάφορες δερματοπάθειες, όπως έκζεμα, σε ορισμένα κακοήθη νοσήματα, όπως η λευχαιμία και σε αυτοάνοσα νοσήματα, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Χαμηλές συγκεντρώσεις ηωσινόφιλων μπορεί να εμφανισθούν σε όσους παίρνουν κορτικοστερεοειδή, σε μολύνσεις που παράγουν πύον ή σε τοξικότητα από το αλκοόλ.
Τα ηωσινόφιλα δεν αντιδρούν σε μολύνσεις από βακτήρια ή ιούς.
-% Basophils-Βασεόφιλα (%) 0-1
Αντιμετωπίζουν αλλεργικές καταστάσεις και παρασιτώσεις.
Αύξηση των βασεόφιλων παρατηρείται στη χρόνια μυελοκυτταρική λευχαιμία, σε μυξοίδημα, σε αλλοιώσεις της λειτουργίας του μυελού των οστών, όπως η λευχαιμία και η νόσος Hodgkin, σε αλλεργικές καταστάσεις και παρασιτώσεις.
Μείωση των βασεόφιλων παρατηρείται όταν χορηγούνται κορτικοστερεοειδή φάρμακα, σε αλλεργικές αντιδράσεις και σε οξείες μολύνσεις.
RBC-(Red Blood Cells)-Ερυθρά αιμοσφαίρια-Άνδρες: 4.50-6.50 x 10^12/L, Γυναίκες: 3.80-5.80 x 10^12/L
Παράγονται στον μυελό των οστών και έχουν μέσο όρο ζωής 120 μέρες. Μεταφέρουν, μέσω της αιμοσφαιρίνης που περιέχουν, οξυγόνο από τους πνεύμονες στους ιστούς. Καθοριστική μέτρηση για παρουσία αναιμίας ή πολυκυτταραιμίας.
Ελαττώνονται στην αναιμία.
Αυξάνονται όταν συμβαίνει υπερπαραγωγή τους και όταν υπάρχει απώλεια υγρών λόγω διάρροιας, αφυδάτωσης, εγκαυμάτων.
Hgb-(Hemoglobin)-Αιμοσφαιρίνη, Άνδρες: 13.5-17.5 g/dl, Γυναίκες: 12.0-16.0 g/dl
Είναι μια πρωτεϊνη που περιέχει σίδηρο και παρέχει στα ερυθρά αιμοσφαίρια την ικανότητα να μεταφέρουν οξυγόνο από τους πνεύμονες στους ιστούς του σώματος.
Συμβαδίζει με τα αποτελέσματα των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Κύριο συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Δεσμεύει και μεταφέρει οξυγόνο από πνεύμονες στους ιστούς. Συμβάλλει στη μεταφορά διοξειδίου του άνθρακα από τους ιστούς στους πνεύμονες και στη ρύθμιση της οξεοβασικής ισορροπίας του αίματος.
Καθοριστική μέτρηση για αξιολόγηση διαφόρων μορφών αναιμίας.
Hct-(Hematocrit)-Αιματοκρίτης, Άνδρες:: 41-53 %, Γυναίκες: 36-46 %
Συμβαδίζει με τα αποτελέσματα των των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Καθορίζει την εκατοστιαία αναλογία του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον συνολικό όγκο του αίματος.
Χρήσιμος δείκτης για παρουσία αναιμίας, απώλειας αίματος και αφυδάτωσης.
Ένας χαμηλός αιματοκρίτης είναι ένδειξη αναιμίας, απώλειας αίματος, μυελικής ανεπάρκειας, καταστροφής των ερυθρών αιμοσφαιρίων, υποσιτισμού και ανεπάρκειας σε θρεπτικές ουσίες.
Ένας υψηλός αιματοκρίτης σημαίνει αφυδάτωση και μερικές άλλες παθήσεις.
MCV-(Mean Cell Volume)-Μέσος όγκος ερυθρών 78-98 fl
Σημαντικός δείκτης του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων και ταξινόμησης αναιμιών.
Αυξάνεται στην αφυδάτωση, στις μεγαλοβλαστικές αναιμίες, όταν υπάρχει έλλειψη Β12 και φυλλικού οξέως και στα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα.
Ελαττώνεται στις σιδηροπενικές αναιμίες, στις θαλασσαιμίες και σε αναιμίες λόγω χρόνιων παθήσεων.
To MCV ανιχνεύει με ακρίβεια κάθε γενική αύξηση ή μείωση του όγκου του ερυθρού αιμοσφαιρίου. Ο γιατρός πρέπει να διαγνώσει εάν η διαταραχή στο MCV, αντανακλά μία παροδική διαταραχή που προκαλείται από απλά παθολογικά προβλήματα (π.χ. κοινή ίωση), εάν πρόκειται για παραμόρφωση ερυθρών από παράγοντες στο αίμα που προκαλούν αλλοιώσεις κατά την εξέταση (π.χ. ωσμωτική διόγκωση λόγω αυξημένου σακχάρου), ή εάν υπάρχει μόνιμη διαταραχή σε κάποιο επίπεδο της φυσιολογικής ερυθροποίησης (π.χ. λόγω κακής απορρόφησης βιταμινών Β).
Στα αίτια του υψηλού MCV περιλαμβάνονται οι ηπατικές παθήσεις, η κατάχρηση αλκοόλ, ο υποθυρεοειδισμός, η μυελική απλασία, η ανεπάρκεια σε βιταμίνη Β12 ή φυλλικό οξύ και η μυελοσκλήρυνση.
Ένας χαμηλός MCV μπορεί να οφείλεται σε δηλητηρίαση από μόλυβδο, σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, σε αιμοσφαιρινοπάθεια και σε ορισμένες αναιμίες.
MCH-(Mean Cell Haemoglobin)-Μέση περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης 26-34 pg
Δείκτης της περιεκτικότητας αιμοσφαιρίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Σημαντικός δείκτης για τη ταξινόμηση αναιμιών. Εκφράζει τη μέση περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης που περιέχεται σε κάθε ερυθρό αιμοσφαίριο και μεταφέρει οξυγόνο. Αυξάνεται και ελαττώνεται στις ίδιες καταστάσεις όπως το MCVΗ μέση αιμοσφαιρίνη του ερυθρού, αποτελεί το μέσο όρο της αιμοσφαιρίνης του ερυθρού. Είναι εξαιρετικός δείκτης της ποσότητας της αιμοσφαιρίνης, που περιέχεται στο ερυθρό αιμοσφαίριο.
Τα άτομα με έλλειψη σιδήρου και θαλασσαιμία έχουν ελάττωση MCH, λόγω αδυναμίας σύνθεσης φυσιολογικής ποσότητας αιμοσφαιρίνης.
MCHC-(Mean Cell Haemoglobin Concentration)-Μέση συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης 31.5-37.5 g/dl
Ο δείκτης αυτός είναι πολύτιμος στην περίπτωση της κληρονομικής σφαιροκυττάρωσης.
Δείκτης της μέσης πυκνότητας αιμοσφαιρίνης στο μέσο ερυθρό αιμοσφαίριο.
Ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης για τη ταξινόμηση αναιμιών.
Είναι ένας υπολογισμός του επιπέδου αιμοσφαιρίνης που δεσμεύει σίδηρο και μεταφέρει οξυγόνο σε έναν δεδομένο αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Αυξάνεται στην αφυδάτωση και οριακά ανάλογα με τη ποσότητα Hgb που θα γεμίσει ένα RBC και στην κληρονομική σφαιροκυττάρωση.
Ελαττώνεται στην υπερυδάτωση, στις σιδηροπενικές αναιμίες και στις θαλασσαιμίες και μπορεί να ελαττωθεί, όταν ελαττώνεται το MCV.
RDW-CV (Red Distribution Width-Coefficient Variation)-Κατανομή μεγέθους ερυθρών αιμοσφαιρίων (με συντελεστή μεταβλητότητας) 11-15 %
Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιματολογικών διαταραχών. Αποτελεί δείκτη μεταβολής στο μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ανιχνεύει ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων οι οποίες σχετίζονται με ανισοκυττάρωση. Παρουσιάζει την κατανομή των όγκων των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Αποτελεί δείκτη της ανισοκυττάρωσης, των διακυμάνσεων δηλαδή του μεγέθους των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Η τιμή του RDW, έχει σημαντικό ρόλο στην διαγνωστική προσπέλαση και εκτίμηση της αναιμίας.
Αυξημένο RDW υποδηλώνει ένα μικτό πληθυσμό. Άωρα RBC τείνουν να είναι μεγαλύτερα.
RDW-SD (Red Distribution Width-Standard Deviation)-Κατανομή μεγέθους ερυθρών αιμοσφαιρίων (με σταθερή απόκλιση) 37-47 fl
Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιματολογικών διαταραχών. Αποτελεί δείκτη της απόκλισης στο μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ανιχνεύει ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων οι οποίες σχετίζονται με ανισοκυττάρωση. Παρουσιάζει την κατανομή των όγκων των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Αποτελεί δείκτη της ανισοκυττάρωσης, των διακυμάνσεων δηλαδή του μεγέθους των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Η τιμή του RDW, έχει σημαντικό ρόλο στην διαγνωστική προσπέλαση και εκτίμηση της αναιμίας.
Αυξημένο RDW υποδηλώνει ένα μικτό πληθυσμό. Άωρα RBC τείνουν να είναι μεγαλύτερα.
Platelets-Αιμοπετάλια 150-400 x 10^9/L
Τα αιμοπετάλια ή θρομβοκύτταρα είναι μικρά απύρηνα κύτταρα απαραίτητα στη λειτουργία της αιμόστασης, στον μηχανισμό της πήξης του αίματος, στον σχηματισμό θρόμβων και στη διαδικασία επούλωσης πληγών.
Ο αριθμός τους αυξάνεται ή ελαττώνεται σε καταστάσεις που επηρεάζουν την παραγωγή αιμοπεταλίων.
Ελαττώνεται όταν χρησιμοποιείται μεγάλος αριθμός όπως στην αιμορραγία, σε κληρονομικές διαταραχές (όπως στο Wiskott-Aldrich, Bernard-Soulier), στο συστηματικό ερυθροματώδη λύκο, την κακοήθη αναιμία, τον υπερσπληνισμό (ο σπλήνας αποσύρει από τη κυκλοφορία μεγάλο αριθμό αιμοπεταλίων), τη λευχαιμία και τη χημειοθεραπεία.
MPV-(Mean Platelet Volume)-Μέσος όγκος αιμοπεταλίων 8-12 fl
Ποικίλει ανάλογα με την παραγωγή των αιμοπεταλίων. Ο νέος πληθυσμός αιμοπεταλίων έχει μεγαλύτερο μέγεθος από τα γηρασμένα. Σημαντικός δείκτης του όγκου των αιμοπεταλίων και αξιολόγησης αιματολογικών και αιμορραγικών διαταραχών.
PDW (Platelet Distribution Width)-Εύρος κατανομής μεγέθους Αιμοπεταλίων 12-28 %
Δείκτης μεγέθους αιμοπεταλίων. Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιμορραγικών διαταραχών.
PCT (Plateletcrit)-Αιμοπεταλιοκρίτης 0.190-0.290 %
Δείκτης εκατοστιαίας αναλογίας αιμοπεταλίων ανά μονάδα όγκου αίματος. Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιμορραγικών διαταραχών
Retics (Reticulocytes)-Αριθμός Δικτυοερυθροκυττάρων 0.2-2.0 %
Είναι νεαρά, ανώριμα και απύρηνα ερυθρά αιμοσφαίρια που περιέχουν RNA. Είναι σημαντικά για τη διάκριση των αναιμιών που προκαλούνται από ανεπάρκεια του μυελού των οστών σε σχέση με άλλες μορφές αναιμίας
ESR (Erythrocytes Sedimentation Rate)-Τ.Κ.Ε. (Ταχύτητα Καθίζησης Ερυθρών αιμοσφαιρίων) Άνδρες: < 12 Γυναίκες: < 20
Είναι ο ρυθμός καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων σε 1 ώρα. Αυξημένη καθίζηση αποτελεί ένδειξη μιας συνεχιζόμενης νοσηρής κατάστασης που θα πρέπει να διερευνηθεί. Σε συνδυασμό με την μέτρηση της CRP αποτελεί μία αξιόπιστη και κλινικά χρήσιμη εξέταση για την διάγνωση, την πορεία εξέλιξης και παρακολούθησης της θεραπείας λοιμωδών, φλεγμονωδών και κακοηθών καταστάσεων.
Ελάττωση ΤΚΕ: Αληθής πολυκυτταραιμία, αύξηση σφαιρινών, καρδιακή ανεπάρκεια, αλλεργικές παθήσεις, δρεπανοκυτταρική αναιμία
Αύξηση ΤΚΕ: Φλεγμονές, λοιμώξεις, κυρίως, από βακτήρια, νεκρώσεις, shock, μετεγχειρητικά, αναιμία, λευχαιμία, δυσπρωτεϊναιμίες, παραπρωτεϊναιμίες, εγκυμοσύνη.
Πολύ υψηλή αύξηση: Πλασματοκύττωμα, νεφρική ανεπάρκεια, μεταστάσεις, ρευματικά νοσήματα, θυρεοειδίτιδα, σήψη.
Film-Μορφολογία αίματος
Διερευνάται μικροσκοπικά η μορφολογία των κυτταρικών συστατικών του αίματος αναφορικά με το σχήμα, το μέγεθος και το χρώμα.
Παρόλο που δεν απαιτείται κάποια ειδική δίαιτα, καλό είναι να αποφύγουμε το λιπαρό γεύμα πριν την εξέταση.
Στα βρέφη και τα παιδιά οι φυσιολογικές τιμές της γενικής αίματος μπορεί να διαφέρουν και για αυτό χρειάζεται προσοχή στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων.
www.emedi.gr

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου