Ο Άγιος Ειρήναρχος έζησε την εποχή του βασιλιά Διοκλητιανού και καταγόταν από την Σεβάστεια. Γεννήθηκε σε οικογένεια ειδωλολατρών και είχε μάθει
να αισθάνεται μάλλον απέχθεια προς τους χριστιανούς. Υπηρετούσε τους βασανιστές των χριστιανών στους διωγμούς των. Όμως η συχνή προσέγγιση που είχε με τους μάρτυρες του Χριστού, φώτισε σταδιακά τον Ειρήναρχο. Έβλεπε τους ηρωικούς μάρτυρες πράους αλλά ταυτόχρονα δυνατούς και ακλόνητους εις την πίστη τους τις γυναίκες να υπομένουν τα φρικτά βασανιστήρια με καρτερικότητα και αυταπάρνηση και τους θαύμαζε για το μεγαλείο τους. Η βαθμιαία αυτή μεταβολή στην ψυχή του Ειρηνάρχου κατέληξε στην ομολογία του στο Χριστό, την ώρα που επτά χριστιανές γυναίκες υπέμεναν καρτερικότατα για την πίστη τους, όλες τις τιμωρίες και τα μαρτύρια. Η ομολογία αυτή του στοίχισε το θάνατο, τον οποίο βρήκε δια αποκεφαλισμού και τον οποίο υπέστη με πλήρη αγαλλίαση το 303 μ.Χ.