Η αθωότητα ενός ανθρώπου που κατηγορείται για μια εγκληματική πράξη είναι τεκμαιρόμενη. Αυτό συμβαίνει ώστε να διεξαχθεί
μια δίκαιη δίκη για τον κατηγορούμενο που να βασίζεται σε στοιχεία και επαρκές αποδεικτικό υλικό και όχι απλά ενδείξεις. Κάθε πρόσωπο λοιπόν θεωρείται αθώο μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του από το δικαστήριο σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο και χωρίς να γίνεται χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων. Ο κατηγορούμενος δε φέρει το βάρος αποδείξεως της αθωότητας του καθώς θεωρείται αθώος, το πρόσωπο που οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου είναι ο εισαγγελέας. Η καταδίκη του κατηγορουμένου θα πρέπει να γίνει μόνο εφόσον το δικαστήριο πεισθεί για την ενοχή του με βεβαιότητα χωρίς καμία εύλογη αμφιβολία. Δεν επιτρέπεται λοιπόν το δικαστήριο να ζητήσει από τον κατηγορούμενο να αποδείξει την αθωότητα του, καθώς αυτός θεωρείται αθώος, ούτε να συνάγει ενοχή για τον κατηγορούμενο από την αποδεικτική του αδράνεια και την αδυναμία του να προσκομίσει ικανό αποδεικτικό υλικό για την αθώωση του. Άλλωστε ισχύει η αρχή indubioproreo (εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορούμενου), αν δε συνάγεται με βεβαιότητα η ενοχή του κατηγορουμένου. Η συγκεκριμένη αρχή θα πρέπει βέβαια να χρησιμοποιείται μετά από την αξιολόγηση όλων των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων και όχι μετά από την εκτίμηση κάποιου από αυτά.
Με απλά λόγια, η αρχή in dubio proreo αποτελεί τη δικαστηριακή και ειδικότερη έκφανση του τεκμηρίου αθωότητας. Το τεκμήριο της αθωότητας ισχύει ακόμα και από το στάδιο του υπόπτου, ούτε καν κατηγορούμενου καλύπτοντας όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας ενώ η αρχή indubioproreo εστιάζει στη διαδικασία στο ακροατήριο. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη αρχή θα πρέπει να θεωρούνται εφόσον είναι βάσιμοι και μη ανατρέψιμοι από τη κατηγορούσα αρχή ως αληθείς και ισχυρισμοί του κατηγορουμένου που θεμελιώνουν τη μείωση της ποινής ή τον αποκλεισμό της ποινικής ευθύνης. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αυτοί που μειώνουν οι αποκλείουν τον καταλογισμό, αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή οδηγούν σε εξάλειψη του αξιοποίνου. Σύμφωνα με το νόμο άλλωστε καμία αρμόδια αρχή δεν επιτρέπεται να αποδέχεται την ενοχή του κατηγορουμένου μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη αυτού. Σε περίπτωση παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας ή της αρχής indubioproreo, ενυπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, γεγονός που παραπέμπει στην απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 1δ ΚΠΔ παρέχοντας τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο να πραγματοποιήσει αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1α ΚΠΔ. Κάθε ποινικολόγος γνωρίζει το λεγόμενο τριγωνικό σχήμα των αναφερθέντων άρθρων και θα το χρησιμοποιήσει προς όφελος σας για να απολαύσετε μια δίκαιη δίκη.
Συνοψίζοντας, το τεκμήριο αθωότητας προστατεύει τον κατηγορούμενο από επιπόλαιες γνωματεύσεις για την ενοχή του σε όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας ενώ η αρχή indubioproreo εστιάζει στη διαδικασία στο ακροατήριο. Αναμφίβολα, και οι δύο αρχές αποτελούν πυλώνες για τη δίκαιη δίκη του κατηγορουμένου.