Monday, 23 December, 2024

26/05/2018 Ψυχοσάββατο

Το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής, λέγεται – «Σάββατο των Ψυχών» ή Ψυχοσάββατο. Είναι το δεύτερο από τα δύο Ψυχοσάββατα του έτους

(το πρώτο επιτελείται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω). Ο λόγος που το καθιέρωσε η Εκκλησία μας, παρ’ ότι κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, είναι ο εξής: Επειδή πολλοί κατά καιρούς απέθαναν μικροί ή στην ξενιτιά ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους κρημνούς ή και μερικοί, λόγω πτώχειας, δεν αξιώθηκαν των διατεταγμένων μνημοσυνών, «οι θείοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν το μνημόσυνο αυτό υπέρ πάντων των άπ’ αιώνος εύσεβώς τελευτησάντων Χριστιανών».

Στις 26 Μαΐου, μια ακόμη ευκαιρία μας προσφέρει η Αγία μας Εκκλησία, να θυμηθούμε και να τιμήσουμε τους νεκρούς μας, τόσο τα πρόσωπα που υπήρξαν προσφιλή για μας κατά τη διάρκεια του βίου τους, όσο και το σύνολο των μελών της που κοινωνούμε μαζί τους μέσα από την αγάπη του Θεού και τη χάρη των μυστηρίων, υπερβαίνοντας το φθαρτό χρόνο του αιώνος τούτου. Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής.
Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής
Με τη μέριμνα αυτή επιβεβαιώνεται, με άλλα λόγια, η ενότητα της θριαμβεύουσας και της στρατευόμενης Εκκλησίας, η κοινή πορεία προς τη Βασιλεία του Θεού, η αλληλεγγύη του Σώματος του Χριστού που υπερβαίνει τόπους, καιρούς, ακόμη και τη βιολογική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Βέβαια, είναι αλήθεια ότι μέσα στη ζωή της Εκκλησίας έχουμε τη δυνατότητα να τιμάμε τους κεκοιμημένους αδελφούς και πατέρες μας μέσα από πολλές ευκαιρίες.
Από την καθημερινή προσευχή μας, τις ειδικές Ακολουθίες (τρισάγια, μνημόσυνα κ.λπ.), ή και κάθε Σάββατο, που είναι ημέρα αφιερωμένη στη μνήμη τους.
Πέραν αυτών, ωστόσο, δύο Σάββατα του έτους, αυτό της Απόκρεω και το σημερινό της Πεντηκοστής, αφιερώνονται ειδικά στη μακάρια ανάπαυση των αποδημησάντων αδελφών μας.
Ειδικότερα στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις «μνείαν ποιούμεθα» των αδελφών που εγκατέλειψαν τον παρόντα βίο σε συνθήκες εμπερίστατες, οπότε δεν έτυχαν των συνήθων καθορισμένων εκκλησιαστικών τελετών: όσων δηλαδή ξεψύχησαν κατά τη διάρκεια πολέμων, ταξιδιών, σε μακρινούς και απόμερους τόπους, σε βρεφική ηλικία, σε δυστυχήματα ή ακόμα και όσοι λόγω φτώχειας και ένδειας δεν αξιώθηκαν της εξοδίου Ακολουθίας και των υπόλοιπων της Εκκλησίας ευχών.
Την παραμονή, λοιπόν, της μεγάλης γιορτής της φανέρωσης της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο, της Πεντηκοστής, δεν λησμονούμε τους προαπελθόντες αδελφούς μας και διατρανώνουμε την Οικουμενικότητα και την Καθολικότητα της Μίας και Αδιαίρετης Κοινωνίας του εκκλησιαστικού σώματος.
Οι προσευχές των ζωντανών ενώνονται εν Χριστώ με αυτές των κεκοιμημένων στην ευχαριστιακή κοινωνία και δίνουν την ευκαιρία στον Φιλεύσπλαχνο Πατέρα να προσφέρει τη συγχώρεση, όπως διδάσκει η εκκλησιαστική μας Παράδοση.
Δεόμενοι για τους αδελφούς που δεν ζουν πλέον μαζί μας, εκφράζουμε την αγάπη μας γι’ αυτούς και έχουμε έτσι τη δυνατότητα να απαλύνουμε τη θλίψη μας και να έλθουμε σε κοινωνία μαζί τους διατηρούμενοι όλοι στην αιώνια μνήμη και αγάπη του Θεού.
Παράλληλα, προτρεπόμαστε να επιδοθούμε σε έργα ευποιΐας και αγάπης, προς όφελος αυτών που εξεδήμησαν αλλά και ημών των ιδίων.
Ψυχοσάββατο – Κόλλυβα
Κόλλυβο είναι βρασμένο σιτάρι, το όποιο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεο-ϋπόστατο Σώμα Του με το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο 12ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου:
«Το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται), εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει».
Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α’ επιστολή (κεφάλαιο 16): «Εκείνο που εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει», και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σπυρί του σιταριού.
Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή η Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά που προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά που προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας.
Ο δεύτερος λόγος για τον όποιο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με το βράσιμο η διάλυση και η φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.
Και όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί βέβαια να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ο όποιος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα, έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα όποια έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα όποια συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν βέβαια μ’ φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα.
Γι΄ αυτό όλοι ομολογούμε ότι η ανάσταση των νεκρών είναι έργο πού ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου