Δέκα χρόνια μετά και οι δολοφόνοι της Marfin παραμένουν ατιμώρητοι. Αλλά το χειρότερο είναι το μίσος που αναδείχθηκε
εκείνη την ημέρα και που έχει ποτίσει την ελληνική κοινωνία.
Είναι 5 Μαΐου 2010, η Αθήνα «βράζει». Όλη η Ελλάδα χορεύει στους ρυθμούς του μνημονίου, της λιτότητας που έρχεται, αλλά που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι θα ακολουθήσει.
Μια ογκώδης διαδήλωση στην Αθήνα κατά των κυβερνητικών μέτρων μετατρέπει το κέντρο σε πεδίο μάχης.
Οι γνωστοί-άγνωστοι, οι κουκουλοφόροι, αναλαμβάνουν δράση και με συντονισμένες ενέργειες ρίχνουν μολότοφ–και μάλιστα αναβαθμισμένες- στο βιβλιοπωλείο Ιανός και στο κτίριο της Μαρφίν στην οδό Σταδίου.
Ανθρωποι εγκλωβίζονται, καίγονται, πνίγονται από τον καπνό, δεν έχουν έξοδο διαφυγής. Τρεις συνάνθρωποί μας, τρεις απλοί υπάλληλοι, νέα παιδιά χάνουν τη ζωή τους. Μην ξεχνάμε τα ονόματά τους:
Ήταν η Παρασκευή Ζούλια 35 ετών, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου 32 ετών, έγκυος στο πρώτο της παιδί και ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης 36 ετών.
Ήταν τα δικά μας παιδιά, τα αδέρφια μας, οι φίλοι μας.
Δέκα χρόνια μετά και το έγκλημα της Μαρφίν παραμένει ανεξιχνίαστο και φυσικά ατιμώρητο. Οι δολοφόνοι που έκαψαν κι έπνιξαν τις ζωές και τα όνειρα των τριών παιδιών, δεν έχουν βρεθεί ποτέ.
Ογκώδεις δικογραφίες, δικαστήρια, υποσχέσεις για απονομή δικαιοσύνης, αθωώσεις, και το μόνο που μένει να θυμίζει την τραγωδία είναι λίγα λουλούδια κάθε χρόνο τέτοια μέρα στην οδό Σταδίου.
Κι ένα γιατί. Όχι μόνο για το γεγονός ότι το έγκλημα έμεινε ατιμώρητο. Αλλά για το μίσος που ακόμη και σήμερα διαχωρίζει τους νεκρούς σε καλούς και κακούς.
Όπως τότε που η τράπεζα καιγόταν και 8 άτομα ήταν εγκλωβισμένα. Απ’ έξω υπήρχε κόσμος που ούρλιαζε «να καείτε». Δεν ήταν οι διαδηλωτές που κινητοποιήθηκαν για τα δίκια τους.
Ηταν οι φασίστες με τις μάσκες που έβαλαν φωτιές και αφαίρεσαν ζωές.
Ηταν κι αυτοί που χαίρονταν όπως ο Νέρωνας που έκαιγε τη Ρώμη.
Ηταν κι εκείνοι που εμπόδιζαν τα πυροσβεστικά να πλησιάσουν και χαίρονταν γιατί έπεφτε ένα… κάστρο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Ένα ταπεινό υποκατάστημα τράπεζας με εργαζόμενους μέσα.
Ακόμη και τώρα υπάρχουν κάποιοι που δεν ενδιαφέρονται για τους 3 νεκρούς και τις οικογένειές τους. Δεν νοιάζονται για το αγέννητο παιδί της Αγγελικής, αδιαφορούν για το γεγονός ότι οι εγκληματίες κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Ενδεχομένως οι δολοφόνοι να περνούν κάθε μέρα από το σημείο της τραγωδίας και να γελάνε με το έργο τους.
Θα μπορούσες να πεις ότι οι τρεις νέοι ήταν «παράπλευρες απώλειες» ενός πολέμου.
Πώς όμως μπορεί να είναι «παράπλευρη απώλεια» ο θάνατος ενός αθώου. Και πώς να το πεις αυτό στη μάνα του;
Πώς εξηγείται η δολοφονία του Καλτεζά παλιότερα από το χέρι αστυνομικού;
Πώς εξηγείται ακόμη πιο παλιά η δολοφονία του Κουμή και της Κανελλοπούλου;
Αλλά και η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου;
Γιατί, όμως, όλους τους παραπάνω τους θυμόμαστε, αλλά τα ονόματα των θυμάτων της Μαρφίν τα ξεχνάμε;
Και η μόνη αναφορά γίνεται κάθε χρόνο τέτοια μέρα;
Δεν κάνω συμψηφισμούς, όταν υπάρχουν νεκροί δεν μπορεί να γίνονται συμψηφισμοί, ούτε να συζητάμε για τις θεωρίες των άκρων ή ποιος έχει πιο δίκιο από τον άλλο.
Δεν υπάρχει δίκιο όταν οι νεκροί είναι θύματα ενός ακήρυχτου μίσους που ακόμη και σήμερα ελλοχεύει.
Και είναι τραγικό ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που διαχωρίζουν τους νεκρούς σε καλούς και κακούς. Αυτό είναι μεγαλύτερο έγκλημα κι από τον ίδιο το θάνατό τους.
Γιατί ο φασισμός δεν έχει χρώμα. Δεν είναι ούτε μαύρος, ούτε κόκκινος, ούτε γκρίζος. Ενας είναι ο φασισμός και παράγει θύματα.
Η Αγγελική, η Παρασκευή, ο Επαμεινώνδας, το αγέννητο μωρό δικαιούνται να μην ξεχαστούν. Αλλά και είναι επιτακτική η ανάγκη να βρεθούν κάποτε οι δολοφόνοι τους.
Είναι υπόθεση δικαιοσύνης, είναι ηθική υποχρέωση όλων για ένα κράτος που πρέπει πάντα να αποδεικνύει ότι έχει κανόνες κι ότι σέβεται τους νεκρούς.
Αυτό, όμως, είναι άλλο. Κι άλλο είναι η κραυγή «να καείτε» που δεν πρόκειται ποτέ να σβήσει από το μυαλό όσων την άκουσαν.
Οι υπάλληλοι της τράπεζας δεν ήταν οι… καπιταλιστές που έπρεπε να εξοντωθούν.
Ηταν «εμείς», κι όταν το μίσος παίρνει τον ήχο της κραυγής αυτό είναι ανατριχιαστικό για το επίπεδο της κοινωνίας που θέλουμε να ζήσουμε.
Τα θύματα της τραγωδίας αυτά δεν πρέπει να τα ξεχάσουμε. Ούτε τους δολοφόνους τους, ακόμη κι αν δεν τους γνωρίζουμε.
Μόνο η ανάμνηση μπορεί να ελαφρύνει τη συνείδηση όλων μας γιατί αφήσαμε να συμβεί ένα τέτοιο έγκλημα.
Αλλά και να γίνει μάθημα ώστε να μην αφήσουμε όσους θέλουν μια κοινωνία γεμάτη μίσος. Οσους θέλουν κι άλλους νεκρούς.
τα Νέα-newsbeast.gr