Ο Άγιος Λέανδρος, Επίσκοπος Σεβίλλης της Ισπανίας, διδάσκαλος της Εκκλησίας και φωτιστής των Ισπανών, έζησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας.
Ο πατέρας του ήταν δούκας και καταγόταν από βυζαντινή γενιά, ενώ η μητέρα του ήταν πρωτότοκη κόρη του Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, που βασίλευε στην Σεβίλλη, την πρωτεύουσα του βασιλείου των Βησιγότθων.
Πολύ νωρίς ακολούθησε τον μοναχικό βίο και διακρίθηκε για την μόρφωση και τις αρετές του. Γι’ αυτούς τους λόγους η Εκκλησία τον κατέστησε Επίσκοπο το έτος 579 μ.Χ. Ίδρυσε θεολογική σχολή με σκοπό τη διάδοση της Ορθοδοξίας, αλλά και την καλλιέργεια των επιστημών και των τεχνών γενικά, μέσα στο λαό του τότε βάρβαρου ακόμα βασιλείου. Οι δυο βασιλόπαιδες Χερμενεγκίλντ και Ρεκαρέντ, ανεψιοί του από την πλευρά της μητέρας του, ήταν μεταξύ των μαθητών του Αγίου Λεάνδρου. Ο Χερμενεγκίλντ ανατράφηκε με τα νάματα της Ορθοδοξίας. Η πίστη του στην Εκκλησία δυναμώθηκε πιο πολύ χάρη στην ευσεβή σύζυγό του Ίνγκαρντ, θυγατέρα του βασιλέως των Φράγκων Σιγεβέρτου. Όταν ο πατέρας του, μεταφέροντας την πρωτεύουσά του στο Τολέδο, του όρισε για διαμονή του τη Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμός κατά των Ορθοδόξων. Ο αιρετικός Λέβεγκίλντ ήλθε σε σύγκρουση με τον Ορθόδοξο γιο του Χερμενεγκίλντ. Ήταν τέτοια η ένταση του διωγμού και της μανίας των αιρετικών, που όπως γράφεται δεν έβλεπε κανείς πουθενά ελεύθερο άνθρωπο και η ίδια η γη έχασε την παλαιά της γονιμότητα. Ο αιρετικός βασιλέας πολιόρκησε την Σεβίλλη και έκλεισε σε σκοτεινή φυλακή τον υιό του, όπου και τον στραγγάλισε την ημέρα του Πάσχα του 586 μ.Χ.
Την εποχή αυτή, λίγο πριν εξορισθεί και αυτός μαζί με άλλους ομολογητές της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Λέανδρος έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Εκεί γνώρισε τον Άγιο Γρηγόριο τον Μέγα, τον Διάλογο, και συνδέθηκε μαζί του με δυνατή φιλία. Όταν ο διωγμός κατά των Ορθοδόξων έφθασε στα άκρα, ο βασιλιάς Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε από θανατηφόρο ασθένεια, άλλαξε στάση, προσκάλεσε τον Άγιο Λέανδρο στην επιθανάτια κλίνη του και, αφού μετανόησε, τον παρακάλεσε να κατευθύνει το διάδοχό του Ρεκαρέντ προς την αληθινή Ορθόδοξη πίστη. Ο νέος βασιλέας, υπάκουος στον παλαιό διδάσκαλό του, μεταστράφηκε και ανέλαβε αμέσως να συγκαλέσει την Τρίτη εν Τολέδω Σύνοδο, όπου ανέγνωσε ενώπιον όλων την ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας και ανακοίνωσε ότι οι λαοί των Γότθων και Σουέβων, ενωμένοι, επανέρχονται στην ενότητα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Λέανδρος, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος αυτής της Συνόδου, αφιέρωσε πλέον την υπόλοιπη ζωή του στη διδασκαλία του ποιμνίου του με το φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ αρχήν, αλλά και με τα εμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ακόμη τον αδελφό του, Άγιο Ισίδωρο (βλέπε 4 Απριλίου), να γίνει διάδοχός του στο θρόνο της Σεβίλλης και η δόξα της Εκκλησίας της Ισπανίας. Βοήθησε ακόμη την αδελφή του, Αγία Φλωρεντίνη, να γίνει ιδρύτρια και ηγουμένη σαράντα μονών με χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αυτήν μοναχικό τυπικό που από τότε καλείται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου». Οργάνωσε, επίσης, τη Θεία Λατρεία της Εκκλησίας της Ισπανίας, που λειτουργικά ονομάζεται «μοζαραβικῆ».
Ο Άγιος Επίσκοπος της Σεβίλλης, αφού υπέμεινε πολλές αντιξοότητες και δοκιμασίες, παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο το 600 ή 601 μ.Χ. (πιθανώς στις 13 Μαρτίου).