Πόνημα…
Ναι, πόνημα. Γιατί τον αγαπώ, γιατί ήταν ότι πιο αγνό και απλησίαστο για εμένα, γιατί το να γράφεις τις έστω και λίγες σου εμπειρίες σχετικά με τον Νίκο, “πονάει κι είναι αβάσταχτο”. Το παρακάτω κείμενο λοιπόν, προσφέρει μερικές προσωπικές σκέψεις – επαναφορά εικόνων, της εποχής που ο Νίκος έγραφε δίσκους, αλώνιζε στα μικρονήσια του αιγαίου κι εμείς ξεκολλούσαμε αφίσες του από τις κολόνες της ΔΕΗ, μπας και κρατήσουμε ακόμα κάτι να θυμόμαστε από τις συναυλίες του Σεπτέμβρη. Στις 17 Απριλίου, συμπληρώνονται 5 χρόνια από τον θάνατο αυτού του σπουδαίου μουσικάντη. Του μουσικάντη που κάθε χειροκρότημα – φιλοδώρημα μας, το επέστρεφε ευγενικά πίσω, σε ατελείωτες δόσεις χαμόγελου.
Και τι χαμόγελου…
Καλοκαίρι 1992, θα πήγαινα πρώτη γυμνασίου και ο αγαπημένος φίλος και συγκάτοικος του δευτέρου ορόφου, ο Μηνάς (εγώ έμενα στον τρίτο), φέρνει μια κασέτα με εξώφυλλο ασπρόμαυρο, έναν νεαρό με καπέλο και μειδίαμα στα χείλη και τίτλο, “Η εκδίκηση της γυφτιάς”. Ο τίτλος θυμάμαι με είχε παραξενέψει και πίστευα πως θα ακούσω τραγούδια που δεν είχα ακούσει ξανά, αλλόκοτα και περίεργα, αλλά μάλλον το περίεργο ήταν πως δεν τον ρώτησα ποτέ που βρήκε αυτή την κασέτα. Είχαμε μαζί μας σχεδόν πάντα ένα μικρό κασετόφωνο, με μπαταρίες που μαλώναμε για το ποιος θα αγοράσει τις επόμενες όταν ξελιγωνόταν. Όσες φορές δεν γράφαμε τις φωνές μας για να γελάμε με το κόκκινο Rec πατημένο, ακούγαμε αντιγραμμένες κασέτες από το φωτογραφείο της γειτονιάς. Νησιώτικα, Τρύπες, Σπαθιά, Παπακωνσταντίνου (τον οποίο ποτέ δε συμπάθησα), ακόμη και Bon Jovi ή Ace of Base, για χάρη της Μαρίας από την πιο πάνω πολυκατοικία που με γοήτευε ιδιαιτέρως. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, έμελλε να ακούσω για πρώτη φορά τη φωνή του Νίκου. Και ήταν όσο παράξενη όσο ο τίτλος του δίσκου, εφηβική και ώριμη μαζί, χαρμόσυνη και λυπητερή μαζί. Η φωνή που ακούγαμε στο “Τρελλή και Αδέσποτη” και με έκανε να λιώνω σκεφτόμενος τη Μαρία, που ποτέ δεν κατάλαβε πως ήμουν τσιμπημένος μαζί της, ούτε όταν παίζαμε κρυφτό και έτρεχα να κρυφτώ όπου και εκείνη.
Το καλοκαίρι αυτό, ο Νίκος θα τραγουδούσε σε έναν μικρό διαμορφωμένο χώρο, στον Λευκό Πύργο μπροστά. Άλλαζε μέρος κάθε χρόνο, πότε στο θέατρο δάσους, πότε στη μονή Λαζαριστών, πότε στο Λιμάνι. Δε μας ένοιαζε όμως, μας αρκούσε που θα τον ακούγαμε και πάλι. Και την περιμέναμε πως και πως την συναυλία αυτή, κάθε Σεπτέμβρη. Ήταν το κλείσιμο του καλοκαιριού, σήμαινε πολλά για εμάς, το τέλος των διακοπών και την επιστροφή στην πραγματικότητα. Η μάζωξη του κόσμου που τον αγαπούσε, ήταν κάτι σαν μια ελπίδα, ένα κουράγιο, μια γλύκα στη μελαγχολία που θα ερχόταν με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, μια τελευταία ανάσα ανεμελιάς. Η ανακάλυψη της πρώτης αφίσας με την αναγγελία της συναυλίας του, έμοιαζε με το σινιάλο για την έναρξη μιας τόσο όμορφης προσμονής. Και μέχρι τότε, δώστου “Σύνεργα”, και δώστου “Χαράτσι” και δώστου “Ζωντανή Ηχογράφηση από τον Λυκαβηττό”. Κασέτες που χαλούσαν και γράφονταν και ξαναγράφονταν για να μας οδηγήσουν στην πιο ιερή στιγμή, τη στιγμή που ο Νικόλας θα ανέβαινε και πάλι χαμογελαστός στη μικρή σκηνή, κρατώντας το μπαγλαμαδάκι. Κρυφά πήρα και την πρώτη μου ρετσίνα μέσα από το κοντομάνικο και λίγα μαύρα σπόρια για να περάσει η ώρα μέχρι να ανάψουν τα φώτα στη σκηνή.
Και σάμπως πόσα ξέραμε τότε από μουσική, πιτσιρίκια έντεκα χρονών; Ελάχιστα. Μόλις που αναγνωρίζαμε τον Σαββόπουλο με τα παράξενα γυαλάκια του και το μούσι σήμα κατατεθέν και τον τρελό Ρασούλη λόγω του “Πότε Βούδας, πότε Κούδας. Ήταν πολύ ποιητικός (ο Νιόνιος), για να καταλάβουμε τα νοήματα του. Ο Νίκος ήταν πιο προσιτός γιατί μιλούσε για “τριγωνάκι σκαληνό”, για “τη γιαγιά”, για τον “Μανδραγόρα” (που μας έβαλε να τον ψάχνουμε σε τόμους εγκυκλοπαίδειες) και για το “Βαρδάρη”. Ταυτόχρονα, κάτι με σταματούσε από το να τον θεωρήσω φίλο μου, μάλλον γιατί τον θαύμαζα πολύ, τον είχα ψηλά. Η προσητότητα του δεν ήταν κάτι για το οποίο προσπαθούσε, αντιθέτως. Απλώς έκανε τη δουλειά του. Σε μια συναυλία του στην Αμοργό, μου είπαν πως τον είδαν να κουβαλάει μόνος του τα ηχεία και τα καλώδια για να στήσει. Ναι, ντυνόταν πάντα με ρούχα που τον βόλευαν, με το τζιν πουκάμισο του και το κόκκινο φουλάρι, του οποίου τη χρησιμότητα έμαθα αργότερα σε μια συνέντευξη του στην ΕΤ3, “κρατάει τον λαιμό μου ζεστό για το τραγούδι”. Τότε, με θυμάμαι να αγοράζω μετά από παρότρυνση του Μηνά το ίδιο φουλάρι από το βιβλιοπωλείο απέναντι από το δημοτικό σχολείο και να το φοράω σε κάθε συναυλία του. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σκηνικά που θυμάμαι να συμβαίνει σε πολλά από τα live του, ήταν όταν ξεχνούσε κάποιο στιχάκι και ο κόσμος έσπευδε μετά χαράς να του το θυμίσει, λαμβάνοντας πίσω ένα τόσο ανθρώπινο και παιδικό “ευχαριστώ”, μαζί με το γνώριμο δικό του γλυκό χαμόγελο. Τότε, χαμογελούσα κι εγώ και έβλεπα στα σκοτάδια τριγύρω μου τους άλλους να κάνουν το ίδιο, συμφωνώντας μαζί τους, πως κάθε τέτοια στιγμή έμπαινε ασυζητητί στο γυάλινο βαζάκι με την επιγραφή “ευτυχισμένες στιγμές μιας ζωής”.
Ο Νίκος, ήταν στα μάτια μας κατά μια έννοια, ο Καλλιτέχνης που δε θα σε πρόδιδε ποτέ. Ο σοβαρός, μετρημένος, αλάθητος, ο κιμπάρης και εγγυητής για τη συγκίνηση. Νομίζω πως σ’ αυτό οφείλεται σε ένα βαθμό ή εντύπωση μου πως ποτέ δε θα τον πλησιάσω όσο θα ήθελα. Επειδή αυτός που σε κάνει να δακρύσεις, είναι αερικό. Συναίσθημα δε προσέφερε και δε συντήρησε ποτέ κάτι υλικό, μονάχα οι ιδέες, οι μνήμες και η μουσική. Σε αντίθεση με άλλους τραγουδιστές της εποχής του αλλά φυσικά και του σήμερα, ο Νίκος έγραφε μουσική από δικά του βιώματα, για τη ξενιτιά, για τον έρωτα (ο Αύγουστος γράφτηκε για έναν ανικανοποίητο του έρωτα, ενώ ήταν ήδη παντρεμένος με τη Βαρβάρα) και για την καθημερινότητα. Ακόμη και όσα η γιαγιά του και οι πρόγονοι του του είχαν διηγηθεί, ο Νίκος τα μετέφερε ειλικρινώς και με απέραντο σεβασμό σε στίχους και μουσική με τον δικό του αντρίκειο τρόπο. Σε καμία στιγμή κανενός τραγουδιού του, δεν ένιωσα να ζητά τον οίκτο ή τη συμπάθεια του ακροατή. Έδινε συνεντεύξεις περπατώντας στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα από τα λεωφορεία, περνώντας τις διαβάσεις, κόβοντας ένα λουλούδι από τα λουλουδάδικα και χαρίζοντας το στον δημοσιογράφο, διακόπτοντας τον με τόσο χαριτωμένα αυθόρμητο τρόπο. Δεν μας άφησε ποτέ να βαρεθούμε τα λόγια και την παρουσία του, όλα γινόντουσαν επειδή ήταν η ώρα να γίνουν, ποτέ γιατί απλά έπρεπε να τα κάνει. Ακόμα και η δισκογραφία του ήταν περιορισμένου μεγέθους και μετρημένη. Η “Πουρούδα” ή η τελευταία και αργοπορημένα εμφανισθείσα «Μάγισσα σελήνη», ήταν για τους ακροατές του ένα βάλσαμο, σαν λίγο νερό στον διψασμένο.
Ο Νίκος κατάφερε να μας αφήσει μια και μόνη εικόνα στο μυαλό για εκείνον, σαν έμβλημα. Εμφανιζόταν πάντα με τα ίδια ρούχα, το ίδιο κούρεμα και το ίδιο χαμόγελο. Είτε το έκανε ηθελημένα είτε όχι, φώτιζε μόνο την τέχνη του και τίποτε άλλο. Όλα τα χρόνια παρουσίας του στο Ελληνικό τραγούδι, μακριά από κατηγορίες και είδη, ο Νικόλας πέτυχε τελικά να ντύσει τον εαυτό του με μια ποίηση συγκεκριμένη, στοχευμένη και ουσιώδη. Πιστεύω μάλιστα πως ήταν ο μόνος κατάλληλος για να διδάξει το κεφάλαιο “Ηθική της Τέχνης”, λόγω του τρόπου που έζησε και δημιούργησε.
Ο ίδιος ονόμαζε τις μουσικές του “Λαικοπαράξενες”. Το βιολί όμως, το βιολί και το μπουζούκι στις συνταγές του Νικόλα, ήταν αυτό που πάντα με έκανε να ανατριχιάζω. Και το πιο όμορφο από όλα στη μουσική του ζωή, ήταν πως ποτέ δε σπούδασε μουσική, άκουγε μονάχα και ήταν συλλέκτης τραγουδιών από παντού. Από το ραδιόφωνο μέχρι τα παραδοσιακά που θα τύχαινε να ακούσει σε κάποιο χωριουδάκι που πήγε για να παίξει. Κάτι που επίσης μου άρεσε και έδειχνε το πόσο ανοιχτόμυαλος και γενναιόδωρος μουσικός υπήρξε, ήταν οι συχνές προσθήκες και εναλλαγές νέων μουσικών στις ζωντανές του εμφανίσεις. Η παρέα μας βέβαια, ανυπομονούσε πάντα να δει ποια κοπελιά θα έχει τον Σεπτέμβρη δίπλα του για βοηθό στα φωνητικά και στο τουμπερλέκι. Η τελευταία φορά που είδα τον Καλλιτέχνη, ήταν τον Ιούλιο του 2006 σε ένα χωριό στην Νότια πλευρά του νομού Λασιθίου, σε ένα καταπράσινο μικρό χωριό με πλατάνια, ούτε που θυμάμαι το όνομα του. Έτυχε να είμαι τότε στην Κρήτη για δουλειές και όταν είδα την αφίσα του γεγονότος σε έναν τοίχο, χάρηκα τόσο που είπα μέσα μου “και παρέα να μη βρω, θα πάω και μόνος μου”. Η συναυλία κράτησε μέχρι το πρωί και τελικά κοιμήθηκα στο αμάξι, όσο μπόρεσα δηλαδή μέχρι να ξεμεθύσω και να μπορώ να οδηγήσω για πίσω.
17 Απριλίου 2011, μεσημέρι, εκκλησία του Αγ. Θεράποντα στην Τούμπα. Μόλις 3 λεπτά με τα πόδια από το στούντιο “Αγροτικόν”. Ήρθα μαζί με τον Μηνά και τον Βασίλη, αφού περάσαμε επίτηδες έξω από το στούντιο που εκείνη τη χρονιά είχε ανακοινωθεί το κλείσιμο του. Πήραμε μερικά άσπρα λουλούδια από το απέναντι λουλουδάδικο και τα ακουμπήσαμε στον σωρό που είχε μαζευτεί εδώ και ώρα. Κόσμος πολύς, που μπαινόβγαινε και πηγαινοερχόταν. Όλοι περιμέναμε τον Νικόλα να εμφανιστεί. Έστω κι έτσι, δε θα έφευγε χωρίς να τον χαιρετήσουμε, θα ήταν άτιμο από μέρους μας μετά από τόσες συναυλίες, τόσες μπίρες στα σκαλιά των θεάτρων, τόσες συζητήσεις για τον Αύγουστο, το Χαράτσι, για την Καρυάτιδα. Ήρθε, τον διάβασαν και έφυγε με φίλους, συναδέλφους και απλούς ακροατές να τον ακολουθούν από πίσω. Το πιο σκληρό για μένα, ήταν όταν ξεκίνησα από την εκκλησία για το σπίτι. Όταν άρχισα να συνειδητοποιώ πως τον ερχόμενο Σεπτέμβρη, δεν έχει συναυλία Παπάζογλου. Η ενόχληση μου δεν μπορεί να περιγραφεί, στεναχωρέθηκα πολύ…
Νίκος Παπάζογλου: 5 χρόνια χωρίς το κόκκινο φουλάρι…