Έπειτα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο – Δημοσία δαπάνη η κηδεία του από το δήμο Ζωγράφου
Από τη ζωή έφυγε το μεσημέρι της Παρασκευής, στις 14:25, ο αγαπημένος ηθοποιός Στάθης Ψάλτης.
Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) του νοσοκομείου «Άγιος Σάββας».
Η πάλη -αρχικά- με τον καρκίνο του πνεύμονα έγινε όμως άνιση όταν εντοπίστηκαν μεταστάσεις. Παρόλα αυτά το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του νοσοκομείου εξάντλησε κάθε «όπλο» που είχε στη θεραπευτική φαρέτρα του για να βοηθήσει τον ασθενή.
Η εξόδιος ακολουθία του Στάθη Ψάλτη, θα γίνει δημοσία δαπάνη από το δήμο Ζωγράφου, τη Δευτέρα 24 Απριλίου στις 15:00 από το κοιμητήριο Ζωγράφου. Ο ηθοποιός γεννήθηκε στο Βέλο Κορινθίας όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια μέχρι την ηλικία των 11 ετών όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Αιγάλεω. Έχασε τη μητέρα του όταν εκείνη ήταν ακόμη νέα. Όπως είχε πει σε συνέντευξη του στο Popaganda το 2016, από την στιγμή που εμφανίστηκε στη μήτρα της μητέρας του ήταν ηθοποιός. «Εγώ από τη στιγμή που εμφανίστηκα στη μήτρα της μητέρας μου, ήμουνα ένας μικρός, πολύ μικρός ηθοποιός. Μεγαλώνοντας στην κοιλιά της μητέρας μου 9 μήνες, την τυρρανούσα γιατί έκανα πάρα πολλές κινήσεις, κάθε τόσο πεταγόταν. Όταν με γέννησε έκλαιγα, γέλαγα, χαμογελούσα, λες και το έκανα επίτηδες. Μεγαλώνοντας, στα 6 χρόνια μου, ερχόταν ένας περιοδεύων κινηματογράφος στη γειτονιά κι εγώ πήγαινα, έβλεπα την ταινία κι όταν επέστρεφα σπίτι, έπαιρνα ένα τρίκυκλο ποδήλατο, το γύριζα ανάποδα, πέρναγα μια σερπαντίνα από την πρώτη ρόδα μέχρι τη δεύτερη, γύρνακα το πετάλ, έκανα ότι ήταν μηχανή κινηματογράφου, έτρεχα στον τοίχο απέναντι κι έκανα ό,τι είχα δει. Άρα δεν έγινα τυχαία ηθοποιός. Άρα δεν μου ήρθε ξαφνικά. Άρα το είχα από τη μήτρα της μητέρας μου», ήταν τα λόγια του.
«Βασικά Καλησπέρα σας»: Από τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες του Ψάλτη
Ξεκίνησε να δουλεύει σε πολύ μικρή ηλικία, ενώ στην εφηβεία του μπάρκαρε στα καράβια.
«Δεν είμαι μόνο εγώ που δούλεψα μικρός. Πάρα πολλά παιδιά σ’ αυτή τη ζωή, από 12-13 χρονών, ξεκινάνε να κάνουνε πάρα πολλές δουλειές. Έτσι, εγώ δεν ξεχωρίζω τον εαυτό μου, είμαι σαν όλα τα παιδιά που δούλεψαν από εκείνη την ηλικία. Δε νομίζω γενικά ότι διαφέρω από τα παιδιά της εποχής εκείνης. Έκανα πολλές δουλειές. Δεν έχει και τόση σημασία να τις ονοματίσω. Όταν έφτασα σε μια ηλικία που άρχισα να ωριμάζω κατά κάποιο τρόπο και ήθελα να κερδίσω τη ζωή από μόνος μου, έφυγα στα καράβια με την υπογραφή του πατέρα μου. Ταξίδεψα δυόμιση χρόνια, γνώρισα πολύ κόσμο, πολλούς χαρακτήρες, πέρασαν από δίπλα μου πολύ άσχημα πράγματα. Εκεί αντιμετώπισα και τη σκληρή και την αγνή πραγματικότητα. Εκεί διαμόρφωσα ένα – θέλω να πιστεύω – πάρα πολύ καλό χαρακτήρα…Για τους άλλους ήταν συγκλονιστικό που ένα παιδί σε αυτή την ηλικία ταξίδευε με τα καράβια. Για μένα ήταν μια δουλειά. Τίποτα άλλο. Θα μπορούσα να ταξίδευα και με αεροπλάνα, ως μηχανικός, αν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες….Αυτή η δουλειά δεν επηρέασε απλώς το χαρακτήρα μου, τον διαμόρφωσε. Αν και ήταν ήδη αρκετά διαμορφωμένος σε κάποιο βαθμό με πολλά καλά στοιχεία, λόγω της οικογένειάς μου. Στο μεγάλωμα του παιδιού η οικογένεια παίζει τον πιο σπουδαίο ρόλο, και μάλιστα στην ηλικία 6 με 12 ετών. Μεγάλη υπόθεση. Τότε παίρνεις την αγωγή, το ήθος, την αξιοπρέπεια, όλα αυτά τα στοιχεία που αξιοποιείς όταν μεγαλώνεις, ανεξάρτητα από το αν έχεις τύχη ή ατυχία στη ζωή σου», είχε πει στην ίδια συνέντευξη.
Σπούδασε στη Δραματική σχολή του Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Παντρεύτηκε την Τάρια Μπούρα και το 2006 παντρεύτηκε την ηθοποιό Χριστίνα Ψάλτη (γεν. 1973).
Έπαιξε σε πολλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και στο θέατρο. Έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής μαζί με την Καίτη Φίνου στη δεκαετία του 1980 με εμπορικές ταινίες όπως Καμικάζι αγάπη μου, Τροχονόμος Βαρβάρα, Τα καμάκια, Βασικά καλησπέρα σας, Και ο πρώτος ματάκιας, Τρελλός είμαι ό,τι θέλω κάνω, Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ, Μάντεψε τι κάνω τα βράδια. Έχει παίξει πολλούς ρόλους, κατά το πλείστον κωμικούς.
Το 1973 στην τηλεοπτική σειρά Οι έμποροι των εθνών τραγούδησε το «Ήτανε μια φορά» του Σταύρου Ξαρχάκου. Από τότε έχει τραγουδήσει αρκετά τραγούδια σε ταινίες του και σε επιθεωρήσεις.
Η χρυσή δεκαετία του ’80
Ο Στάθης Ψάλτης υπήρξε ένα είδωλο της δεκαετίας του ’80. Οι ταινίες του γνώριζαν τεράστια επιτυχία και οι ατάκες του έχουν γράψει ιστορία. Αλήθεια, ποιος μπορεί να ξεχάσεις τις ατάκες «Κούλα πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος» ή «Βασικά καλησπέρα σας» που χάρισαν το γέλιο σε γενιές και γενιές.
Οι ατάκες του Στάθη Ψάλτη τα τελευταία χρόνια έχουν κατακλύσει το YouTube συγκεντρώνοντας εκατομμύρια views.
Ο ίδιος έδινε σπάνια συνεντεύξεις και ακόμα σπανιότερα, αναφερόταν στις ταινίες της δεκαετίας του ΄80 που τον καθιέρωσε στο κοινό. «Η δεκαετία 83-93 ήταν η χρυσή εποχή του κινηματογράφου, όχι μόνο για μένα αλλά για πάρα πολλά νέα παιδιά. Όσοι επέλεγαν σωστές ταινίες, παρέμειναν και στο θέατρο. Όσοι ήθελαν να κάνουν κινηματογράφο για να κάνουν και δεν πρόσεχαν καθόλου τα σενάρια, δυστυχώς τώρα πια είναι μακριά από το θέατρο. Αν έχεις δει ταινίες δικές μου, υπάρχουν σε όλες μερικές σκηνές που έχουν μία διαχρονικότητα, όπως εκείνες στο ΙΚΑ ή στην εφορία, για παράδειγμα. Χαλαλούσα πάρα πολλές ώρες στο να διαβάζω το σενάριο και να προσπαθώ να φτιάχνω – με όσο τάλαντο συγγραφικό έχω, που δεν έχω και τίποτα σοβαρό – και να συμπληρώνω το σενάριο του κ. Μιχαηλίδη ή του κ. Δαλιανίδη. Και όλοι μαζί βγάζαμε αυτό το αποτέλεσμα. Η επιτυχία ποτέ δε με επηρέασε. Θεωρούσα και θεωρώ όλο αυτό μια τέχνη. Κάνω αυτό που κάνω. Παραμένω αυτός που είμαι. Δεν έχω αλλάξει πουθενά και σε τίποτα. Δεν έχω καμία ιδιαιτερότητα. Δεν έχω καμία διαφορά από τον οποιονδήποτε άλλο απλό άνθρωπο», είχε δηλώσει τον Οκτώβριο του 2016, στη Popaganda.
Μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στο Πρώτο Θέμα
Στο Thema People και στον Κώστα Μπουρούση έδωσε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του
ο Στάθης Ψάλτης. Αφορμή της συνέντευξης ήταν ο ρόλος του στον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» στο θέατρο Pantheon σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη. Ο Στάθης Ψάλτης είχε ενσαρκώσει την παραμάνα και σε κάθε παράσταση κέρδισε το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού.
Στάθης Ψάλτης: «Έχω απολαύσει τη ζωή με όλες τις αλήθειες και όλα τα ψέματα»
Μετρημένος και λακωνικός στον λόγο του, σχεδόν πράος στις κινήσεις του, κατά κάποιον περίεργο τρόπο στιβαρός, παρά τα εύκολα συμπεράσματα που γεννά η εμβληματικά skinny φιγούρα του. Το αλλοτινό ποπ είδωλο των 80s μπορεί να είναι πολλά. Σίγουρα δεν είναι αυτό που νομίζεις.
Ενενήντα λεπτά με τον Στάθη Ψάλτη -τα 20 on the record- είναι αρκετά για να σκουντήξεις λίγο παραπέρα τις κλισέ ατάκες που σου ’ρχονται παβλοφικά στο νου από τις περίφημες ταινίες του (βλ. «Κούλα, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος» κ.λπ.), μα κυρίως για να γεννηθεί μέσα σου μια βασανιστική απορία που μπορεί με σχετική επάρκεια να περιγράψει το δίλημμα: «Με τρολάρει; Δεν με τρολάρει;». Συνεπής στο ραντεβού του φτάνει στο θέατρο «Πάνθεον», όπου κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή μεταμορφώνεται σε Παραμάνα για την ποπ εκδοχή του έργου «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», πιασμένος χέρι-χέρι με την εντυπωσιακή σύζυγό του Χριστίνα. Εκείνη θα είναι άλλωστε σιωπηλός μάρτυρας, διακριτικός παρατηρητής της συζήτησης που θα κάνουμε λίγα λεπτά αργότερα στο καμαρίνι το οποίο ο Ψάλτης μοιράζεται με τον Δημήτρη Πιατά. Καθώς περνά το κατώφλι του θεάτρου τον πλησιάζω και συστήνομαι: «Γεια σας, κύριε Ψάλτη. Εχω έρθει για τη συνέντευξη». «Ποια συνέντευξη;» απορεί. Του εξηγώ. Θυμάται. «Βέβαια, έχω γράψει τις απαντήσεις. Ελάτε στο καμαρίνι μου», λέει. Ο Στάθης Ψάλτης είναι από τους καλλιτέχνες εκείνους που θέλουν να είναι «προπονημένοι» όταν μιλούν δημόσια, γι’ αυτό και έχει ζητήσει εκ των προτέρων τη λίστα με τις ερωτήσεις που θα ήθελα να του υποβάλω. Δεν είναι από σνομπισμό, έπαρση ή ανασφάλεια. Απλώς δεν θέλει να ερωτάται για τα ίδια και τα ίδια ξανά και ξανά. Προφανώς και του είναι αφόρητο να αναμασά τον εαυτό του. Αρκετά το έχουν κάνει οι άλλοι για εκείνον.
Focus στα χειρόγραφα
Κατευθυνόμαστε προς το καμαρίνι του. Τα βήματά του δεν είναι ούτε μεγάλα, ούτε μικρά, ούτε γρήγορα, ούτε αργά. Φορά ένα καπέλο με μοτίβο animal print, το οποίο θα αποχωριστεί μόνο όταν ξεκινήσει η ψιμυθιολογική μεταμόρφωσή του και στα λιπόσαρκα, μα νευρώδη χέρια του κρατά δύο φακέλους. Διασχίζουμε την υποφωτισμένη ακόμη πλατεία του θεάτρου, όπου ανταλλάσσει χαιρετισμούς με κάποιους από τους συντελεστές της παράστασης και εν συνεχεία κατεβαίνουμε στο υπόγειο όπου βρίσκεται το καμαρίνι του. Ο ιδιωτικός χώρος του για τις δύο ημέρες των παραστάσεων δεν έχει τίποτα προσωπικό, αλλά ούτε και τίποτα απρόσωπο. Ούτε λείπει κάτι, ούτε και περισσεύει. Μου ζητά λίγο χρόνο για να ανοίξει την αλληλογραφία του. Τον κοιτώ να σκίζει τους φακέλους σχεδόν σαν μικρό παιδί. Ισως είναι αμήχανος, ίσως δεν αντέχει αυτή την ξαφνική, επιβεβλημένη, ίσως καταναγκαστική οικειότητα μεταξύ συνεντευξιαστή και συνεντευξιαζόμενου. Λίγα λεπτά μετά αρχίζει να διαβάζει μία-μία τις ερωτήσεις που του έχω στείλει και να απαντά ρίχνοντας ματιές στις χειρόγραφες σημειώσεις του. Κάθε φορά που ολοκληρώνει μιαν απάντηση, τη συνοδεύει από ένα μάλλον ρητορικό «OK;», το οποίο δεν μπορείς να ξεδιαλύνεις αν εκφέρει με πυγμή ή από συστολή.
Η «άλλη» παραμάνα του Σαίξπηρ
Η πρώτη ερώτησή μου αφορά στο πώς γεννήθηκε η συνεργασία του με τον Δημήτρη Λιγνάδη. «Καταρχάς δεν γεννήθηκε η συνεργασία», με διορθώνει. «Κυοφορούνταν. Διότι στο παρελθόν ο Δημήτρης Λιγνάδης μού είχε κάνει δύο φορές πρόταση για σπουδαία έργα, αλλά δυστυχώς είχα άλλες υποχρεώσεις. Αυτή τη φορά με πήρε τηλέφωνο τον Οκτώβρη του 2015 και μου είπε “σε θέλω στο έργο του Σαίξπηρ”. Αμέσως δέχτηκα». Και ποια ήταν η πρώτη σκέψη του όταν ο Λιγνάδης τού πρότεινε να υποδυθεί την παραμάνα; «Η πρώτη μου σκέψη είχε μία δυσκαμψία. Μόλις την ξεπέρασα, μετά από πολλή σκέψη, βρέθηκε η λύση. Στο παγκόσμιο θέατρο κανείς δεν είχε σκεφτεί έως τώρα ότι η παραμάνα μπορεί να είναι γελωτοποιός. Μέσα από το έργο παίζει τραγωδία, παίζει κωμωδία, παίζει δράμα, παίζει την αστεία όταν πρέπει. Γιατί είναι το Μαντείο των Δελφών. Ξέρει από την αρχή το τέλος της Ιουλιέτας και γι’ αυτό το παίζει. Ή το ερμηνεύει. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη μου η οποία συναντήθηκε με του κυρίου Λιγνάδη», εξηγεί μιλώντας μάλλον χαμηλόφωνα, σχεδόν με πραότητα.
Η ευτυχία των 80s
Κοντεύει να τελειώσει το πρώτο τσιγάρο του όταν η κουβέντα μάλλον αναμενόμενα έχει μετατοπιστεί από την γελωτοποιό-Παραμάνα του 2016 στη χρυσή -από κάθε άποψη- δεκαετία του ’80. Αποφεύγω τις ερωτήσεις επί προσωπικού και ρωτώ ένα από τα ποπ ινδάλματα εκείνης της εποχής γιατί τελικά τα 80s είναι τόσο σημαδιακά για την κοινωνία μας. Γιατί επιστρέφουμε σ’ αυτά ξανά και ξανά. «Τα 80s είχαν ελπίδα, είχαν χαμόγελο, είχαν όνειρα. Ολα αυτά γεννούν την ευτυχία. Τώρα βέβαια η εποχή που ζούμε δεν γεννά ούτε χαμόγελο, ούτε όνειρο, ούτε ελπίδα», απαντά λακωνικός. Του επισημαίνω την οικονομία λόγου. Χαμογελά και συνεχίζει διαβάζοντας την επόμενη ερώτησή μου, μαζί και την απάντησή του. «Πού συγκλίνει και πού διαφέρει ο ηθοποιός από τον άνθρωπο Ψάλτη; Δεν συγκλίνουν πουθενά. Γιατί στη σκηνή υποκρίνομαι και στη ζωή είμαι αληθινός». Οσο για το πώς και το γιατί αποφάσισε να γίνει ηθοποιός; «Δεν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός, άλλοι το αποφάσισαν και είχαν δίκιο, γιατί είχα γεννηθεί ηθοποιός. Ηταν οι δάσκαλοί μου από τη δραματική σχολή και οι πρώτοι επιχειρηματίες που με φώναξαν, ο Λειβαδάς, ο Μπουρνέλλης και κάποιοι άλλοι», λέει.
Ηθοποιός από κούνια!
Ο Στάθης Ψάλτης πιστεύει πως γεννήθηκε με το χάρισμα του ηθοποιού, ότι το γνώριζε από τότε που βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας του. Κι ας μην μπορεί να το ανακαλέσει ως ανάμνηση. Εκείνο που θυμάται ξεκάθαρα ήταν η πρώτη φορά που υποδύθηκε επαγγελματικά έναν ρόλο μπροστά σε κοινό. «Επαιξα την Κατρακυλίτσα του Μποστ. Ηταν μια καθαρίστρια τζαμιών που έπεφτε από τον 28ο όροφο και πέφτοντας έβλεπε τι γινόταν σε κάθε όροφο και το διακωμωδούσε με ταχύτητα λόγου. Οσο έπεφτε, τόσο πιο γρήγορα τα έλεγε. Για να καταλάβεις με μια αναπνοή έλεγα τέσσερις σελίδες κείμενο. Ηταν το 1982 στο Θέατρο Παρκ». Πριν από την υποκριτική ο Ψάλτης είχε κάνει πολλές δουλειές, ανάμεσά τους κι εκείνη του ναυτικού. Μπορεί να μπάρκαρε στα καράβια όταν ήταν μόλις 12 ετών, ωστόσο οι εκφράσεις του προσώπου του όταν φτάνουμε στην ερώτηση για τα παιδικά χρόνια του στην επαρχία της Κορινθίας μαρτυρούν πως ήταν ωραία χρόνια. «Ξέγνοιαστα ήταν τα παιδικά χρόνια μου. Ξέγνοιαστα στους χωματένιους δρόμους που όταν ποτίζονταν οσφριζόσουν τη μυρωδιά της γης». Λέει ακόμη ότι οι παιδικοί ήρωές του ήταν ο Γιώργος Θαλάσσης και ο Σπίθας από τον «Μικρό Ηρωα». Δεν ήθελε, όμως, να τους μοιάσει. «Αυτός στον οποίο ήθελα να μοιάσω ήταν ο πατέρας μου. Και μόνο αυτός. Αν το κατάφερα; Απόλυτα». Οσο για τους καθοριστικούς ανθρώπους στη ζωή και στην καριέρα του; «Καθοριστικοί στην καριέρα μου ήταν οι αείμνηστοι Βαγγέλης Λειβαδάς και Σμαρούλα Γιούλη. Και τη ζωή μου την καθόρισαν οι εμπειρίες που απέκτησα. Το μόνο που έχω πάρει από τη ζωή είναι εμπειρίες. Αν με έχουν κάνει καλύτερο άνθρωπο; Εσείς τι λέτε; Τι άνθρωπο βλέπετε; Οι κακές εμπειρίες σε κάνουν καλό, οι καλές εμπειρίες σε κάνουν καλύτερο. Και καλές και κακές εμπειρίες έχω ζήσει. Αν μου ’χει λείψει κάτι στη ζωή μου; Απολύτως τίποτα. Να μου ’χει λείψει το κότερο που δεν ήθελα ποτέ να έχω; Η ζωή επιφυλάσσει εκπλήξεις. Και από φίλους προδίδεσαι, και από συντρόφους προδίδεσαι, και εσύ μπορεί να προδώσεις. Ολα υπάρχουν. Μπορώ να πω ότι τώρα είμαι ήρεμος και ήσυχος. Εχω απολαύσει τη ζωή μου με όλες τις αλήθειες και με όλα τα ψέματα. Ζω υπέροχα», λέει.
Δηλαδή, πώς είναι μια μέρα του; «Η καθημερινότητά μου είναι όπως ήταν χθες, όπως ήταν προχθές, όπως θα είναι αύριο. Ο νοών νοείτω», λέει ολοκληρώνοντας τον κύκλο των απαντήσεών του και οδηγώντας με μηχανικά να πατήσω το stop στο κινητό τηλέφωνο που καταγράφει τη συνομιλία μας.
Στην πραγματικότητα είναι σαν με έναν μεταφυσικό τρόπο να πατώ το play στον ίδιο. Με ρωτά αν θα ήθελα να μου προσφέρει καφέ και ξαναρωτά το όνομά μου. Αρνούμαι τον καφέ, αλλά όχι το όνομά μου. Τότε με ρωτά αν μπορεί να με λέει «αγάπη». Τον κοιτώ φέρνοντας ξανά στον νου μου το αναπάντητο ως τώρα δίλημμα: «Τρολάρει; Δεν τρολάρει;». Κι από εκείνο το σημείο ξεκινά μια εξόχως ενδιαφέρουσα παράλληλη κουβέντα για τη ζωή που προπαγανδίζει τους ανθρώπους, για τον θάνατο, για τον λόγο που εκείνος επιμένει πως δεν ενθουσιάζεται ποτέ. Με τίποτα και με κανέναν. Είναι σχεδόν άδικο που η δεοντολογία του off the record δεν μου επιτρέπει να περιγράψω τη συναρπαστική συνέχεια. Αλλά ποιος είπε ότι η ζωή είναι δίκαιη; Οχι πάντως ο Στάθης Ψάλτης.
H φιλμογραφία του Στάθη Ψάλτη
1990 Ο εραστής Στάθης Μπιρμπιτσόλης
1989 Απαγωγή στα τυφλά Στάθης Καραπίδας
1989 Και δειλός και τολμηρός Μάρκος Τρέμουλας
1989 Ο πανταχού παρών Λάζαρος Λαζάρου
1989 Ο πρωτάρης μπάτσος και η τροτέζα Στάθης Ξετρύπης
1989 Τρελάδικο πολυτελείας Στάθης Ξετρύπης
1988 Ο καβαλάρης των F.M. Stereo Στάθης Παπαστάθης
1988 Ακαταμάχητος πιλότος Αλέξης Τόμπρας
1988 Ένας αλλά Λέων Στάθης Φρουτάκης
1988 Ξενοδοχείο Kastri Τιμόλαος Χατζητιμολάου
1988 Ο μεγάλος παραμυθάς Χαρίλαος Καραπαύλος
1987 Οι κυβερνήσεις πέφτουνε… αλλά ο Ψάλτης μένει Κάλχας / (υπεύθυνος) / Μάρκος / «αλεξιπτωτιστής» / Μήτσος
1986 Κλεφτρόνι και τζέντλεμαν Στάθης Τιμόπουλος
1986 Ράκος Νο14 και ο πρώτος μπουνάκιας Ηρακλής Σπίνος
1986 Ψηλός λιγνός και ψεύταρος Πίπης Παρλαπίπας
1985 Τρελλός είμαι ό,τι θέλω κάνω Μιχάλης Βίδας
1985 Ο ταξιτζής μας Άλκης (τηλεοπτική σειρά)
1984 Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ Στάθης
1984 Μάντεψε τι κάνω τα βράδια Κοσμάς Παπακοσμάς
1983 Καμικάζι αγάπη μου Στάθης Σγουρός
1983 Πέστα βρωμόστομε Στάθης Χρυσοστόμου / πατέρας Στάθη / μητέρα Στάθη / παππούς Στάθη (στο κάδρο)
1982 Βασικά καλησπέρα σας (Οι ραδιοπειρατές) Στάθης Κουμπάρης
1982 Και ο Πρώτος Ματάκιας Σίμος Αυτιάς
1982 Τα σαΐνια Σίσυφος
1981 Είσαι στην ΕΟΚ… μάθε για την ΕΟΚ Τηλεπαρουσιάστρια
1981 Πάμε γιά καφέ;! «Τσίμπλας»
1981 Τα καμάκια Ορφέας
1981 Τροχονόμος Βαρβάρα Αχιλλέας Ταλαίπωρος / Βαρβάρα Ταλαίπωρου / πατέρας Ταλαίπωρος
1980 Γεύση απο Ελλάδα Συνταξιούχος
1980 Ο Κώτσος στην ΕΟΚ Απόψηλος, υπάλληλος Δήμου
1980 Ο παρθενοκυνηγός Μάνος Μπιλάλης
1980 Ο ποδόγυρος Ηρακλής
1979 Οι φανταρίνες Ανθυπασπιστής-εκπαιδευτής
1979 Τα παιδιά της πιάτσας Τηλέμαχος
1972 Διαμάντια στο γυμνό σου σώμα Κοσμηματοπώλης
protothema