“Πεισματάρης ανθρωπιστής”, όπως τον αποκάλεσε ο Σαρτρ, ο Αλμπέρ Καμύ υπήρξε ο συγγραφέας των ψυχών, των αδυνάτων και της ελπίδας
Τα τρίπτυχα του “παραλόγου” και της “εξέγερσης”, το Νόμπελ, ο θάνατος, η κληρονομιά.
Ένας περίεργος “ξένος”, αδιάλλακτος και μοναχικός, αλληλέγγυος και ανθρωπιστής, απολογητής του “παραλόγου”, δημιουργός και αναχωρητής, “ερμητικός” και ορμητικός, μα πάνω απ’ όλα “καλλιτέχνης”, αυτή θα μπορούσε να είναι μια σύντομη “ταυτότητα” του Αλμπέρ Καμύ. Φιλόσοφος και συγγραφέας, ένας μεγάλος επαναστάτης της λογοτεχνίας, λυρικός και καταγγελτικός, βαθιά διανοούμενος, “αιώνια” ταγμένος στην αέναη αναζήτηση του νοήματος της ζωής, κάθετα αρνητικός απέναντι στα δόγματα, μοναδικός στην επινόηση και την επιβολή μύθων, μόνιμος κριτής του εαυτού του, φορέας της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας, υπέρμαχος της ανανέωσης απέναντι στη συλλογική αλλά και την προσωπική ματαιότητα.
“Το να δημιουργείς, είναι σαν να ζεις δυο ζωές”, είχε πει ο ίδιος και η αλήθεια είναι πως πρόλαβε να “ζήσει” αρκετές από αυτές, παρά το γεγονός ότι πέθανε νεώτατος, σε ηλικία μόλις 46 ετών, μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Σήμερα, 108 χρόνια μετά τη γέννησή του (7/11/1913), το Magazine αφιερώνει μερικές γραμμές στον ρομαντικό αντιεξουσιαστή, που μέσα από τα εμπνευσμένα “τρίπτυχά” του, εξέλιξε τις έννοιες της διατύπωσης, του σκηνικού και της αναζήτησης, πάνω στις γραμμές και – πολύ περισσότερο – πίσω από αυτές. Αντικομφορμιστής από πεποίθηση, κριτικός αναλυτής σε βάθος κάθε προσωπικού του προβληματισμού και ακούραστος συνοδοιπόρος της εσωτερικής του δέσμευσης, ο Καμύ σημάδεψε με την παρουσία και το έργο του, τον 20ο αιώνα.
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΑΛΓΕΡΙ
Γεννημένος το 1913 σε μια εργατική συνοικία της Ντρεάν, μιας μικρής παραθαλάσσιας πόλης της Γαλλικής Αλγερίας, δε γνώρισε ποτέ τον πατέρα του, ο οποίο σκοτώθηκε έναν χρόνο αργότερα, στη μάχη του Μάρνη. Εκείνη η πρώτη “απουσία” σημάδεψε τον μικρό Αλμπέρ, που δέθηκε υπέρμετρα με τη μητέρα του. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Αλγέρι, επιβιώνοντας μέσα σε ακραία φτώχεια. Ο Καμύ φοίτησε με υποτροφία σε Λύκειο της πόλης και το 1930 διαγνώστηκε με φυματίωση. Εκείνη την εποχή ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη φιλοσοφία, μελετώντας τους αρχαίους Έλληνες, αλλά και τον Νίτσε, ενώ παράλληλα έκανε δουλειές του ποδαριού για να βγάλει τα προς το ζην.
Ο Αλμπέρ ασχολήθηκε και με τον αθλητισμό, με την κολύμβηση και το ποδόσφαιρο, αγωνιζόμενος ως τερματοφύλακας στην ομάδα των Νέων της τοπικής Ρασίνγκ στο Αλγέρι. Είχε προτάσεις από γαλλικές επαγγελματικές ομάδες για να συνεχίσει εκεί την καριέρα του, αλλά αρνήθηκε, αφού τα δικά του σχέδια είχαν ως προτεραιότητα τις σπουδές. Το 1933 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο και τρία χρόνια αργότερα, πήρε το πτυχίο του στη φιλολογία. Εκτός από τον Νίτσε, επηρεάστηκε βαθιά από τον Σοπενχάουερ, ενώ μελέτησε και συγγραφείς, όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Κάφκα και ο Σταντάλ. Ήδη από το 1930 είχε αρχίσει να γράφει τα πρώτα του δοκίμια, κάποια από τα οποία δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Sud.
Η ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
Το 1935 προσχώρησε στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, για να αποχωρήσει όμως δυο χρόνια μετά, θεωρώντας ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν συνέπιπτε με τα δικαιώματα του ανθρώπου και αρνούμενος να δεχτεί ότι ο κόσμος των γκουλάγκ ήταν μια απάντηση στα σφάλματα και στα εγκλήματα του καπιταλισμού. Με το που ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε και πάλι σε αντιπαράθεση με το ΓΚΚ, επειδή υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των αυτόχθονων της Αλγερίας, υποστηρίζοντας ότι ο αγώνας δεν έπρεπε να είναι μόνο αντιναζιστικός και αντιφασιστικός, αλλά και αντιαποικιακός. Η καταγωγή του ήταν κάτι που δεν του “συγχωρέθηκε” ποτέ από τη γαλλική διανόηση. Και ο Καμύ φρόντιζε να τροφοδοτεί αυτή την “αντιπάθεια”.
Ο ίδιος ήταν ένας “pied-noir”, όπως υποτιμητικά αποκαλούσαν οι Γάλλοι τους γεννημένους – με γαλλική καταγωγή – στη γαλλική Αλγερία και είχε την ευκαιρία να ζήσει από πρώτο χέρι την καταπίεση των Αράβων και Βέρβερων όσο ζούσε μαζί τους. Στάθηκε λοιπόν στο πλευρό τους, “μπερδεύοντας” και εκνευρίζοντας τους “συντρόφους” του στο κόμμα. Το 1936 έγινε μέλος του νεοϊδρυθέντος Αλγερινού Κομμουνιστικού Κόμματος, δημιουργώντας και οργανώνοντας το “Théatre du Travail” (Θέατρο της Εργασίας), το οποίο μετονόμασε στη συνέχεια σε “Θέατρο της Ομάδας”. Το 1938 άρχισε να αρθρογραφεί στην αριστερίζουσα γαλλοαλγερινή εφημερίδα “Alger républicain” του Πασκάλ Πιά, εξαπολύοντας “μύδρους” κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας.
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ “ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ”
Δυο χρόνια αργότερα, το 1940, η εφημερίδα απαγορεύτηκε και ο Καμύ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έπιασε δουλειά στην “Paris-Soir” ως αρχισυντάκτης. Εκεί ήταν πλέον αποφασισμένος να ξεκινήσει τη δημιουργία ενός μεγάλου έργου. Τα εφόδιά του ήταν η μάχιμη σκέψη, η περιφρόνηση στα ιδεολογικά δόγματα, η διορατική ανάλυση, η “ευθύνη” της επιλογής. Οι στόχοι του ήταν η αναζήτηση του άμεσου νοήματος, η γνώση του κόσμου, η αποστασιοποίηση του αναγνώστη. Το πρώτο του τρίπτυχο, ένα μυθιστόρημα, ένα δοκίμιο και ένα θεατρικό έργο, ολοκληρώθηκε με τον λεγόμενο κύκλο του “παραλόγου”: ο “Ξένος” (1942), ο “Μύθος του Σίσυφου” (1942) και ο “Καλιγούλας” (1938).
“Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω”. Η πρώτη φράση του “Ξένου”, εμπνευσμένου από προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα, έκανε σαφείς και τις προθέσεις του. Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Σαίρεν Κίρκεγκωρ, παρουσίασε το παράλογο σαν μια σύγκρουση: από τη μια η προσπάθεια του ανθρώπου να ανακαλύψει το νόημα στη ζωή του και από την άλλη το άσκοπο της προσπάθειας αυτής, αφού τελικά το νόημα δεν υπάρχει. Στον “Μύθο του Σίσυφου”, ο “παραλογισμός” έφτασε στο αποκορύφωμα: ο άνθρωπος πρέπει να συνεχίσει να ζει, παρά το γεγονός ότι γνωρίζει πως ο θάνατος είναι αναπόφευκτος. Η πίστη όμως στον άνθρωπο, αφήνει πάντα ανοιχτή την επιλογή της “αποδοχής χωρίς παραίτηση”, μια συνειδητή “κατάσταση” κατανόησης του παραλόγου της ζωής.
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ “ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ”
Στο μεταξύ, ο Καμύ είχε απολυθεί από την “Paris-Soir”, παντρεύτηκε την Φρανσίν Φορ, μια Γαλλίδα πιανίστρια και μαθηματικό, επέστρεψε στην Αλγερία και τελικά κατέληξε στις Γαλλικές Άλπεις, λόγω μιας νέας κρίσης από τη φυματίωση. Το 1943 ανέλαβε τη διεύθυνση της – απαγορευμένης από τους Ναζί κατακτητές – εφημερίδας “Combat”, παίζοντας ενεργό ρόλο στη γαλλική αντίσταση και γνώρισε τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία, ενώ ήρθε σε επαφή και με άλλους Γάλλους διανοούμενους, όπως η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Αντρέ Μπρετόν. Το 1947 διαφώνησε με τη συντακτική ομάδα της “Combat” και αποχώρησε, ξεκινώντας παράλληλα τον δεύτερο κύκλο του συγγραφικού του έργου, εκείνον της “εξέγερσης”.
Τον αποτελούσαν η “Πανούκλα” (1947), ο “Επαναστατημένος άνθρωπος” (1951) και οι “Δίκαιοι” (1949). Στην προφητική “Πανούκλα” η απομόνωση και η απελπισία οριοθετούνται μέσα σε μια “άρρωστη” ατμόσφαιρα, όπου είναι ξεκάθαροι οι ρόλοι των κακών και των καλών, σε μια αλληγορία-καταγγελία του ολοκληρωτισμού, απέναντι στον οποίο μπορεί και πρέπει να αντισταθεί ο άνθρωπος, αυτή τουλάχιστον είναι η πεποίθηση του Καμύ, που πηγάζει μέσα από την πίστη του στη δύναμη του αδύνατου, όταν αυτός έχει να αντιμετωπίσει τη “νοσηρή” εξουσία. Όμως, στην τριλογία της εξέγερσης, ήταν το δοκίμιο του “Επαναστατημένου ανθρώπου”, εκείνο που έφερε τη σύγκρουση του συγγραφέα με την αριστερή διανόηση.
Εκεί ο Καμύ στάθηκε απέναντι σε όλα τα στερεότυπα του “χυδαίου” μαρξισμού, χωρίς όμως να σταματήσει στους Μπολσεβίκους, γυρνώντας στο παρελθόν μέχρι και τη Γαλλική Επανάσταση! Ήταν περισσότερο η διαίσθηση του συγγραφέα, εκείνη που τον οδήγησε να συμπεράνει το απόλυτο άλλο “άκρο” κάθε μορφής καταπίεσης: “Επαναστατώ, άρα υπάρχω”. Κάτι που – κατά τη γνώμη του – εφαρμόζεται με μια “συνολική” ανυπακοή: “Ο σκλάβος δεν ξεσηκώνεται μόνο για τον εαυτό του, αλλά για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις. Η πρώτη κίνηση – τελικά – του εξεγερμένου, είναι να αρνηθεί στους άλλους να θίξουν αυτό που είναι, αγωνίζεται για την ακεραιότητα μιας πλευράς του εαυτού του. Αρχικά λοιπόν, δε ζητά να κατακτήσει, αλλά να επιβάλλει”.
Η “απάντηση” ήρθε από τον ίδιο τον Σαρτρ, στο λογοτεχνικό έντυπο “Les Temps modernes”, όταν ανέθεσε στον Φρανσίς Ζανσόν να γράψει μια κριτική για το “L’Homme Revolté”, γνωρίζοντας ότι ο Ζανσόν ήταν πολέμιος των έργων του Καμύ. Μετά τη δημοσίευση του κειμένου (εκεί όπου η εξέγερση του Καμύ χαρακτηριζόταν “εκ προθέσεως στατική”), ο Σαρτρ έβαλε οριστικό τέλος στην πολύχρονη φιλία τους, αποκαλώντας τον Καμύ “αστό”, κάτι που ισοδυναμούσε με τη μεγαλύτερη δυνατή προσβολή. “Έχεις καταντήσει το θύμα μιας υπερβολικής σκυθρωπότητας, πίσω από την οποία κρύβεις τα εσωτερικά σου προβλήματα. Αργά ή γρήγορα κάποιος θα έπρεπε να σου το πει, οπότε ας είμαι εγώ αυτός”, ήταν η σκληρή “καταδίκη” από την πλευρά του Σαρτρ.
Η “ΠΤΩΣΗ” ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΑΡΤΡ
Οι επιθέσεις από τους συμπατριώτες του αριστερούς διανοούμενους, αλλά και ο πόλεμος της Αλγερίας που ξεκίνησε το 1954, είχαν στεναχωρήσει αφόρητα τον Καμύ, που αποφάσισε να περιοριστεί στη συγγραφή μερικών μυθοπλασιών. Μια από αυτές, η “Πτώση”, έκανε τον συγγραφέα να μεταμφιεστεί σε Ζαν Μπατίστ Κλαμένς (ο ήρωας του βιβλίου) και καχύποπτος, να χρησιμοποιήσει την υποκρισία για να γίνει αρεστός. Μέχρι τη στιγμή της κρίσης, που όλη η “αλήθεια” θα καταρρεύσει πρώτα γύρω του και κατόπιν μέσα του. Η “Πτώση” (1956) υπήρξε το “μαύρο” διαμάντι του Καμύ, ένα κείμενο αυτοσαρκασμού, που γράφτηκε με ένα τελείως διαφορετικό ύφος και αποτέλεσε τη ρεβάνς του συγγραφέα από τον Σαρτρ, ο οποίος μαγεύτηκε όταν το διάβασε.
Η φράση του Σαρτρ, “μου αρέσει το βιβλίο, γιατί ο Καμύ το έφτιαξε και κρύφτηκε ολόκληρος”, ήταν η μεγαλύτερη δικαίωση για τον συγγραφέα, ακόμα μεγαλύτερη και από εκείνη που θα ακολουθούσε έναν χρόνο μετά, με τη βράβευσή του στη Σουηδία με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Σαρτρ ήθελε να πει ακριβώς αυτό που φοβόταν ο Καμύ σε όλη του τη ζωή: “Μια μέρα βρίσκεσαι να παίρνεις δίχως να ποθείς πραγματικά”. Η βαθιά πληγή μέσα του από όσα είχε ζήσει, όσα είχε αντιληφθεί και όσα είχε “υποχρεωθεί” να περάσει στο χαρτί, αναγκασμένος να “ανανεώνει” τους προορισμούς του και να προσαρμόζει το ύφος του όχι μόνο σε σχέση με την εποχή του, αλλά-κυρίως-σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό, αυτή ήταν η εσωτερική “ουλή” που σημάδεψε το έργο του.
ΤΟ ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Ο βασιλιάς της Σουηδίας, Γουσταύος Αδόλφος, χειροκροτάει τον Αλμπέρ Καμύ, που μόλις έχει ολοκληρώσει τον λόγο του στη δεξίωση προς τιμήν του στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (10/12/1957).
Τον Οκτώβριο του 1957, ο Καμύ ενημερώθηκε ότι ήταν ο νικητής του Νόμπελ Λογοτεχνίας, μια τεράστια έκπληξη για τον ίδιο, αφού θεωρούσε σίγουρη την επιλογή του συμπατριώτη του, Αντρέ Μαλρό. Στα 44 χρόνια του, έγινε ο δεύτερος νεώτερος σε ηλικία νικητής του βραβείου, πίσω μόνο από τον Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1907, 41 ετών). Ο Καμύ είχε συνυποψήφιους – ανάμεσα σε πολλούς άλλους – τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Μπόρις Πάστερνακ (νικητή του Νόμπελ το 1958), τον Σάμιουελ Μπέκετ (νικητή το 1969), τον Αλμπέρτο Μοράβια και τον ίδιο τον Ζαν Πολ Σαρτρ, νικητή το 1964, που όμως αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο. Στη Στοκχόλμη, ο Γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας, Άντερς Όστερλινγκ, έπλεξε το εγκώμιο του συγγραφέα:
“Δραστήριος και άκρως δημιουργικός, ο Καμύ βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος στον λογοτεχνικό κόσμο, ακόμη και εκτός Γαλλίας. Εμπνευσμένος από μια αυθεντική ηθική δέσμευση, αφοσιώνεται με όλο του το είναι στα μεγάλα θεμελιώδη ζητήματα της ζωής, και σίγουρα αυτή η φιλοδοξία αντιστοιχεί στον ιδεαλιστικό σκοπό για τον οποίο καθιερώθηκε το βραβείο Νόμπελ. Πίσω από την αδιάκοπη επιβεβαίωση του παραλογισμού της ανθρώπινης κατάστασης, δεν υπάρχει κανένας στείρος αρνητισμός. Αυτή η άποψη των πραγμάτων συμπληρώνεται μέσα του από μια ισχυρή επιταγή, μια έκκληση στη θέληση που υποκινεί σε εξέγερση ενάντια στον παραλογισμό και που, για το λόγο αυτό, δημιουργεί αξία”.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ
Το κατεστραμμένο Facel Vega HK500, το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρήκε τραγικό θάνατο ο Αλμπέρ Καμύ στις 4 Ιανουαρίου του 1960, επιστρέφοντας στο Παρίσι.Το κατεστραμμένο Facel Vega HK500, το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρήκε τραγικό θάνατο ο Αλμπέρ Καμύ στις 4 Ιανουαρίου του 1960, επιστρέφοντας στο Παρίσι. Ⓒ 1960 JEAN JACQUES LEVY/ASSOCIATED PRESS
Μετά τη βράβευσή του, ο Καμύ ξεκίνησε ένα ακόμα μυθιστόρημα, τον “Πρώτο Άνθρωπο”, αυτοβιογραφικό και βασισμένο στην παιδική ηλικία του συγγραφέα στην Αλγερία. Παράλληλα, έστρεψε και πάλι την προσοχή του στο θέατρο, όπου με τα χρήματα από το Νόμπελ, μπόρεσε να χρηματοδοτήσει το ανέβασμα της παράστασης “Οι δαιμονισμένοι”, στηριγμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Όμως η μοίρα είχε διαφορετικά σχέδια. Στις 4 Ιανουαρίου του 1960, αφού είχε περάσει μαζί με την οικογένειά του την Πρωτοχρονιά στην Προβηγκία, αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι μαζί με τον εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ. Στο πολυτελές αυτοκίνητο, μια Facel Vega HK500, επέβαιναν οι δυο τους, μαζί με τη σύζυγο και την κόρη του εκδότη.
Λίγα χιλιόμετρα πριν φτάσουν στη γαλλική πρωτεύουσα, έξω από τη μικρή κωμόπολη Βιλμπλεβάν, ο Γκαλιμάρ έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, το οποίο έπεσε πάνω σε έναν πλάτανο. Από τη σύγκρουση, ο Καμύ που βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού, σκοτώθηκε ακαριαία, ενώ ο Γκαλινάρ υπέκυψε στα τραύματά του λίγες μέρες αργότερα. Ο Τύπος παρουσίασε διάφορες υποθέσεις, όπως υπερβολική ταχύτητα (130 χλμ/ώρα), πιθανή αδιαθεσία του οδηγού ή σκασμένο ελαστικό, αλλά ο φίλος του Καμύ, συγγραφέας Ρενέ Ετιάμπλ, υποστήριξε πως είχε αποδείξεις ότι το αυτοκίνητο είχε κατασκευαστικά ελαττώματα και ήταν ένα κινητό “φέρετρο”, όμως καμία εφημερίδα δε δέχτηκε να τις δημοσιεύσει.
Πολλά χρόνια αργότερα, η ιταλική Corriere della Sera δημοσίευσε μια δική της έρευνα, σύμφωνα με την οποία, το δυστύχημα του Καμύ είχε οργανωθεί από την KGB, λόγω της σκληρής κριτικής του συγγραφέα απέναντι στις πολιτικές της Σοβιετικής Ένωσης, κάτι όμως που ποτέ δεν μπόρεσε να αποδειχτεί. Μέσα στα συντρίμμια του αυτοκινήτου, βρέθηκαν 144 χειρόγραφες σελίδες από το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα “ο Πρώτος Άνθρωπος”, για το οποίο ο Καμύ είχε προβλέψει πως θα ήταν το κορυφαίο του έργο. Ο Νομπελίστας τάφηκε στο χωριό Λουρμαράν της επαρχίας Βοκλίζ (στη νοτιοανατολική Γαλλία), με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ να τον αποκαλεί στον επικήδειό του, “πεισματάρη ανθρωπιστή”.
Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ
Ο θάνατος του Καμύ συγκλόνισε όλον τον πνευματικό κόσμο. Η τραγική ειρωνεία ήταν ότι χρόνια πριν, ο συγγραφέας είχε πει τη φράση “δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από το θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα”. Η κληρονομιά του είναι πολύτιμη, αφού άφησε πίσω του ένα έργο εντυπωσιακό ως προς το περιεχόμενό του, με μια θαυμαστή συνέπεια σε ό,τι αφορά την αφοσίωσή του στην ανθρώπινη φύση. Σε όλη την πορεία του αρνήθηκε να υπηρετήσει ιδεολογίες και δόγματα που απαιτούσαν “δηλώσεις πίστης”, γι’ αυτό και βρέθηκε απέναντι στον χριστιανισμό, στον μαρξισμό και τον υπαρξισμό. Και η ακεραιότητά του σε αυτό, υπήρξε φανερή τόσο στα γραπτά του όσο και στην ίδια του τη ζωή.
Ο Καμύ έγραψε πρωτίστως για τον άνθρωπο, για τις ψυχές, για τους αδύνατους, για την ελπίδα. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην “Πανούκλα”: “Ξέρετε, αισθάνομαι περισσότερη αλληλεγγύη προς τους νικημένους παρά προς τους αγίους. Ο ηρωισμός και η αγιότητα δεν με συγκινούν. Αυτό που με ενδιαφέρει, είναι να είμαι άνθρωπος”. Ο ίδιος φρόντισε να αναδείξει την ηθική της ζωής, εξυψώνοντάς την πάνω από τον θάνατο. Όσο και αν αφέθηκε να παρασυρθεί στις συνεχείς “μεταμορφώσεις” για να αποφύγει μια μάταιη “ρουτίνα” στην εκφραστική του φόρμα, ποτέ δεν απομακρύνθηκε από το διαρκές δικό του ζητούμενο: “Υπάρχουν στους ανθρώπους περισσότερα πράγματα να θαυμάσουμε, παρά να περιφρονήσουμε”.
news247