Με τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις της ελληνικής κυβέρνησης, όπως θεσπίστηκαν και ισχύουν από την 1/1/18, τα άτομα στο Φάσμα του Αυτισμού δέχονται
άλλο ένα καίριο πλήγμα καθώς:
Το ποσοστό αναπηρίας που είχε καθιερωθεί στο 67% μειώνεται στο 50% για τα άτομα που κρίνονται ως υψηλής λειτουργικότητας και με ήπια νοητική υστέρηση ή κανονική κατανομή στο δείκτη νοημοσύνης. Η απόφαση αυτή καταγγέλλεται ως ιδιαιτέρως βλαπτική, εφόσον η μείωση του ποσοστού:
1.Συμπαρασύρει μια σειρά από παροχές ζωτικής σημασίας, όπως το επίδομα κοινωνικής πρόνοιας, την ελεύθερη μετακίνηση στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και τη φορολογική ελάφρυνση των γονέων.
2.Θέτει τη μελλοντική τους επιβίωση σε σοβαρό κίνδυνο, καθώς σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία η μεταβίβαση της σύνταξης του θανόντα γονέα ισχύει μόνο για τα ποσοστά αναπηρίας του 67% και άνω και με το χαρακτηρισμό, «ανίκανος για βιοποριστική εργασία». Ως αποτέλεσμα, τα άτομα με ΔΑΦ χάνουν το μοναδικό πόρο επιβίωσης που υπήρχε μέχρι πρόσφατα, σε περίπτωση απώλειας της γονικής προστασίας λόγω θανάτου.
3.Στην Ελλάδα δεν υφίσταται κοινωνικό κράτος που να εγγυάται ασφάλιση και εργασία με βάση τις ποσοστιαίες προσλήψεις σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, φορείς παροχής επαγγελματικής κατάρτισης συνδεδεμένους με την αγορά εργασίας ή στέγες υποστηριζόμενης διαβίωσης. Ως αποτέλεσμα, ένα άτομο με ΔΑΦ που λαμβάνει διάγνωση με ποσοστό 50%, χάνει το μοναδικό πόρο επιβίωσης.
Στο πλαίσιο αυτό ο Σύλλογος Γονέων Κηδεμόνων & Φίλων Ατόμων με Αυτισμό Ρεθύμνου προχώρησε στην προσφυγή στο ΣτΕ με κύριο στόχο την προάσπιση των δικαιωμάτων των ατόμων με αυτισμό όπως αυτά κατοχυρώνονται από τη διεθνή σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας το 2012 και εξειδικεύτηκε το 2017.
Πως η διαφορετικότητα γίνεται διοικητική διαφορά
Ως σύλλογος που ιδρύθηκε στην πόλη του Ρεθύμνου το 2007, στοχεύουμε στην προάσπιση των δικαιωμάτων και στην υποστήριξη των ατόμων με Διαταραχές του Αυτιστικού Φάσματος όλων των ηλικιών αλλά και των οικογενειών τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αυξημένες και επείγουσες ανάγκες των παιδιών και ενήλικων με ΔΑΦ, μας κατηύθυνε στη διαμόρφωση των βασικών σκοπών σύστασης του σωματείου μας, όπως περιγράφονται συνοπτικά παρακάτω:
•Διοργάνωση εκδηλώσεων για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού.
•Άσκηση πίεσης και διεκδίκηση για τη δημιουργία υποδομών που συμβάλουν στην εκπαίδευση, κατάρ¬τιση, κοινωνική υποστήριξη, εργασία και καλύτερη διαβίωση ατόμων με αυτισμό.
•Δημιουργία ενός Κέντρου Ημέρας καθώς και ενός Ξενώνα ή Στέγης ημιαυτόνομης διαβίωσης για άτομα με αυτισμό στο Νομό Ρεθύμνου.
Προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα το ευρύ κοινό, όπως και οι φορείς της ελληνικής Πολιτείας το εύρος της διαταραχής και των συνεπειών της στην κοινωνία, όπως και τα αίτια ανάληψης της πρωτοβουλίας προσφυγής στο ΣτΕ, παραθέτουμε συνοπτικά τα κάτωθι στοιχεία:
Οι Διαταραχές του Αυτιστικού Φάσματος θεωρούνται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα ως μέρος των σοβαρότερων και πιο σύνθετων αναπτυξιακών διαταραχών με ραγδαία αύξηση των περιστατικών σε παγκόσμια κλίμακα. Στις μέρες μας, 1/68 άτομα εκτιμάται ότι ανήκει στο Φάσμα του Αυτισμού, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία του αμερικάνικου οργανισμού Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων .
Σε συνάρτηση με τον προαναφερθέντα στατιστικό υπολογισμό, τα άτομα με ΔΑΦ στην Ελλάδα υπολογίζονται σε περίπου 150.000, αν και η σκόπιμη απόκρυψη επίσημων στατιστικών στοιχείων, παράλληλα με την απουσία Εθνικού Μητρώου Αναπήρων, δεν επιτρέπει την παροχή ακριβών στοιχείων. Ως αποτέλεσμα, η συστηματική αποσιώπηση του αριθμού των περιστατικών σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο (επιπολασμός) δεν αποτρέπει μόνο την επιστημονική κοινότητα που ασχολείται με τη διαταραχή από την αξιολόγηση των συνεπειών της στη δημόσια υγεία και στην κοινωνία. Ταυτόχρονα, θέτει σοβαρά εμπόδια στους γονείς και στα ίδια τα άτομα με ΔΑΦ στη διαμόρφωση και εφαρμογή της κατάλληλης νομοθεσίας, στη διεκδίκηση γενικά παραδεδεγμένων μεθόδων πρώιμης διάγνωσης και αξιολόγησης, στην εξατομικευμένη θεραπευτική παρέμβαση σε όλα τα στάδια της ζωής, καθώς και στην διαρκή υποστήριξη των ίδιων και των οικογενειών τους από τους καθ’ ύλην αρμόδιους φορείς της Πολιτείας. Επιπλέον, οφείλουμε να αναφέρουμε την προοπτική της έρευνας, τα αποτελέσματα της οποίας θα μπορούσαν να επηρεάσουν καταλυτικά την ποιότητα ζωής των ατόμων με ΔΑΦ, ανοίγοντας δρόμους για την ικανοποίηση αναγκών και υπηρεσιών. Εν ολίγοις, η έλλειψη επίσημων στοιχείων καταλήγει στη στέρηση των απαραίτητων πόρων από μια ευρεία κοινότητα ανθρώπων με σοβαρή και ισόβια αναπηρία.
Περίπου οκτώ χρόνια τώρα, αφότου η χώρα μπήκε σε καθεστώς μνημονίων και σε παρατεταμένη δημοσιονομική κρίση, οι Έλληνες πολίτες βιώνουν καθημερινά την ανεργία, τις δραματικές περικοπές μισθών και συντάξεων και τη σταδιακή απώλεια βασικών παροχών στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και της υγείας. Η νέα κατάσταση επηρεάζει δραστικά τις πιο ευάλωτες ομάδες, όπως τους ηλικιωμένους και τα Άτομα με Αναπηρία.Επί του προκειμένου, σε μια συμβολική κίνηση, και με σκοπό να αναδείξουμε πτυχές των δημοσίων πολιτικών για την αναπηρία που διαφεύγουν ή αποσιωπούνται, προσφύγαμε στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), ζητώντας την ακύρωση των πρόσφατων υπουργικών αποφάσεων, οι οποίες θεμελιωδώς μεταβάλλουν τα ελάχιστα μέχρι σήμερα κεκτημένα δικαιώματα των ατόμωνμε ΔΑΦ.
Κατ’ αρχάς, το κείμενο αναφοράς για τα δικαιώματα των ατόμων με ΔΑΦ, όπως και κάθε ατόμου με αναπηρία είναι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει (ν. 4074/2012) και με χαρακτηριστική δυστοκία εξειδικεύσει νομοθετικά λίαν προσφάτως μέσα στο νόμο για τα μνημονιακά κατάλοιπα (ν. 4488/2017). Η Σύμβαση αυτή, όπως και τα όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα που απορρέουν από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, και άλλες διεθνείς ή περιφερειακές συμβάσεις αγνοούνται επιδεικτικά από το σύνολο των διοικητικών δομών και λειτουργιών της χώρας. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται και τα Διοικητικά Δικαστήρια, που ακόμα αποδέχονται την εκδίκαση υποθέσεων κρίσης της Αναπηρίας ως “διοικητικές διαφορές”. Όπως αποδεικνύεται από την ίδια τη στάση των νομοθετικών και διοικητικών δομών μιας κατ΄επίφαση ευνομούμενης Πολιτείας, η διαπλοκή που εξυπηρετεί οικονομικούς δείκτες και παγιωμένα συμφέροντα παίρνει σάρκα και οστά μέσω πολυδαίδαλων, χαοτικών και αυθαίρετων διαδικασιών τις οποίες αδυνατεί να διαχειριστεί ένας απλός πολίτης.
Στις επόμενες γραμμές παρουσιάζονται διεξοδικά οι πιο πρόσφατες αποφάσεις για τις οποίες ο σύλλογός μας έχει καταθέσει αίτηση αναστολής και ακύρωσης:
Η πρώτη απόφαση (Αρ.Πρωτ: Φ. 80000/45219/1864 18/12/2017), η οποία είναι και η σημαντικότερη, δημοσιεύτηκε την 27η Δεκεμβρίου 2017 (ΦΕΚ Β’ 4591) και αφορά στην αναθεώρηση του Ενιαίου Πίνακα Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας (ΕΠΠΠΑ). Ως επακόλουθο του νομοθετήματος, χάνεται το κατώτατο όριο του ποσοστού αναπηρίας 67% που έθετε ο προηγούμενος πίνακας, το οποίο απέδιδε τόσο τη σοβαρότητα της διαταραχής (βαριά, δια βίου αναπηρία) όσο και το συνεπακόλουθο είδος και περιεχόμενο της προστασίας. Ως νέο, κατώτερο ποσοστό αναπηρίας ορίζεται το 50%, ενώ εισάγεται στην αξιολόγηση -χωρίς επιστημονικές διασφαλίσεις- η ασαφής και αμφιλεγόμενη έννοια της “προσαρμοστικής λειτουργικότητας”, ειδικά στη ΔΑΦ και τη Νοητική Υστέρηση. Χωρίς καμία αιτιολόγηση και χωρίς να έχει υπάρξει εμπλοκή της επιστημονικής κοινότητας και διαβούλευση με αντιπροσωπευτικούς φορείς εκπροσώπησης του Αυτισμού, μια κατ’ ουσίαν διοικητική επιτροπή, η οποία έχει βαπτιστεί ως “Ειδική Επιστημονική”, της οποίας προεδρεύει πρόσωπο πολιτικής επιλογής και στην οποία συμμετέχουν διοικητικά στελέχη του Υπουργείου Εργασίας, εκπόνησε και εισηγήθηκε ένα ιδιότυπο ελληνικό σύστημα αξιολόγησης της αναπηρίας. Ο Υφυπουργός κ. Αναστάσιος Πετρόπουλος, θεώρησε επιστημονικά επαρκές και σύννομο το προϊόν του έργου αυτής της Επιτροπής και το ενέκρινε. Θεώρησε επίσης ότι είναι ο μόνος που χρειάζεται να δώσει έγκριση και ότι δεν συντρέχει λόγος συναρμοδιότητας άλλου Υπουργού, αν και με αυτό ρυθμίζονται ζητήματα αρμοδιότητας τριών διαφορετικών υπουργείων:
α) του Υπουργείου Υγείας (αξιολόγηση παθήσεων, ιατρικές γνωματεύσεις, εισηγητικός φάκελος ασθενούς, δικαιώματα ασθενούς)
β) του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία κατά τον ν. 4488/2017, Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες – Προαιρετικό Πρωτόκολλο, το οποίο η Ελλάδα έχει υπογράψει)
γ) του Υπουργείου Επικρατείας (υπουργού αρμόδιου για το συντονισμό δημόσιων πολιτικών για την αναπηρία).
Το επικίνδυνο χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπόθεσης είναι ότι η Υπουργική Απόφαση παρακάμπτει αυστηρές αρχές και πρότυπα της άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, αναθέτοντας στους θεράποντες ιατρούς να συμπληρώνουν επιστημονικοφανείς εισηγητικούς φακέλους μέσω της παροχής πληροφοριών για τη λειτουργικότητα ενός ατόμου με ΔΑΦ και εν απουσία των απαραίτητων αξιολογικών εργαλείων για την εφαρμογή της πλήρους και ενδεδειγμένης αξιολογικής δοκιμασίας. Καταφανώς, γινόμαστε μάρτυρες μιας ωμής πολιτικής παρέμβασης στην άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, ειδικά από έναν Υφυπουργό χωρίς τη νόμιμη αρμοδιότητα.
Η δεύτερη Υπουργική απόφαση (Αρ. Πρωτ: Φ. 80000/οικ. 2 / 1/2017) δημοσιεύεται την 8η Ιανουαρίου 2018 (Τεύχος Β’ 7) και αφορά στον αναθεωρημένο πίνακα των μη αναστρέψιμων παθήσεων, κάνοντας πλέον λόγο για «επ’ αόριστον παθήσεις». Σε αυτή την απόφαση ο Αυτισμός έχει την “τιμητική” του. Οι επιστημονικοί εγκέφαλοι της Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής, έξω και πέρα από κάθε διεθνώς παραδεδεγμένη γνώση και πρακτική, θέτουν αυθαίρετα ορισμένα και αυστηρά χρονικά ορόσημα (στα 7 και στα 17 έτη) στα οποία πρέπει να εντοπιστεί και να τεκμηριωθεί η ύπαρξη της διαταραχής, αν και είναι ισόβιας διάρκειας σύμφωνα με όλα τα διεθνή επιστημονικά δεδομένα. Ως γνωστόν, ένα παιδί ή ενήλικας που διαγιγνώσκεται στο Αυτιστικό Φάσμα, μετατρέπεται σε νευροτυπικό λίγα χρόνια αργότερα.
Μια τρίτη Υπουργική απόφαση [Αριθμ. Δ 12 /Γ.Π.οικ.2738/36 σύμφωνα με τις διατάξεις του τις διατάξεις του άρθρου 215 τουν. 4512/2018 (Α’ 5)] δημοσιεύεται την 18η Ιανουαρίου (ΦΕΚ 57), η οποία έρχεται να ρίξει στάχτη στα μάτια όσων αμφισβητήσουν την επιστημονικότητα του εγχειρήματος της Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής. “Ένας κατάλογος 12 ερωτήσεων, κατάλληλα επαυξημένος και προσαρμοσμένος για την Ελλάδα” θα οδηγεί σε πορίσματα τα οποία “θα αποτελούν παράρτημα της γνωστοποίησης του αποτελέσματος πιστοποίησης της αναπηρίας”.
Δικαιολογημένα τίθενται τα ακόλουθα ερωτήματα:
α) Πόσο διαφορετικοί είναι οι Έλληνες που ανήκουν στο Αυτιστικό Φάσμα από
εκείνους άλλων χωρών;
β) Έχει η συγκεκριμένη χρήση και τροποποίηση ενός εργαλείου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) λάβει τη σχετική έγκριση από τον Οργανισμό;
γ) Ποιος είναι ο λόγος χρήσης ενός εργαλείου περιορισμένης δυνατότητας στην διαδικασία αξιολόγησης της αναπηρίας μιας εξειδικευμένης πάθησης; (σ.σ. κατά τον ‘ΠΟΥ’, το ερωτηματολόγιο των 12 ερωτήσεων ενδείκνυται για τη διεξαγωγή ερευνών και μελετών σε πληθυσμούς αναπήρων – για την εξατομικευμένη αξιολόγηση της λειτουργικότητας του ΑμεΑ ενδείκνυται το ερωτηματολόγιο των 36 ερωτήσεων).
δ) τι νόημα έχει η χρήση του ερωτηματολογίου από τη στιγμή που το πόρισμα αυτού δεν λαμβάνεται υπόψη στη διαμόρφωση του αποτελέσματος της αξιολόγησης της αναπηρίας ούτε επηρεάζει τη διαμόρφωση του αποτελέσματος της αξιολόγησης της αναπηρίας ούτε επηρεάζει το αποδιδόμενο ποσοστό;
ε) Γιατί δεν έχει προβλεφθεί χρήση εργαλείου αξιολόγησης της λειτουργικότητας στα χέρια του θεράποντος ιατρού, από τη στιγμή που στον εισηγητικό φάκελο του Αυτισμού έχουν συμπεριληφθεί πεδία αξιολόγησης της λειτουργικότητας;
Συμπεραίνοντας, η συγκεκριμένη υπουργική απόφαση επιβεβαιώνει τις προθέσεις του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης να διατηρήσει και να προστατέψει μια κατάσταση αδιαφάνειας, αυθαιρεσίας και σύγχυσης εντός και πέριξ του συστήματος αξιολόγησης της αναπηρίας. Ο προφανής λόγος είναι ότι θίγονται και απειλούνται μακροχρόνια και παγιωμένα διακομματικά συμφέροντα ετών, το πολιτικό κόστος εξάρθρωσης των οποίων είναι τεράστιο και απευκταίο για την Κυβέρνηση στην παρούσα συγκυρία. Εν κατακλείδι, ο Αυτισμός στην Ελλάδα, υπό το φως των τελευταίων κανονιστικών πράξεων και στο πλαίσιο της εν γένει υποχώρησης του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους κατά τα τελευταία έτη, τολμούμε να πούμε ότι τελεί υπό διωγμό.
Δυστυχώς, η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ), η οποία επ ουδενί δεν εκφράζει ούτε καν το σύνολο των ατόμων που ανήκουν στο Αυτιστικο φάσμα δεν αξίωσε ρητά και αποφασιστικά ισονομία και ισοπολιτεία για τα άτομα με ΔΑΦ. Στο ίδιο πνεύμα, ο Συνήγορος του Πολίτη, αν και συνιστά Εθνική Αρχή για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εσχάτως Πλαίσιο Παρακολούθησης, Προαγωγής και Προστασίας της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, «ποιεί την νήσσαν», αποφεύγοντας να πράξει τα δέοντα και να πάρει θέση στις προαναφερθείσες νομοθετημένες παρανομίες. Παράλληλα, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) λάμπει δια της απουσίας της, ενώ αποτελεί θεσμοθετημένο όργανο της ελληνικής Πολιτείας όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σύμφωνα με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα πλαίσια λειτουργίας του ΣτΠ, όσο και της ΕΕΔΑ , και οι δυο φορείς όφειλαν να έχουν τοποθετηθεί δημόσια και με σαφήνεια, τόσο για τις τελευταίες Υπουργικές Αποφάσεις, όσο και για την εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών. Οι ίδιοι φορείς θα όφειλαν τουλάχιστον, να είχαν αποστείλει σε διεθνείς οργανισμούς ‘shadow reports΄, αποκαλύπτοντας τη συστηματική παραβίαση των δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρίες από τις ίδιες τις δομές της Πολιτείας και από την Κυβέρνηση. Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητείται η ακύρωση των δύο πρώτων παραπάνω Υπουργικών Αποφάσεων, όπως και κάθε προηγούμενης ή επόμενης συναφούς πράξης.
Σύμφωνα με όλα τα προλεχθέντα, η Προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, πέραν της αναχαίτισης των απαράδεκτων πολιτικών της Κυβέρνησης, ξεδιπλώνει για πρώτη φορά ενώπιον της Διοικητικής Δικαιοσύνης την πλήρη διάσταση της αντιμετώπισης της αναπηρίας από την ελληνική Πολιτεία σε όλα τα επίπεδα. Μεταξύ άλλων, τίθενται υπόψη των Συμβούλων Επικρατείας ζητήματα παθογένειας και αμφισβητούμενης νομιμότητας του κανονιστικού πλαισίου των Κέντρων Πιστοποίησης της Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), όπως η ανωνυμία των Ιατρών του Ειδικού Σώματος, η μη αιτιολόγηση των αποφάσεων των Υγειονομικών Επιτροπών και η μη Συμβατότητα του Συστήματος με το δικαιωματικό μοντέλο της Αναπηρίας και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες.
Για πρώτη φορά, ζητείται ευθέως και τεκμηριωμένα από τη Διοικητική Δικαιοσύνη να εισάγει στην κρίση της το φίλτρο των Ατομικών Δικαιωμάτων και δη των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρίες. Η απόφαση που θα ληφθεί αναμένεται να μεταφέρει ένα ισχυρό μήνυμα στα Άτομα με Αναπηρία, όπως και στην ελληνική κοινωνία ως σύνολο.
Με εκτίμηση,
Το Δ. Σ.
Κλάδου Ειρήνη (Πρόεδρος)
Μελισσινός Παύλος (Αντιπρόεδρος)
Καρασούλη Καλλιόπη ( Γραμματέας)
Τσουντάνης Γαβριήλ (Ταμίας)
Κουτσουδάκη Χρυσούλα (μέλος)