Η Τίπι Χέντρεν, η αγαπημένη πρωταγωνίστρια του Χίτσκοκ, φαινόταν από παλιά ότι δεν ήταν σαν τις άλλες ηθοποιούς.
Η ομορφιά της και ο εκρηκτικός της χαρακτήρας ήταν φανερά από τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Γεννημένη το 1930 στη Μινεσότα, από τον Μπερνάρντ Καρλ Χέντρεν και την Δωροθέα Ενρίεττα Εκχάρτ. Από την πλευρά του πατέρα της η Χέντρεν είναι Σουηδή ενώ από την πλευρά της μητέρας της είναι Γερμανίδα και Νορβηγή.
Ο πατέρας της είχε ένα μικρό κατάστημα γενικού εμπορίου στο Λαφάγιετ της Μινεσότα, και τις έδωσε το παρατσούκλι «Τίπι» (στα σουηδικά σημαίνει μικρό κορίτσι), ενώ το πραγματικό της όνομα είναι Νάταλι Κέι. Η κακή υγεία του πατέρα της θα αναγκάσει την οικογένεια να μετακομίσει στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια. Από μικρή ηλικία η Χέντρεν θα ασχοληθεί με το μοντελινγκ, κάνοντας φωτογραφίσεις για περιοδικά, και παίρνοντας μέρος σε επιδείξεις μόδας, αρχικά στο Λος Άντζελες και έπειτα στη Νέα Υόρκη.
Μετά από μια επιτυχημένη καριέρα μοντέλου και εξώφυλλα σε περιοδικά κορυφαίων περιοδικών, μεταξύ άλλων το Life και το Glamour, η Τίπι Χέντρεν μπήκε στην ηθοποιία, έπειτα από μια τηλεοπτική διαφήμιση ενός αναψυκτικού το 1961, όπου ο Άλφρεντ Χίτσκοκ ήρθε σε επαφή με τον ατζέντη της και συναντήθηκαν χωρίς όμως ο σκηνοθέτης να της αναφέρει ότι την ήθελε για να παίξει στην ταινία «Τα πουλιά».
Ο Χίτσκοκ ήθελε αρχικά την Γκρέις Κέλι, αλλά εκείνη μετά τον γάμο της με τον Ρενιέ αποφάσισε να εγκαταλείψει την ηθοποιία, αναγκάζοντας τον Χίτσκοκ να βρει καινούργια πρωταγωνίστρια. Η Χέντρεν έπαιξε σε δύο μόνο ταινίες του Χίτσκοκ με τη δεύτερη ταινία «Μάρνι» του 1962 να κερδίζει μια Χρυσή Σφαίρα ως ηθοποιός της χρονιάς. Συνολικά έπαιξε σε 20 ταινίες, μεταξύ άλλων και στην τελευταία ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, «Η Κόμισσα από το Χονγκ Κονγκ» το 1967. Το 1952 η Χέντρεν παντρεύτηκε τον Πίτερ Γκρίφιθ και απέκτησε την κόρη της, επίσης ηθοποιός Μέλανι Γκρίφιθ, το 1957. Χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε άλλες δύο φορές πριν αφοσιωθεί στην σωτηρία των άγριων ζώων, όπου ασχολήθηκε εντατικά με το Shambala Preserve, ένα εξωτικό καταφύγιο για άγρια ζώα στην Καλιφόρνια.
Η 90χρονη σήμερα Χέντρεν, είχε πάντα πάθος με τα αιλουροειδή, που πολλές φορές γινόταν και εμμονή. Αυτή η λατρεία της, την οδηγούσε σε πολλές αποφάσεις, που αργότερα αναγνώρισε η Χέντρεν ότι ήταν «πολύ ηλίθιες».
Μία από αυτές, ήταν να πάρει ως «κατοικίδιο» ένα λιοντάρι, σχεδόν 200 κιλών, τον Νιλ, στο σπίτι της, στο Μπέβελι Χιλς. Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες από το διάσημο περιοδικό LIFE του 1971, με το λιοντάρι που ζούσε στο σπίτι που έμενε με την κόρη της, Μέλανι Γκρίφιθ, την κάνει να νιώθει αμήχανα.
Μια άλλη απόφαση για την οποία έχει μετανιώσει, είναι η περίφημη ταινία περιπέτειας του 1983, «Roar», την οποία χαρακτηρίζει ως «την πιο επικίνδυνη ταινία που έγινε ποτέ». Σε αυτήν πρωταγωνιστούσε η ίδια η Χέντρεν και η τότε 13χρονη κόρη της, καθώς και 150 άγρια ζώα, όπως λιοντάρια, τίγρεις, ιαγουάροι, λεοπαρδάλεις, πάνθηρες, τσιτάχ, κούγκαρ και τιγρολέοντες από το δικό τους θηριοτροφείο κατοικίδιων ζώων. Στην ταινία αναφέρεται ότι «Κανένα ζώο δεν τραυματίστηκε κατά τα γυρίσματα του Roar. Αλλά 70 μέλη του cast και του προσωπικού, τραυματίστηκαν». «Ποιοι πιστεύαμε ότι ήμασταν, για να διακινδυνεύσουμε όλες αυτές τις ζωές, τα μέλη του συνεργείου μας, τα ζώα μας, και, πάνω απ ‘όλα, τα παιδιά μας, για κάτι που πραγματικά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια πολύ, πολύ ακριβή ταινία;», έγραψε η Χέντρεν στα απομνημονεύματά της.
Πώς προέκυψε το πάθος της Χέντρεν για τα αιλουροειδή
Η παράλογη ιδέα για την ταινία ήταν μια σκέψη της Χέντρεν και του τότε συζύγου της, Νόελ Μάρσαλ, που σκηνοθέτησε και έπαιξε επίσης στην ταινία. Όλα ξεκίνησαν το 1969 όταν η Χέντρεν έκανε γυρίσματα στη Ζιμπάμπουε. Είχαν ήδη περάσει έξι χρόνια από τότε που έκανε το διάσημο ντεμπούτο της στο Χόλιγουντ, στην ταινία «Τα Πουλιά», του Χίτσκοκ. Μέχρι τότε, η ξανθιά ηθοποιός, είχε συνηθίσει να της συμπεριφέρονται σαν σταρ, ώσπου κάποια στιγμή, ο σκηνοθέτης ζήτησε ξαφνικά από όλους να σταθούν και να κάνουν άκρη για να περάσει το λιοντάρι.
«Στη συνέχεια, ένας άντρας εμφανίστηκε, κινούμενος προς εμάς. Δίπλα του, ήταν ένα θαυμάσιο, χρυσό λιοντάρι, απίστευτα χαριτωμένο για το τεράστιο μέγεθος του, με την καφετί χαίτη του να είναι σαν μια αύρα γύρω από το περήφανο κεφάλι του», γράφει η Χέρντεν στο βιβλίο της «Tippi: A Memoir. ‘The king of beasts indeed, I thought, pure royalty’».
Τις επόμενες εβδομάδες, είδε από κοντά ένα λιονταράκι 18 μηνών, το οποίο περιέγραψε ως «ενενήντα κιλά ενέργειας και ανοησίας, τόσο παιχνιδιάρικο όπως ένα κουτάβι, ακαταμάχητο». Από εκείνη την ημέρα, η Τίπι Χέντρεν, κόλλησε το «μικρόβιο» για τις «μεγάλες γάτες». «Η μέχρι τότε άποψή μου ότι οι μεγάλες γάτες δεν ήταν, τελικά, τίποτα περισσότερο από όμορφα, μοχθηρά αρπακτικά, άρχισε να καταρρέει. Ήταν απίστευτα πολύπλοκα πλάσματα, πολύ πιο εκπληκτικά από ό, τι είχα συνειδητοποιήσει ποτέ, και όσα περισσότερα μάθαινα για αυτά, τόσα περισσότερα ήθελα να μαθαίνω».
Το σενάριο για το «Roar», ήρθε στο μυαλό της Χέντρεν και του συζύγου της Νόελ Μάρσαλ, μετά την επίσκεψή τους στην αφρικανική άγρια φύση και αισθάνθηκαν έκπληκτοι στη θέα περήφανων λιονταριών που είχαν καταλάβει μια εγκαταλελειμμένη φυτεία. «Υπήρχαν λιοντάρια παντού. Κάποια ξάπλωναν στη στέγη, γυρνώντας το κεφάλι τους και κοιτάζοντάς χωρίς να τους κάνουμε εντύπωση. Μερικά κοιμόντουσαν στα παράθυρα. Δύο από αυτά χαλάρωναν σε μια σαραβαλιασμένη κούνια».
Η Χέντρεν είπε ότι γούρλωσε τα μάτια της, όταν ο Μάρσαλ της πρότεινε να μεταφέρουν αυτό που έβλεπαν, σε μια ταινία. Αλλά αυτή η ιδέα, προχώρησε σε μια 11χρονη εμμονή, η οποία οδήγησε στη δημιουργία μιας «παρέας» από αιλουροειδή, τα οποία ζούσαν στο πολυτελές σπίτι της ηθοποιού στο Μπέβερλι Χιλς.
Roar: Η πιο επικίνδυνη ταινία που γυρίστηκε ποτέ
Όπως ήταν φυσικό, τα γυρίσματα της ταινίας δεν ήταν καθόλου εύκολα. Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε να είναι, ότι πρέπει να κουμαντάρεις 50 θηρία, τα οποία εκτός του ότι δεν τα πάνε όλα καλά μεταξύ τους, πρέπει να υπακούσουν και στις εντολές των ανθρώπων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα μίας σκηνής, στην οποία δύο τίγρεις της Σιβηρίας, βρίσκονταν στο πίσω κάθισμα μιας Chevrolet. Για να γυριστεί αυτή η σκηνή, χρειάστηκαν επτά εβδομάδες, καθώς τα ζώα στο άκουσμα της μηχανής, θεωρούσαν ότι απειλούνταν και πηδούσαν συνεχώς έξω από το αυτοκίνητο.
Το να συγκεντρωθούν μαζί τόσες πολλές «άγριες γάτες», ήταν το μεγαλύτεο εμπόδιο της ταινίας. Το γεγονός ότι πολλά ενήλικα λιοντάρια αναγκάζονται να συνεργαστούν και να ζήσουν μαζί, θα μπορούσε να έχει θανάσιμες συνέπειες. Οι διαδικασίες έπρεπε να είναι αργές, αλλιώς, τα βασικά ένστικτα θα υπερίσχυαν της κατάρτισης και της αγάπης σε μια στιγμή, και μπορούσαν να ενεργοποιηθούν από την κτητικότητα για οτιδήποτε, από το φαγητό και την προσοχή, σε ένα σωρό φύλλα ή μια μπάλα. Η Χέντρεν και ο Μάρσαλ συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν πρακτικό να συγκεντρωθεί το άγριο cast του Roar με ζώα άλλων ανθρώπων. «Θα έπρεπε να δημιουργήσουμε μια δικιά μας αγέλη, πενήντα εγχώριων λιονταριών…», εξήγησε η ηθοποιός.
«Στενομυαλιά; Πείσμα; Έντονη αποφασιστικότητα; Καθαρή παραφροσύνη; Δεν γνωρίζαμε, και δεν σταματήσαμε να το αναλύσουμε», έγραψε η Χέντρεν.
Όταν η Τίπι Χέντρεν είχε για κατοικίδιο ένα… λιοντάρι
Ο Ρον Όξλεϊ, ένας παλαίμαχος εκπαιδευτής ζώων στο Λος Άντζελες, ενθάρρυνε τη Χέντρεν να ζήσει με λιοντάρια στο σπίτι, προκειμένου να αποκτήσει μια οικειότητα και κατανόηση των μεγαλοπρεπών αυτών ζώων. Μετά από αυτή τη συμβουλή, η οικογένεια Μάρσαλ υποδέχτηκε τον Νιλ, ένα λιοντάρι σχεδόν 200 κιλών, στο σπίτι τους. Ο Νιλ, έγινε το επίκεντρο της προσοχής, στο περίφημο φωτογραφικό αφιέρωμα του περιοδικού Life το 1971. Οι εικόνες με τον εντυπωσιακό αυτόν «γίγαντα» να βρίσκεται στο σπίτι με τους Μάρσαλ, είναι συγκλονιστικές. «Ο Νιλ ήταν συναρπαστικός, μερικές φορές ξεκαρδιστικός, μερικές φορές ανησυχητικός», γράφει η Χέντρεν. Η οικογένεια, άρχισε να τον μαθαίνει και να αποκρυπτογραφεί τις κινήσεις του. Έμαθαν ότι όταν ο Νιλ διψούσε, θα τους ειδοποιούσε πηγαίνοντας στην κουζίνα και θα σήκωνε τα πόδια του στο νεροχύτη. Έπινε νερό από τη βρύση, ακριβώς όπως μια γάτα. Έμαθαν επίσης να μεταφράζουν τα γρυλίσματα του, τα βογκητά και τα μουγκρητά του, ενώ μελετούσαν τη διαφορά μεταξύ των εκφράσεων του προσώπου του Νιλ. Η Χέντρεν, θυμάται την πρώτη φορά που άκουσαν το βρυχηθμό του Νιλ, το οποίο συνέβη λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα και πώς αυτό ήχησε σε όλη την περιοχή. Μέσα σε λίγα λεπτά έλαβε ένα τηλεφώνημα από έναν γείτονά της. «”Ναι, το άκουσα κι εγώ αυτό. Νόμιζα ότι ήταν μια μοτοσικλέτα”», του είπα. Αν και δεν πολυπείστηκε, ο γείτονας έκλεισε το τηλέφωνο, επειδή τελικά έβγαζε πιο πολύ νόημα αυτό που του είπα, από τον να υπάρχει ένα λιοντάρι στο Μπέβερλι Χιλς. Σε ευχαριστώ και πάλι για τα μαθήματα υποκριτικής, Χιτς», αναφέρει η σταρ του Χόλιγουντ.
Ο τρόμος από τον βρυχηθμό του Νιλ
Η μόνη άσχημη εμπειρία της Χέντρεν με τον Νιλ, ήταν όταν είχε καλεσμένους σε δείπνο επισκέπτες από την Αγγλία, οι οποίοι αρχικά είχαν αγωνία, αλλά μόλις τον γνώρισαν χαλάρωσαν και τον κοιτούσαν με δέος. Ωστόσο, αργότερα εκείνο το βράδυ και χωρίς προφανή λόγο ή προειδοποίηση, ο Νιλ έγινε κτητικός με τον εκπαιδευτή του, Ρον Όξλεϊ, αποζητώντας την προσοχή του. «Ξεκίνησε με ένα βαθύ βρυχηθμό, ο οποίος σιγά-σιγά γινόταν πιο έντονος. Η ουρά του άρχισε να κουνιέται απότομα, το στόμα του άνοιξε διάπλατα και βλέπαμε τα δόντια του, ενώ η μεγάλη του πατούσα κουνιόταν επιθετικά στον αέρα». Η Τίπι και οι καλεσμένοι της άκουγαν από το άλλο δωμάτιο, καθώς ο Όξλεϊ είχε έντονη αναμέτρηση στην κουζίνα.
«Αμέσως σκέφτηκα, “αυτός δεν είναι ο Νιλ, δεν είναι ο υπάκουος, εύθυμος Νιλ που έχει λιώσει την καρδιά μου”. Αλλά, φυσικά, η αλήθεια ήταν ότι ήταν ο Νιλ, όπως ήταν αξιαγάπητος, έτσι ήταν και άγριος και ήταν παράνοια να προσποιηθώ διαφορετικά», λέει η Χέντρεν. Όπως επίσης ήταν φυσικό, πολλά αντικείμενα στο σπίτι, καταστράφηκαν από τα άγρια ζώα, στα οποία όμως δεν κρατούσε κακία όπως λέει, ούτε η ίδια, ούτε κανένα μέλος της οικογένειάς της. Η Χέντρεν όμως είχε προνοήσει και είχε φυλάξει τα πολύτιμα αντικείμενα και έργα τέχνης, μακριά από τα νύχια και τα δόντια των ιδιαίτερων κατοικίδιων της.
Τίπι Χέντερντ: «Ήμασταν αφελείς και ηλίθιοι»
«Δεν είχα καταλάβει μέχρι αρκετά χρόνια αργότερα, πόσο αφελείς και ανόητοι ήμασταν. Είχα ενθουσιαστεί τόσο πολύ με όλο αυτό, με το δέος, την πρόκληση, το πάθος και την προοπτική να κάνω αυτή την ταινία και να περάσω τη ζωή μου με αυτά τα υπέροχα άγρια ζώα, που είχα χάσει τελείως τα λογικά μου». Μέχρι το 1972, το ζευγάρι είχε συγκεντρώσει πάνω από εκατό αιλουροειδή, κι έτσι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα αγρόκτημα, 40 μίλια βόρεια του Λος Άντζελες. «Τελικά, μερικές δεκαετίες αργότερα, έκανα τα πάντα για να διορθώσω την ηλιθιότητα μου», δήλωσε η Χέντρεν. Το σενάριο που αρχικά έκανε λόγο για 50 λιοντάρια γρήγορα μεγάλωσε σε 132 τίγρεις, λεοπαρδάλεις, μαύρους πάνθηρες, τζάγκουαρ, κούγκαρ, τίγρεις, ελέφαντες, φλαμίνγκο, στρουθοκαμήλους, μαύρους κύκνους, καναδικές χήνες, γερανούς, παγόνια και πτηνά μαραμπού. «Στην πραγματικότητα, το μόνο ζώο που άκουσα ποτέ να απορρίπτει ο Νόελ, ήταν ένας ιπποπόταμος, αν και δεν ήταν καθόλου απίθανο να έφερνε έναν». Τα πράγματα όμως δεν πήγαιναν καλά για την ταινία, η οποία δυσκολευόταν να βρει οικονομική στήριξη, ενώ το ζευγάρι δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα οικονομικά και με τη φροντίδα των ζώων.
Η σχέση της Τίπι Χέντρεν με την κόρη της, Μέλανι Γκρίφιθ
Μετανιωμένη για την εμμονή της με τα αιλουροειδή, η οποία μπορεί να την απομάκρυνε από την κόρη της Μέλανι Γκρίφιθ, η Χέντρεν γράφει στο βιβλίο της: «Πολλές φορές κατά τα επόμενα χρόνια, αναρωτιόμουν αν η Μέλανι αισθάνθηκε ότι είχα αφιερώσει τόσο μεγάλη προσοχή στις μεγάλες γάτες που μαζεύαμε, που δεν είχε μείνει αρκετή για αυτήν ».
Περιγράφει μάλιστα την απροσδόκητη στγμή, όταν η 15χρονη Μέλανι, έφυγε από το σπίτι της, για να μετακομίσει στον φίλο της Ντον Τζόνσον, ο οποίος ήταν 8 χρόνια μεγαλύτερός της. «Έχω σκεφτεί χιλιάδες φορές πόσο ευκολότερο ήταν να χειρίζομαι τα λιοντάρια τότε, παρά την κόρη μου», αναφέρει στο βιβλίο της και συνεχίζει: «Ότι θα μπορούσα να την αγαπήσω καλύτερα θα με κρατά ξύπνια το βράδυ για το υπόλοιπο της ζωής μου».
Σοβαροί τραυματισμοί και ο θάνατος τριών λιονταριών
Το ‘Roar’ τελικά άρχισε να γυρίζει το 1976. Τα γυρίσματα ήταν να κρατήσουν εννέα μήνες, αλλά τελικά κράτησαν 6 χρόνια. Κι αυτό συνέβη εξαιτίας οικονομικών θεμάτων, των τραυματισμών του καστ και της πλημμύρας μιας λίμνης, που είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφεί ακριβός εξοπλισμός και πολλές ώρες δουλειάς. Δυστυχώς επίσης, τρία από τα λιοντάρια σκοτώθηκαν από τον σερίφη της κομητείας, όταν μέσα στο χάος, δραπέτευσαν 28 αιλουροειδή. Ανάμεσα σε αυτούς που τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Roar», ήταν και η ίδια η Τίπι Χέντρεν. Συγκεκριμένα, μία τίγρης τη δάγκωσε στο κεφάλι, την ώρα που γύριζε μια σκηνή. «Δεν έχω λόγια να περιγράψω τον ήχο που ακουγόταν μέσα στο κεφάλι μου, καθώς τα δόντια της έγδερναν το κρανίο μου… με στοίχειωνε για πολύ καιρό», ανέφερε περιγράφοντας το περιστατικό.
Αργότερα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση δερματικού μοσχεύματος στο πόδι της, το οποίο είχε συνθλιβεί από έναν ελέφαντα. Η Μέλανι, η οποία ήταν τότε έφηβη, παραλίγο να χάσει το ένα της μάτι από ένα λιοντάρι. Αναγκάστηκε να κάνει 50 ράμματα και χειρουργική επέμβαση στο πρόσωπο. Τελικά η ταινία, δε σημείωσε επιτυχία και οι Μάρσαλ, καταστράφηκαν οικονομικά. Η Τίπι και ο Νόελ, λίγο αργότερα πήραν διαζύγιο. Η Χέντρεν μετέτρεψε το ράντσο στο Soledad Canyon σε ένα καταφύγιο ζώων, που ονόμασε Shambala και ίδρυσε το μη κερδοσκοπικό Ίδρυμα Roar το 1983 για να στηρίξει τη φροντίδα των ζώων και να εκπαιδεύσει το κοινό σχετικά με τους κινδύνους ιδιωτικής ιδιοκτησίας εξωτικών ζώων συντροφιάς. Τώρα η Χέντρεν, υποστηρίζει τη νομοθεσία που προστατεύει τα αιλουροειδή από αυτό που έκανε και η ίδια. «Δεν πρέπει να είναι κατοικίδια ζώα. Είναι θηρευτές, στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, ένα από τα τέσσερα πιο επικίνδυνα ζώα στον κόσμο».
*Η Τίπι Χέντρε και το λιοντάρι της Νιλ φωτογραφήθηκαν από τον Michael Rougier για το περιοδικό LIFE (1971)-Πηγή: iefimerida.gr