«Στο αυτοκίνητο βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή», κατέθεσε εμφανώς συγκινημένος στη δίκη για τη φονική φωτιά στο Μάτι ο Παναγιώτης Ντάγκαλος.
Ο μάρτυρας ανέβηκε στο βήμα ύστερα από τη συγκλονιστική κατάθεση της Κάλλι Αναγνώστου. Ο κ. Ντάγκαλος εξήγησε πώς κατάφερε να σωθεί μαζί με τον τρίχρονο γιο του, πώς χάθηκε σε λίγα δευτερόλεπτα η σύζυγός του και εξέφρασε την αγανάκτησή του για τις παραλείψεις των υπευθύνων που οδήγησαν στην τραγωδία με τους 104 νεκρούς.
«Δεν είναι αμέλεια. Δεν πήραν απόφαση στη στιγμή. Είχαν ώρες να αποφασίσουν. Δεν βρέθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Μάτι. Αν εμείς καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα, άλλοι πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα! Το 2022; Πού ζούμε; Ψάχνω δικαιολογία και δεν μπορώ να βρω!», είπε σε υψηλούς τόνους, αναφερόμενος στην έλλειψη ενημέρωσης.
Ο κ. Ντάγκαλος ξεκίνησε να περιγράφει στο δικαστήριο τα γεγονότα εκείνης της ημέρας:
«Μετά το μεσημεριανό φαγητό πέσαμε για ύπνο εγώ και το παιδί, εκτός από τη γυναίκα μου. Μου λέει “σήκω, κάτι γίνεται”. Μυρίζω καπνό. Βγαίνω έξω και βλέπω καπνό στην πλευρά της Λεωφόρου Μαραθώνος. Αγουροξυπνημένος ήμουν και μου πήρε λίγο χρόνο να δω τι θα κάνω. Σκέφτηκα ότι θα είναι μακριά, αλλά είπα να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Αφήσαμε το παιδί να ξυπνήσει τελευταίο. Το αυτοκίνητο βρισκόταν έξω από το σπίτι στην Περικλέους. Δεν είχαμε ακούσει κάτι που να θυμίζει πυρκαγιά. Καμπάνα, σειρήνα, κάτι στην τηλεόραση. Αρχίσαμε να φορτώνουμε πράγματα στο αυτοκίνητο».
Όπως εξήγησε, εκείνο που τους έκανε να πάρουν την απόφαση να εγκαταλείψουν το σπίτι τους ήταν η διακοπή ρεύματος.
«Πάω να μπω στο αμάξι με τη γυναίκα και το παιδί μου. Βλέπω στην Ποσειδώνος κολλημένα αμάξια. Κάνουμε ένα νόημα στους οδηγούς πιο πίσω ότι έχει μπλοκάρει. Δεν είχα αντιληφθεί ότι η φωτιά ήταν 300 μέτρα πιο πάνω. Στο μεταξύ, ο δυνατός άνεμος έφερνε καύτρες προς το μέρος μας. Πλησιάζω στο αμάξι από την πλευρά του συνοδηγού, μπαίνω μέσα κι έβαλα το κλειδί στο τιμόνι για να βάλω μπροστά το αμάξι, να λειτουργήσω τον κλιματισμό. Να μην επηρεαστούμε από τον καπνό. Αυτό σκέφτηκα εκείνη την ώρα. Ένιωθα ένα κάψιμο από τη δεξιά μου πλευρά. Η φωτιά είχε φτάσει σε εμάς. Είχε αρπάξει όλο τον κήπο του σπιτιού που είχαμε μείνει. Ήταν τεράστια, 10 μέτρα ύψος».
Ο μάρτυρας περιέγραψε πώς χωρίστηκε με τη γυναίκα του και έφυγε μαζί με το γιο τους προς τη θάλασσα, ενώ εκείνη έμεινε πίσω.
«Η δεξιά πλευρά του προσώπου μου είχε βράσει από το θερμικό φορτίο. Τα αυτιά μου, τα χείλη μου είχαν φουσκώσει μόνο από τη θερμική ακτινοβολία. Το παιδί και η γυναίκα μου ήταν στα αριστερά μου. Ήμουν φράγμα μπροστά τους. Μου φωνάζει η γυναίκα μου “το παιδί”! Και το τυλίγω με την πετσέτα. Ανοίγω την πόρτα του οδηγού. Το διπλανό αυτοκίνητο είχε άνθρωπο μέσα. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη προς τη θάλασσα. Το μέρος που είχα απομνημονεύσει να πάω. Έβλεπα γύρω στα 5-6 μέτρα. Βρίσκω αδιέξοδο, γιατί δεν έβλεπα. Στρίβω, κι άλλο αδιέξοδο. Βρήκα το δρόμο προς τη θάλασσα, με τις φωτιές να πέφτουν πάνω μας. Τα εγκαύματά μου ήταν στα χέρια και τα πόδια. Ήταν καιόμενα κλαδιά, αν είχαν πέσει στο κεφάλι μου θα πέφταμε επί τόπου με το παιδί. Στο δρόμο για τη θάλασσα βρήκα μια ηλικιωμένη κυρία. Δεν ξέρω αν τα κατάφερε. Όλα αυτά 50 μέτρα από τη θάλασσα… Με όλη μου τη δύναμη έτρεξα προς τη θάλασσα. Φτάνω και με την κουβέρτα που είχα τυλίξει το παιδί μου, που κάηκε σε πολλά σημεία, μπήκαμε στη θάλασσα και σκεπαστήκαμε με αυτή. Άλλοι, που δεν είχαν πετσέτα, καιγόντουσαν μέσα στη θάλασσα. Έπεφταν οι καύτρες. Αυτό έγινε στις 18:40. Ο χρόνος που είχαμε για να διαφύγουμε ήταν αυτό το διάστημα».
Στη συνέχεια, ο μάρτυρας περιέγραψε τις τραγικές στιγμές, όταν βρήκε τη γυναίκα του απανθρακωμένη στο αυτοκίνητο της οικογένειας. «Άρχισα να ρωτάω για τη γυναίκα μου, αν την είχε δει κανείς. Είχε βραδιάσει και αποφασίζω να την ψάξω. Αφήνω το παιδί μου με τη μητέρα του συναδέλφου μου. Ανέβηκα στη στεριά και δεν την έβρισκα πουθενά στην παραλία. Στη θάλασσα δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από ανθρώπους. Δεν υπήρχε το λιμενικό, δεν υπήρχε κάποιος να μας σώσει. Μόνο κάποια στιγμή είδα βαρκούλες που προσπαθούσαν να επιβιβάσουν κάποιους ανθρώπους. Είχαν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα και αποφασίζω να την ψάξω από το ίδιο μονοπάτι. Βρέθηκα στη Λεωφόρο Ποσειδώνος. Αμάξια παντού. Άλλα να καίγονται, αλλά όχι. Δέντρα να έχουν αρπάξει φωτιά. Πήγα προς το αυτοκίνητό μας. Όσο περπατούσα έβλεπα τα πάντα καμένα. Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή. Δεν πίστευα ότι είναι το αυτοκίνητό μας».
Ο μάρτυρας επέστρεψε αμέσως στη θάλασσα και το παιδί του, ενώ λίγη ώρα αργότερα, στις 20.30, ήρθαν διασώστες και τους οδήγησαν σε ξενοδοχείο μέσα από δρομάκια.
Κλαίγοντας με λυγμούς, ο μάρτυρας ξέσπασε κατά των υπευθύνων:
«Δεν θα ξεχάσω τον άνθρωπο που έβλεπα στο δίπλα αμάξι από μένα και όταν έφευγα ήταν ακόμα στο αμάξι του. Η Πολιτεία, ασχέτως καιρικών συνθηκών, δεν δέχομαι ότι δεν είχε επαρκή χρόνο και γνώσεις για να μας αποτρέψουν από αυτή την καταστροφή. Είμαι πολύ αγανακτισμένος και νευριασμένος με αυτό που έγινε. Δεν είναι αμέλεια. Δεν πήραν απόφαση στη στιγμή. Είχαν ώρες να αποφασίσουν. Δεν βρέθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Μάτι. Αν εμείς καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα, άλλοι πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα! Το 2022; Πού ζούμε; Ψάχνω δικαιολογία και δεν μπορώ να βρω! Από τύχη γλιτώσαμε και είμαστε αντιμέτωποι με τα ψυχολογικά μας, την πραγματικότητα που ζούμε και τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες της πολιτείας να προστατεύσει τη ζωή των πολιτών. Το είδαμε με το παιδί στις Σέρρες! Στο σχολείο του γιου μου έπεσε κολώνα φωτισμού μέσα στο προαύλιο. Αν ήταν πρωί, θα σκότωνε παιδιά. Είναι απίστευτο αυτό που ζω! Το ζω και το ξαναζώ μετά από 4 χρόνια».
Συνταρακτική κατάθεση του Πολωνού τουρίστα που έχασε σύζυγο και γιο στη φωτιά στο Μάτι
Στο δικαστήριο κατέθεσε ένας Πολωνός, ο οποίος έχασε τη σύζυγο και το γιο του στο Μάτι. Ο Κορζενιόφσκι Ζάροσλαφτς είχε έρθει με την οικογένειά του για διακοπές. «Είδαμε πυκνούς καπνούς και δυνατό αέρα. Είδαμε ένα ελικόπτερο. Ρωτούσαμε αν όλα είναι καλά. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου μας καθησύχασαν ότι δεν είναι μεγάλη η φωτιά. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Από μακριά είδα φωτιά και μαύρους καπνούς κοντά στο ξενοδοχείο και διαμαρτυρήθηκα στη ρεσεψιόν. Τότε οι υπάλληλοι μας είπαν να φύγουμε. Αμέσως πήγαμε στα δωμάτιά μας για να πάρουμε παπούτσια και πράγματα. Εκείνη τη στιγμή είδα νερό να τρέχει στο ξενοδοχείο. Είπα στη σύζυγό μου να πάρει το παιδί και να πάει στην πισίνα, εγώ πήγα στο δωμάτιο να πάρω διαβατήρια. Κατέβηκα και μου είπαν ότι τους έδιωξαν όλους προς Ραφήνα. Άρχισα να τρέχω και να ψάχνω τη γυναίκα μου και το παιδί. Η κατάσταση ήταν τρομερή. Είδα σε μια βάρκα τη γυναίκα και το παιδί. Νόμιζα ήταν οργανωμένη διάσωση. Η σύζυγός μου φώναζε να πάω και εγώ πάνω στη βάρκα. Ήταν πολλά άτομα, φοβόμουν να μπω και εγώ. Τους είπα ”πηγαίνετε εσείς και εγώ θα τα καταφέρω”. Ήμουν σίγουρος πως θα σωθεί. ‘Έπαιρνα το τουριστικό γραφείο να μάθω αν είχαν σωθεί, αν ήταν στη βάρκα. Μου τηλεφώνησε ο αδερφός μου από Πολωνία ότι η σύζυγός μου του είπε ότι ήταν στη βάρκα με το παιδί και ρωτούσε για μένα. Είπα στον αδερφό μου να της πει να σωθούν και να μη σκέφτεται εμένα. Μου είπε ότι ξαναμίλησε και του είπε ότι δεν είχε άλλη μπαταρία. Όταν τελείωσε η φωτιά, γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Καμία βοήθεια. Παρατήρησα κάτι πυροσβέστες και τους είπα για τη γυναίκα μου. Τους ακολούθησα».
Σε έντονη συναισθηματική φόρτιση, ο μάρτυρας κατέθεσε για τις τραγικές στιγμές, όταν πληροφορήθηκε ότι οι αγαπημένοι του άνθρωποι είχαν χαθεί:
«Η προϊσταμένη του γραφείου ήρθε, με πήρε και πήγαμε μαζί στη Ραφήνα. Πήγαμε στο λιμεναρχείο. Με φωνάξανε και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί. Κατάλαβα ότι τους είχαν βρει. Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν 4 μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στο τέταρτο η σύζυγός μου. Αυτή η τραγωδία δεν θα είχε συμβεί αν λειτουργούσαν οι υπηρεσίες. Κανείς δεν έκανε τίποτα. Πιστεύω ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Από τότε η ζωή μου έχει τελειώσει, όπως και όλων εδώ. Σας παρακαλώ πολύ για την απονομή δικαιοσύνης, παίρνω χάπια, δεν μπορώ να ζήσω».
Η δίκη διεκόπη και θα συνεχιστεί αύριο.
Πηγή: www.iefimerida.gr