Πολύ πιο ευάλωτες στην πολιτική αβεβαιότητα, αλλά και στα capital controls, αποδείχθηκε ότι είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς είδαν τις πωλήσεις και τις εξαγωγές τους να μειώνονται πολύ περισσότερο σε σύγκριση με τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Ακόμη και όταν αρθούν οι κεφαλαιακοί περιορισμοί, οι μικρότερες επιχειρήσεις αναμένεται να επανακάμψουν με βραδύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες. Οι διαφορές στις αντοχές δεν σχετίζονται μόνο με το μέγεθος των επιχειρήσεων, αλλά και με τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιούνται, με τους κλάδους των κατασκευών και του λιανεμπορίου να αναδεικνύονται στους πιο αδύναμους κρίκους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα συγκυρίας που πραγματοποίησε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατέγραψαν σημαντική πτώση πωλήσεων κατά το τρίτο τρίμηνο του 2015. Συγκεκριμένα, βάσει ερωτηματολογίου σε δείγμα 1.200 επιχειρήσεων, η μείωση άγγιξε το 15% το τρίτο τρίμηνο του 2015 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2014 έναντι πτώσης 4% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2015. Σημαντικές αποκλίσεις παρατηρούνται και μεταξύ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ετσι, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις με τζίρο έως 500.000 ευρώ είδαν τις πωλήσεις τους να υποχωρούν το τρίτο τρίμηνο του 2015 κατά 23% και τις εξαγωγές τους κατά 28% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2014. Η μείωση ήταν πολύ μικρότερη, 13% και 10% αντιστοίχως, για τις μικρές επιχειρήσεις με τζίρο από 500.000 ευρώ έως 2,5 εκατ. ευρώ και ακόμη μικρότερη στις μεσαίες επιχειρήσεις με τζίρο πάνω από 2,5 και έως 10 εκατ. ευρώ, με τις πωλήσεις να υποχωρούν κατά 9% και τις εξαγωγές κατά 4%. Συνολικά, πάντως, οι ΜμΕ επλήγησαν περισσότερο από τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς η διαφορά στον ρυθμό πτώσης των πωλήσεων έφτασε τις 7,2 ποσοστιαίες μονάδες το τρίτο τρίμηνο του 2015 (15% για τις ΜμΕ έναντι 7,8% για τις μεγάλες).
Η αντίδραση των ΜμΕ στην επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων μετριάστηκε από το γεγονός ότι πάνω από τις μισές δηλώνουν ότι είχαν προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων, έχοντας διακρατήσει χρηματικά διαθέσιμα εκτός τραπεζικού συστήματος (το 21% επαρκή και το 36% σε κάποιο βαθμό), ενώ οι κλάδοι εμπορίου και βιομηχανίας έχουν και ένα δεύτερο μέσο θωράκισης έναντι των κεφαλαιακών ελέγχων: τη διακράτηση αποθεμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που έχει είτε επαρκή χρηματικά διαθέσιμα είτε επαρκή αποθέματα ξεπερνά το 80%. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην έρευνα, για να παραμείνει σε διαχειρίσιμα επίπεδα η επίδραση των χρηματικών διαθεσίμων και των αποθεμάτων στις ΜμΕ, είναι κρίσιμη η ταχεία άρση των capital controls.
Το ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν αυξημένη αντοχή στη δυσμενή συγκυρία αποδεικνύεται και από τα ακόλουθα στοιχεία: τα 2/3 των επιχειρήσεων με τζίρο 5-10 εκατ. ευρώ έχουν χρηματικά διαθέσιμα, πάνω από το 50% αυτών δηλώνει ικανότητα άμεσης επαναφοράς στην ομαλότητα (όταν αρθούν τα capital controls), ενώ το 37% διαβλέπει ανάπτυξη το επόμενο εξάμηνο.
Οι επιπτώσεις από τους κεφαλαιακούς περιορισμούς, καθώς και η αντίδραση σε αυτούς διαφέρει από κλάδο σε κλάδο. Πιο ανθεκτικός αποδείχθηκε ο κλάδος του τουρισμού, διατηρώντας τις πωλήσεις του σταθερές με τις ακυρώσεις από πελάτες να μην ξεπερνούν το 10%, ο κλάδος της πληροφορικής, ο οποίος είχε το υψηλότερο ποσοστό επαρκών χρηματικών διαθεσίμων εκτός τραπεζικού συστήματος, και των χημικών. Στην αντίπερα όχθη, βρίσκεται το λιανεμπόριο που αντιμετώπισε προβλήματα σε ποσοστό 39% στην είσπραξη απαιτήσεων και είδε τις παραγγελίες να ακυρώνονται σε ποσοστό 29%, κάτι που έχει ως συνέπεια μόλις μία στις πέντε επιχειρήσεις να δηλώνει ότι αναμένει άμεση επαναφορά με την άρση των capital controls. Ισχυρό πλήγμα δέχθηκε και ο κατασκευαστικός κλάδος, με το 33% των μικρομεσαίων κατασκευαστικών για έργα υποδομής να διακόπτει την παραγωγή, το 35% να περιορίζει την απασχόληση μέσω απολύσεων ή υποχρεωτικών αδειών και μόλις το 6% να έχει επαρκή χρηματικά διαθέσιμα εκτός τραπεζικού συστήματος.
kathimerini.gr
Τα capital controls έπληξαν κυρίως τις μικρομεσαίες Επιχειρήσεις