Το ποσοστό θανάτων από την CoVID-19 ελαττώνεται, αλλά εξαρτάται από τη διασπορά της νόσου στον πληθυσμό.
Του Βάιου Παπαδημητρίου, Ουρολόγου, Λαμία
Το ποσοστό θανάτου στους νοσηλευόμενους ασθενείς με κορονοϊό ελαττώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια των πρώτων 6 μηνών της πανδημίας στα Αμερικανικά Νοσοκομεία, αλλά τα αποτελέσματα εξαρτώνται σημαντικά και από το νοσοκομείο νοσηλείας, σύμφωνα με δημοσίευση αυτών των ημερών στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό JAMA Internal Medicine. Αυτό που κυρίως σχετίστηκε σημαντικά με χειρότερα αποτελέσματα και μεγάλο αριθμό θανάτων ήταν η αυξημένη επίπτωση της νόσου στο γενικό πληθυσμό της κάθε περιοχής. Όσο πιο μεγάλο ιϊκό φορτίο και διασπορά υπήρχε στην Κοινότητα, τόσο χειρότερα τα πήγαιναν τα Νοσοκομεία.
Η γρήγορη και σημαντική βελτίωση της επιβίωσης στους νοσηλευόμενους μετά τον Μάρτιο του 2020 ήταν αποτέλεσμα της απόκτησης εμπειρίας από το Ιατρικό και Νοσηλευτικό προσωπικό, όπως και των νέων μελετών με νέα ή παλιότερα φάρμακα που αποδείχτηκε ότι έχουν αποτέλεσμα στα βαριά περιστατικά. Τέτοιο παράδειγμα είναι η χρήση της δεξαμεθαζόνης στους βαρέως πάσχοντες. Όταν όμως απότομα αυξάνονται οι νοσηλευόμενοι και η νόσος κυκλοφορεί ευρέως σε μία περιοχή, τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα για γιατρούς και προσωπικό και το ποσοστό θανάτων αυξάνεται. Έτσι ότι κερδήθηκε σε μία χρονική περίοδο με λίγους νοσηλευόμενους μπορεί να χαθεί σε λίγες μέρες εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων και εισαγωγών στα νοσοκομεία.
Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία από μία μεγάλη βάση δεδομένων ασφαλιστικής Εταιρίας. Αναλύθηκαν τα στοιχεία 38.517 ασθενών που νοσηλεύθηκαν με COVID-19 σε 955 Αμερικανικά Νοσοκομεία έως τις 30 Ιουνίου 2020 και υπολογίσθηκε σε καθένα η πιθανότητα θανάτου έως και 30 μέρες μετά την εισαγωγή κάποιου.
Συνολικά πέθαναν 3.179 ασθενείς (ποσοστό 8,25% επί του συνόλου των εισαγωγών). Σε όλα τα Νοσοκομεία καταγράφηκε βελτίωση της επιβίωσης σε όσους νοσηλεύτηκαν την περίοδο Μαΐου και Ιουνίου 2020 σε σχέση με τους πρώτους ασθενείς που εισήχθησαν ως το τέλος Απριλίου. Το ποσοστό θανάτων έπεσε τουλάχιστον κατά 25% στο 94% των Νοσοκομείων μετά την πρώτη Μαΐου.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς αυτό είναι ενθαρρυντικό, αλλά σίγουρα δεν προκαλεί έκπληξη. Αρχικά δεν υπήρχε καμία εμπειρία με τη νόσο και οι γιατροί λειτούργησαν με βάση τις εμπειρίες τους από άλλες μορφές σοβαρής αναπνευστικής νόσου και ανεπάρκειας. Στην πορεία όμως το προσωπικό απέκτησε εμπειρία επί της COVID-19 λοίμωξης. Δοκιμάστηκαν λοιπόν διαφορετικές προσεγγίσεις, όπως η καθυστερημένη ή πρώιμη διασωλήνωση, διαφορετικές ροές οξυγόνου, διαφορετικές θέσεις των διασωληνωμένων (μπρούμυτα-ανάσκελα) και η χορήγηση διαφορετικών αντιπηκτικών φαρμάκων.
Εκτός από την εμπειρία του κάθε νοσοκομείου τα διαφορετικά ποσοστά κάθε Ιδρύματος ενδεχομένως σχετίζονται και με τα διαφορετικά κριτήρια εισαγωγής για νοσηλεία, πόσο εύκολα δηλαδή οι γιατροί έστελναν αρρώστους για κατοίκωνανάρρωση και όχι νοσηλεία. Μετά το πρώτο κύμα σοβαρά νοσούντων της άνοιξης, οι γιατροί απέκτησαν σημαντική εμπειρία στο τρόπο που πρέπει να νοσηλεύσουν τα βαριά περιστατικά αναπνευστικής ανεπάρκειας. Η χρήση στεροειδών φάνηκε να βελτιώνει την επιβίωση στην αναπνευστική νόσο και η ρεμδεσιβίρη να ελαττώνει τις ημέρες και την ανάγκη νοσηλείας σοβαρά πασχόντων. Επίσης η χρήση αντιπηκτικών και η κατάλληλη θέση του σώματος στη ΜΕΘ φαίνεται να προσφέρουν σε συγκεκριμένους ασθενείς.
Αντίθετα τα Νοσοκομεία δεν πήγαν τόσο καλά όταν υπήρχε απότομα υπερκορεσμός νέων Εισαγωγών και ειδικά όταν υπήρχε εκθετική αύξηση σε λίγες ημέρες. Παρόλο ότι το ποσοστό θανάτων έπεσε στο 9% στο σύνολο όσων χρειάστηκαν νοσηλεία, αυτό εξακολουθεί να είναι μεγάλο και τα Νοσοκομεία δεν μπορούν να τα καταφέρουν μόνα τους όταν η νόσος ξεφεύγει εκθετικά στο γενικό πληθυσμό. Παρόμοια αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν πρόσφατα και από τη Μεγάλη Βρετανία. Για αυτό και μέχρι να εμβολιαστεί ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού συνεχίζουμε να κρατάμε αποστάσεις, πλένουμε καλά τα χέρια μας και φοράμε τη μάσκα μας!
Βιβλιογραφία: JAMA Intern Med. Published online December 22, 2020