Δασικοί χάρτες: Γενναίες αποφάσεις για δίκαιες ρυθμίσεις και μια νέα παραγωγική εποχή στην Ύπαιθρο και τις Περιφέρειες
του Ελευθερίου Τζιόλα
Μεγάλη είναι η αναστάτωση που επικρατεί σχεδόν σε όλες τις περιοχές της χώρας με την ανάρτηση των δασικών χαρτών. Η εξάμηνη παράταση για την υποβολή αντιρρήσεων, είναι στην πραγματικότητα αποδοχή από την κυβέρνηση του τεράστιου προβλήματος που οι αναρτημένοι δασικοί χάρτες προκαλούν και η αναδίπλωσή της για να επανεξετασθούν. Η επανεξέτασή τους όμως δεν σχετίσθηκε με κάποιο σαφές νέο πλαίσιο πολιτικής που θα μπορούσε να επιλύσει τα ήδη γνωστά καυτά ζητήματα, όπως μάλιστα, μετά από είκοσι (20) και πλέον χρόνια αυτά έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους κατηγοριοποιηθεί.
Τα πιθανότερα σενάρια είναι δύο.
Το πρώτο, οι ελληνικές καλένδες. Με πιθανότερη την επανέναρξη αντιμετώπισης του επί τουλάχιστον 25 χρόνια χρονίζοντος θέματος μετά τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές (σχεδιαζόμενες σε συνάρτηση και με τις συνθήκες της πανδημίας, τον Οκτώβρη 2021).
Το δεύτερο, η ελληνική κοπτοραπτική. Με αποσπασματικές τακτοποιήσεις, οι οποίες κατά τα συνήθη θα προκύψουν ως αποτέλεσμα συμβιβασμών: οικονομικών συμφερόντων, πολιτικών παρεμβάσεων πελατειακών εξαρτήσεων και διοικητικών/δασικών υπηρεσιακών συναλλαγών.
Κανένα, ασφαλώς, από τα δύο σενάρια δεν αποτελεί διέξοδο και δεν διαμορφώνει προϋποθέσεις λύσης. Ιδιαίτερα το δεύτερο, στο οποίο ποντάρουν και πολλοί επιτήδειοι θα οξύνει, αντί να λύσει, τα προβλήματα. Θα διογκώσει το αίσθημα αδικίας, θα αναπαλαιώσει τα “παραμάγαζα” και θα προσθέσει νέες δικαστικές προσφυγές στα ήδη μπουκωμένα με τέτοιες υποθέσεις Δικαστήρια και το ΣτΕ.
Κατά τα άλλα μια νέα, ψηφιακή εποχή έχει εξαγγελθεί… 60% αύξηση στις δασικές εκτάσεις! Τι συνέβη; Τι θα γίνει; Αναγκαία μια νέα πολιτική κι όχι ετσιθελισμός.
Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται μια γενναία πολιτική. Μια τομή κι ένα σχεδιασμένο άλμα προς τα μπρος. Μια γενναία πολιτική που θα έχει προ οφθαλμών και θα σχετίζεται με στρατηγικούς σκοπούς για τη χώρα, τους Πόρους της και την Οικονομία.
Η Χώρα έχει περάσει μέσα από μια διπλή λαίλαπα, χωρίς μάλιστα, να έχει ολοκληρώσει πλήρως και επαρκώς την έξοδό της ούτε από τη μία (την οικονομική-την κρίση χρέους/αποικίας), ούτε την άλλη (την υγειονομική κρίση/πανδημία). Μετά, λοιπόν, από μια σχεδόν χαμένη 12ετία, κρίσης και υποχώρησης, που έσπρωξε τη Χώρα πίσω στις αρχές του 1980, οφείλει και πρέπει να δει την επανεκκίνηση της με τρόπο γενναίο, ενεργά αναπτυξιακό, ολομέτωπα παραγωγικό. Τονίζουμε: παραγωγικό. Πέρα και ενάντια από παρασιτισμούς, χρόνιες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, ιδεοληπτικούς δογματισμούς, πελατειακά παρασκήνια και γραμμάτια οικονομικών εξαρτήσεων διαπλοκής.
Στο πλαίσιο αυτό, με οραματικό και υπεύθυνο τρόπο, πρέπει να αντιμετωπισθεί και η σύνθετη και σοβαρή υπόθεση του Δασολογίου, των Δασικών εκτάσεων, των εκμεταλλεύσεων γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής και των ιδιοκτησιών.
Ας δούμε σε αδρές γραμμές την κατάσταση. Προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι η κυβέρνηση, το αρμόδιο Υπουργείο και οι εν Αθήναις υψηλόβαθμες υπηρεσίες τους, προχώρησαν στην ανάρτηση δασικών χαρτών όπου αποτυπώνουν αύξηση κατά 60% των δασικών εκτάσεων της χώρας σε σχέση με τους χάρτες του 1945 (!) και πολλαπλασιασμό των χορτολιβαδικών εκτάσεων σχεδόν 1 εκατ. στρεμμάτων!
Σύμφωνα με τα στοιχεία τους, από τους αναθεωρημένους δασικούς χάρτες, σε σύνολο πάνω από 60εκατ. στρεμμάτων της χώρας, οι δασικές εκτάσεις αυξήθηκαν κατά 2.774.456 στρέμματα! Χωρίς κανέναν προβληματισμό, δίχως καμία ουσιαστική αξιολόγηση συνθηκών και εξελίξεων (μεταναστευτικών, πληθυσμιακών, κοινωνικών, αναπτυξιακών), παρουσιάζουν εν γνώσει τους Χάρτες που τα δασικά μεγέθη τους θέτουν σε κρίση κάθε λογικό άνθρωπο, πολύ περισσότερο ανθρώπους σχετικούς με το αντικείμενο, καθώς και τις περιφερειακές και τοπικές κοινωνίες. Πολύ περισσότερο χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον για την αναστροφή αυτών των σκληρών διαχρονικών τάσεων ερήμωσης της υπαίθρου, απο-ανάπτυξης της Χώρας, αποσύνθεσης της αγροτικής οικονομίας και δημογραφικής ασφυξίας.
Στα Γρεβενά η αύξηση των δασικών εκτάσεων είναι 73%, στην Καστοριά 70%, στη Δράμα 78%, στη Φωκίδα 80%, στην Εύβοια 70%, στις Σέρρες 62%, η Κρήτη είναι σχεδόν στο σύνολό της, πλέον, πλην οικισμών και παραλιακών ζωνών ”πράσινη” (και δεν πρόκειται, εδώ, όπως πολλοί αστειεύτηκαν ότι ξαναγύρισε το ΠΑΣΟΚ…!).
Η αντίληψη ότι κάθε τι δασοσκεπές ή ακόμα και έκταση ποώδους βλάστησης είναι δάσος ή δασική έκταση όπου κανείς άλλος, παρά μόνο το Κράτος και οι Δασικές Υπηρεσίες κατέχουν την ιδιοκτησία τους και έχουν την απόλυτη επ΄ αυτών εξουσία είναι η αντίληψη που διαπνέει αυτούς τους χάρτες. Πρόκειται για μια αντίληψη: ακραία, ανορθολογική, σε περιπτώσεις αρπακτική, σε άλλες επικίνδυνη και καταδυναστευτική. Και πρέπει να τονίσουμε ότι η αντίληψη αυτή δεν έχει καμία σχέση με τις διακηρυσσόμενες αρχές της αειφορίας, ούτε και της βιωσιμότητας, ούτε βεβαίως με σχέδια ασφάλειας, όπως για όλα αυτά οι μέχρι τώρα αποτυχημένες εφαρμοσμένες πολιτικές και πρακτικές έχουν αποδείξει.
Τέσσερις (4) άξονες: Δίκαιες Πρωτοβουλίες για τον αγροτικό χώρο και την παραγωγική προοπτική της Υπαίθρου.
Μπορούμε να θέσουμε ορισμένους άξονες που στην ουσία τους καταγράφουν μια ισχυρή βούληση (μετα)κίνησης σε μια Νέα Εποχή και στον τομέα αυτό.
1ος. Το Σύνταγμα. Οι συνταγματικές προβλέψεις-ρήτρες, παρά την τρέχουσα κρατούσα άποψη δεν αποτελούν εμπόδιο για γενναίες πρωτοβουλίες, ούτε ρυθμίζουν μ΄ έναν τρόπο απόλυτο και άκαμπτο, δογματικά δασοκεντρικό όλα τα ζητήματα περί των δασών, των δασικών εκτάσεων και των συναφών προς αυτά οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Το σχετικό άρθρο 24 του Συντάγματος συγκεκριμένα προβλέπει: “1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Oικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.”
**Η τελευταία πρόταση παρέχει με κατηγορηματικό τρόπο δυνατότητα για Σχέδια και Πρωτοβουλίες ακόμα και ”μεταβολής του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Oικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον”. Πράγμα που όπως θα φανεί παρακάτω δεν αφορά το κύριο μέρος των αξόνων κίνησης μας, ωστόσο η δυνατότητα αυτή, στα πλαίσια του δημοσίου συμφέροντος, υπέρ της Εθνικής Οικονομίας, των αγροτικών εκμεταλλεύσεων (ακόμα και άλλων χρήσεων, κατά το σχετικό χωρίο της παραγράφου του Σ.), επιτρέπεται. Ο κρίσιμος παράγων για να ανοίξει, σχεδιασμένα, οργανωμένα και υπεύθυνα, αυτή η προοπτική είναι η Βούληση. Η πολιτική βούληση της κυβέρνησης, πρωτίστως, και της βούλησης των αντιπροσώπων της Χώρας εν συνεχεία.
2ος. Ρητά και δια παντός απαγορεύεται κάθε οικιστική πύκνωση. Αλλαγές χρήσης δασικών εκτάσεων με περιεχόμενο τη δημιουργία ή επέκταση οικισμών (οικιστικών πυκνώσεων) δεν μπορούν πλέον να γίνουν. Η βούληση αυτή έχει τη μορφή απαράβατης ρύθμισης στο Σύνταγμα (άρθρα: 24 & 117) και απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ (Απόφαση 685/2019 με την οποία έκρινε αντισυνταγματικές τις οικιστικές πυκνώσεις). Ο φραγμός στην αυθαίρετη δόμηση και τις αυθαίρετες οικιστικές πυκνώσεις έπρεπε να ενισχυθεί, και ορθά ενισχύεται. Αυτή η γάγγραινα, κι αυτή η πολυπλόκαμη ”μπίζνα”, έπρεπε να κλείσει!
3ος. Εκτάσεις που το 1945 ήταν αγροί και κτήματα. Είναι υποχρέωση της κυβέρνησης να τα αποδώσει στους ιδιοκτήτες και κληρονόμους και να σχεδιάσει με κάθε τρόπο, κινητοποιώντας πόρους και διαμορφώνοντας υποδομές την υποστήριξη για την παραγωγική, αειφορική αγροτική επανάχρηση τους. Οι εκτάσεις αυτές, που σήμερα αβασάνιστα εμφανίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις, αποτελούσαν (αποτελούν) κτήματα ανθρώπων και οικογενειών που η φτώχεια και η δυσπραγία, σε συνδυασμό και με άλλες πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες, τους υποχρέωσαν να μεταναστεύσουν στο Εξωτερικό (Ευρωπαϊκές χώρες, Αυστραλία, ΗΠΑ, Καναδάς κλπ), ή στα μεγάλα αστικά κέντρα της Χώρας. Μεταναστευτικά κύματα που εξελίχθηκαν μαζικά από το 1950 και μετά. Οι εκτάσεις αυτές που ανέρχονται συνολικά στα 3.500.000 στρ., δηλαδή, μόνο το 5% των αναρτηθέντων δασικών εκτάσεων, και από τις αεροφωτογραφίες του 1945, ακόμα και του 1960 καταγράφονται ως αγροτικές εκτάσεις ή/και κτήματα, πρέπει άμεσα να χαρακτηρισθούν αγροτικές (αποχαρακτηρισμός από ΑΔ και άμεσος χαρακτηρισμός σε ΑΑ). Για λόγους συνταγματικούς (άρθρα 17 & 18 περί ιδιοκτησίας), για λόγους θεσμικούς-νομικούς-διοικητικούς και για λόγους ηθικής, τα γεωτεμάχια αγροτικής μορφής που δεν έφεραν δασική βλάστηση το 1945 και αβασάνιστα σήμερα χαρακτηρίσθηκαν ως δασικές εκτάσεις, όπου και αν βρίσκονται, πρέπει άμεσα να νομοθετηθεί ότι δεν διέπονται από τις διατάξεις της Δασικής Νομοθεσίας, καθίστανται,- όπως και ήταν-, αγροτικές, και αποδίδονται για αγροτική εκμετάλλευση. Προς την κατεύθυνση αυτή, ακόμα και εκτάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν προβλήματα δευτερευουσών ασαφειών ως προς το ιστορικό του ιδιοκτησιακού, ιδιαίτερα στις απελευθερωμένες γεωγραφικές περιοχές μετά το 1913, πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα της πραγματικής τους χρήσης μέχρι το 1945.
Είναι κρίμα, είναι απαράδεκτο να καταπατείται η περιβαλλοντική νομοθεσία και να εφευρίσκονται ”νομικά παράθυρα” για την εγκατάσταση γιγαντιαίων αιολικών σε ευαίσθητες και προστατευόμενες οικολογικά περιοχές στα βουνά της Χώρας, με την ταυτόχρονη καταστροφή εκατοντάδων στρεμμάτων δασικών εκτάσεων και να εξαντλείται η αυστηρότητα της κρατικής ισχύος και της δασικής απολυτότητας σε εκτάσεις και περιοχές που οι τοπικές κοινωνίες πότισαν με ιδρώτα επί χρόνια για τις σοδειές επιβίωσής τους, αναγκασμένες τελικά από την ανέχεια να ξεσπιτωθούν.
Η επίλυση, πάντως, του μεγάλου αυτού χρόνιου ζητήματος (δασικές εκτάσεις/αγροτικές εκμεταλλεύσεις), όπως παρουσιάσθηκε, θα ήταν μισή, θα χώλαινε, αν δεν συνοδεύονταν ενεργά από δέσμη πολιτικών ανάπτυξης και παραγωγικής ανόρθωσης της Υπαίθρου και των Περιφερειών. Ο κεντρικός στόχος εδώ πρέπει να είναι η παραγωγική ανασύνταξη-ανόρθωση της Υπαίθρου. Η έμφαση πρέπει να δοθεί στον αγροτοδιατροφικό τομέα. Όχι μόνο στον πρωτογενή, αλλά και στον δευτερογενή. Η σημασία του δευτερογενούς είναι πολύ μεγάλη, γιατί μέσω της κατεργασίας, της επεξεργασίας, της συσκευασίας, δημιουργεί υψηλή προστιθεμένη αξία, διευρύνοντας σημαντικά τα περιθώρια κέρδους. Εξάλλου, τα δείγματα ανάκαμψης του αγροτικού τομέα, εν μέσω της 10ετούς κρίσης, δίνουν ένα ενθαρρυντικό μήνυμα (π.χ., την περίοδο της 10ετούς κρίσης έδειξε πρωτοφανή δυναμισμό ανακάμπτοντας στο 9% στο περιφερειακό ΑΕΠ της Δυτικής Μακεδονίας).
Στα πλαίσια μιας αναπτυξιακής στρατηγικής στον αγροτικό τομέα, τονίζουμε ότι μια τη δέσμη πολιτικών πρέπει να αφορά σ΄αυτές τις περιοχές. Σημειώνουμε:
(α). Ειδικά σχέδια υποστήριξης σε όλες τις περιοχές για την παραγωγική επανάχρηση των αγροτικών εκτάσεων/κτημάτων, με στοχευμένες καλλιέργειες, συγκεντροποιημένες δευτερογενείς επεξεργασίες-τυποποιήσεις και σχέδια κυκλοφορίας/εμπορίας σε αγορές, με αξιοποίηση και των κέντρων και των επιχειρήσεων του Ελληνισμού στο Εξωτερικό (Χώρες Ε.Ε., ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδά κλπ). Ειδικά, για τον Ελληνισμό του Εξωτερικού, – μετανάστες πρώτης ή δεύτερη γενιάς οι περισσότεροι-, που εξακολουθούν να έχουν ή να επιθυμούν να (επανα)δημιουργήσουν σχέση με τον Τόπο τους θα τους δοθεί μια σπουδαία νέα ευκαιρία (επιχειρηματική, παραγωγική, εμπορική).
(β). Προγράμματα επιδοτούμενα: ιδιωτικά, ή κοινοπρακτικά, ή κοινωνικής οικονομίας (και με τη συμμετοχή τοπικών δήμων) για τη βιώσιμη ανάπτυξη περιοχών. Ανάλογα και με εδαφοκλιματικές συνθήκες, σε συνάφεια και ισορροπία με το γειτονικό φυσικό περιβάλλον και για τελικά προϊόντα ποιότητας και υψηλής ζήτησης (π.χ., φαρμακευτικά φυτά & βότανα, μελισσοκομεία, αμπελώνες, μηλεώνες, καρυδώνες, κερασώνες, ειδικές καλλιέργειες σε μανιτάρια, κράνα, berries, κλπ). Στην πρώτη Χώρα με τη μεγαλύτερη βιοποικοιλότητα σε όλη την Ευρώπη, τη δεύτερη σε όλο τον Κόσμο μετά τη Μαδαγασκάρη, στη Χώρα με το μεγαλύτερο δίκτυο ανθρώπων της εστίασης στα μεγάλα διεθνή κέντρα δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να είμαστε άπραγοι παρατηρητές και μεμψίμοιροι επιδοματούχοι.
(γ). Ο συνδυασμός και η αλληλοϋποστήριξη των παραπάνω με την κτηνοτροφία και τα ποιοτικά της προϊόντα, καθώς, και ο αγρο-οικοτουρισμός και ο εναλλακτικός τουρισμός σ΄ ένα τέτοιο νέο περιβάλλον, κυρίως στην ενδοχώρα, διαμορφώνουν ένα δυναμικό προφίλ μιας νέας εποχής με στοιχεία αυτοδύναμης-αυτογενούς ανάπτυξης. Επίσης, η αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (φωτοβολταϊκά, αιολικά με γεννήτριες μικρού μεγέθους αλλά αποδοτικής ισχύος, βιομάζα από γεωργικά και κτηνοτροφικά κατάλοιπα κλπ) είτε με ιδιωτικά σχήματα, είτε μέσω Ενεργειακών Κοινοτήτων (με συμμετοχή και των τοπικών δήμων) και με χρήση τoυ net metering μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες Ενεργειακής Δημοκρατίας και σοβαρής μείωσης του κόστους παραγωγής.
(δ). Η υποστήριξη προγραμμάτων για την επιστροφή νέων ανθρώπων -καλλιεργητών και νέων επιστημόνων -επιχειρηματιών στην Ύπαιθρο μπορεί στα παραπάνω πλαίσια, και με δεδομένες τις νέες μεταφορικές και ψηφιακές υποδομές, να αποτελέσει μια νέα ελπιδοφόρα προοπτική.
(ε). Η διαφοροποίηση των προγραμμάτων αναδασώσεων των Δασαρχείων με την αυξημένη συμμετοχή σε αυτά ποικιλιών φυτών της μεσογειακής-ελληνικής πανίδας κι όχι αποκλειστικά κωνοφόρων (δρυς, οξιά, καστανιά, σφεντάμι κλπ). Ταυτόχρονα, συστηματική και οργανωμένη πυροπροστασία με αντιπυρικές ζώνες και ζώνες φυτών πυροανάσχεσης και πυροεπιβράδυνσης ιδιαίτερα πλησίον ή εντός των οικισμών.
Επιμένοντας στον άξονα αυτόν, υποστηρίζουμε ακόμα ότι στις περιπτώσεις που παλιές αγροτικές εκτάσεις (1945) εντάσσονται σε προστατευόμενες περιοχές πρέπει να επιδιωχθεί η ανταλλαγή με ανάλογες αγροτικές εκτάσεις ή να αποζημιωθούν ανάλογα και από τις εισφορές των ευεργετούμενων από τη σύνταξη των δασικών χαρτών.
4ος. Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις. Πρόκειται για εκτάσεις με γεωργική μορφή, για τις οποίες καλούνται οι χρήστες να καταβάλλουν ένα τίμημα εξαγοράς, της κυριότητας οι προ του 1975 χρήστες και της χρήσης οι μετά το 1975.
Το πρόβλημα που υπάρχει με αυτές τις εκτάσεις είναι, όχι μόνο ότι η εξαγορά των προ του 1975 εκτάσεων ακυρώθηκε ήδη από το ΣτΕ, αλλά και η άρνηση των χρηστών να κάνουν χρήση της συγκεκριμένης ρύθμισης, αφού μόνο για το 20% των εκτάσεων ενδιαφέρθηκαν. Για την επίλυση του προβλήματος τεκμηρίωσης της αλλαγής χρήσης των συγκεκριμένων εδαφών η Δήλωση ΟΣΔΕ θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρή και βάσιμη αιτιολόγηση, όταν μάλιστα συνδεθεί και με τις προηγούμενες χρονιές. Αφού και η Ε. Επιτροπή για να εγκρίνει τις ενισχύσεις θεωρεί δεδομένη τη βιωσιμότητα της αγροτικής παραγωγικής δραστηριότητας που ασκείται στις δηλούμενες εκτάσεις.
Ριζική τακτοποίηση θα ήταν: να καταργηθεί η ρύθμιση του Ν. 4280/2014 για τις χορτολιβαδικές εκτάσεις και με τη χαρτογράφησή τους να παραδοθούν στον αγροτικό τομέα για διαχείριση και διάθεση για γεωργική και κτηνοτροφική εκμετάλλευση, όπως το άρθρο 74 του Ν. 998/79 προβλέπει.
Συναφές προς τα παραπάνω θέμα είναι το θέμα των βοσκοτόπων. Ένα τεράστιο εθνικό κεφάλαιο που αξίζει της προσοχής και της παρέμβασης μας. Η ελληνική κτηνοτροφία αποτελεί σημαντική οικονομική διέξοδο και μπορεί να αποτελέσει πραγματικά φιλόδοξη δραστηριότητα για μια σειρά νοικοκυριά, παρά το γεγονός ότι ακόμα υπολείπεται των αναπτυγμένων ζωοτεχνικά κρατών. Βασικό μειονέκτημα αποτελεί το υψηλό κόστος διατροφής των ζώων. Η αξιολόγηση και η διαχείριση των βοσκοτόπων επισημαίνεται ως κεντρικό θέμα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της νέας ΚΑΠ, και από την εθνική νομοθεσία περί ύπαρξης διαχειριστικών σχεδίων για τα βοσκοτόπια. Τα τέλη βόσκησης που πληρώνουν σήμερα οι κτηνοτρόφοι στην Περιφέρεια θα πρέπει να δοθούν ως ανταποδοτικά στην αξιοποίηση και βελτίωση των βοσκοτόπων. Χρηματοδότηση μπορεί να υπάρξει για αυτόν τον σκοπό και από το Πράσινο ταμείο της Ε.Ε..
Τα παραπάνω δεν εξαντλούν, ασφαλώς, το σύνθετο και απαιτητικό ζήτημα των δασικών χαρτών, απαραίτητο στοιχείο για την αναγκαία ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου. Πιστεύουμε όμως ότι δίνουν απαντήσεις και διεξόδους σε καίρια θέματα που βασανίζουν τους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες και φιλοδοξούν να ανοίξουν έναν νέο βιώσιμο δρόμο παραγωγής και ανάπτυξης στην Ύπαιθρο.
Ελευθέριος Τζιόλας
**Ερμηνευτική δήλωση: Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.
**Με δύο αστερίσκους δηλώνονται τα σημεία της Αναθεώρησης που αναγράφονται στο Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.