Η 6η και 7η Σεπτεμβρίου ξυπνούν πάντα άσχημες μνήμες για τους λιγοστούς εναπομείναντες Ρωμιούς της Πόλης αλλά και για ολόκληρο τον ελληνισμό.
Στις αρχές Σεπτέμβρη του 1955 και ενώ οι προσπάθειες των Ελληνοκυπρίων για αποτίναξη του βρετανικού ζυγού και ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα κορυφώνονταν, ο τουρκικός εθνικισμός έδειξε για ακόμη μια φορά το πρόσωπό του. Πιθανότατα, για να στείλουν το δικό τους μήνυμα στο Λονδίνο την ώρα που η τριμερής διάσκεψη Ελλάδας-Βρετανίας-Τουρκίας ελάμβανε αποφάσεις για το μέλλον της Κύπρου, οι Τούρκοι εθνικιστές προέβησαν σε αποτρόπαιες πράξεις σε βάρος της ακμαίας ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης αλλά και της Σμύρνης.
Οι βανδαλισμοί που έλαβαν χώρα στις ελληνικές οικίες και τα καταστήματα στις συνοικίες και τα προάστια της Κωνσταντινούπολης ήταν το επιστέγασμα ενός καλά οργανωμένου σχεδίου που εξύφανε η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, ώστε σκορπώντας τον τρόμο και τον πανικό στο ελληνικό στοιχείο να προκαταβάλει την ελληνική στάση στις συνομιλίες του Λονδίνου. Βέβαια, το σκηνικό τρόμου που έστησαν οι εθνικιστές του σωματείου «Η Κύπρος είναι τουρκική» και των παραρτημάτων του σε διάφορες γωνιές της Κωνσταντινούπολης φέρνοντας στο μυαλό μας τα σχετικά πρόσφατα επεισόδια στο πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης, είχε προετοιμαστεί κατάλληλα από την τουρκική ηγεσία που εκπροσωπούσε ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ και ο πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές, οι οποίοι ενεργοποίησαν και κατεύθυναν τους παραστρατιωτικούς στο εγχείρημα εξόντωσης των Ρωμιών.
Το «πρόσχημα» για το ξέσπασμα της ωμής βίας είχε επινοηθεί από πριν: τουρκικές εφημερίδες και ραδιόφωνα το πρωί της Τρίτης 6 Σεπτεμβρίου 1955 αναπαρήγαγαν τη χαλκευμένη είδηση ότι είχαν δήθεν προκληθεί σοβαρές ζημιές στη γενέθλια οικία του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη από έκρηξη βόμβας.
Ο μηχανισμός της προπαγάνδας άρχισε να λειτουργεί αποτελεσματικά. Το απόγευμα, γύρω στις 17:30, διοργανώθηκε με την ανοχή του Τούρκου πρωθυπουργού συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στην πλατεία Ταξίμ.
Ήταν το πρελούδιο για ό,τι θα επακολουθούσε. Τις αμέσως επόμενες ώρες, ομάδες διαδηλωτών κατευθύνονταν προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην περιοχή του Φαναρίου, αλλά στο μέσο της πορείας η διαδήλωση μεταβλήθηκε σε απροκάλυπτη επιδρομή και λεηλασία των ελληνικών καταστημάτων του Πέραν.
Ταυτόχρονα ξεκίνησαν λεηλασίες και βανδαλισμοί και στις υπόλοιπες συνοικίες της Πόλης και τα προάστια όπου κατοικούσαν Έλληνες.
Έτσι, με την ανοχή των στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών της Πόλης που παρέμειναν απαθείς, κορυφώθηκαν οι επιθέσεις και καταστροφές ελληνικών οικιών, καταστημάτων, ναών, σχολείων, ακόμη και νεκροταφείων.
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι «θύτες», μη μπορώντας να συγκρατήσουν την έξαψη και το θυμό τους, παρέβησαν τις εντολές που τους είχαν δοθεί και λίγο έλλειψε να αφαιρέσουν και ανθρώπινες ζωές. Η κατάσταση αυτή, που διήρκεσε έως το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, εκτονώθηκε σταδιακά με την επιβολή στρατιωτικού νόμου.
Συμπερασματικά, η εκτέλεση οργανωμένου σχεδίου εκτεταμένων τουρκικών βανδαλισμών σε βάρος του ελληνικού στοιχείου της Πόλης (πογκρόμ) αποσκοπούσε στην καλλιέργεια κλίματος τρομοκρατίας που θα οδηγούσε στον εκτοπισμό των Ελλήνων της Πόλης. Παράλληλα, η δραστηριοποίηση και συμμετοχή των τούρκων εθνικιστών στα έκτροπα στόχευε στην αποτροπή ευνοϊκής έκβασης για τους Ελληνοκύπριους στο επίμαχο θέμα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Η ελληνική πλευρά, ως γνωστό, επιδίωκε την de facto κατάργηση του καθεστώτος της βρετανικής αποικιοκρατίας που ίσχυε μέχρι τότε στο νησί. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα εξασθένιζε και ο ρόλος των Τουρκοκυπρίων που οι Βρετανοί πάσχιζαν με κάθε τρόπο να ενισχύσουν. Ανάλογες ενέργειες οδήγησαν τα επόμενα χρόνια τον ελληνισμό της Πόλης σε δραματική συρρίκνωση (η ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης αριθμεί σήμερα μόλις 2000 μέλη) και το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε εγκατάλειψη και απομόνωση.
Δυστυχώς οι πρόσφατες επιθέσεις εναντίον κουρδικών θέσεων και η διακοπή της ειρηνευτικής διαδικασίας που είχε ξεκινήσει το 2012 ανάμεσα στην τουρκική κυβέρνηση και το PKK στο όνομα της καταδίωξης των τρομοκρατών του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), αποδεικνύει ότι και η τωρινή τουρκική ηγεσία επιλέγει τον δρόμο της βίας για να διασφαλίσει τα συμφέροντά της, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Από την άλλη πλευρά, η αβελτηρία των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων να σταθμίσουν ορθά τη θέση της χώρας στο διεθνές σύστημα τις οδήγησε σε αρνητικά αποτελέσματα, κάποιες φορές ολέθρια.
Η επιλογή του Παπάγου να φέρει το 1954 το Κυπριακό Ζήτημα στον Ο.Η.Ε. επιλέγοντας να έρθει σε αντιπαράθεση με τη Βρετανία και την Τουρκία αποδείχτηκε τελικά άστοχη.
Κι αυτό γιατί δεν έλαβε υπόψη του την αντίδραση της Ουάσιγκτον, η οποία με βάση τον τότε συσχετισμό δυνάμεων δε θα άφηνε «ανυπεράσπιστες» τη Βρετανία και την Τουρκία, ισχυρά ερείσματά της στο χώρο της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής αντίστοιχα.
Αναφερόμαστε βέβαια στην «ισορροπία του τρόμου» που είχε επιβληθεί παγκοσμίως την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Ανάλογες αστοχίες, ωστόσο, διέκριναν τις πολιτικές ηγεσίες της χώρας και κατά τις επόμενες δεκαετίες…
του Βασίλη Πλατή, φιλόλογου, δρος Ιστορίας Α.Π.Θ. Υποδιευθυντή Δ.Ι.Ε.Κ. Έδεσσας
Τα «Σεπτεμβριανά» του 1955 και η realpolitik