Friday, 20 September, 2024

Η μάχη των Γιαννιτσών 19 και 20 Οκτωβρίου 1912

Η μάχη των Γιαννιτσών 19 και 20 Οκτωβρίου 1912

Έχει αρχίσει πλέον ο πολυκύμαντος 20ος αιώνας, με τα ποικίλα διεθνή προβλήματά του. Η Μακεδονία μας τότε, μαζί με άλλες ελληνικές περιοχές, στέναζε κάτω από τον βαρύ ζυγό των Οθωμανών Τούρκων, μόνο που η πολυεθνική αυτοκρατορία τους βρισκόταν σε προϊούσα παρακμή, ενώ οι χριστιανοί ραγιάδες είχαν βελτιώσει κάπως την θέση τους, από οικονομική και πνευματική άποψη, με τις δικές τους προσπάθειες και ύστερα από κάποιες μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ), που είχαν επιβάλει στον σουλτάνο οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής.

Βέβαια είχε προηγηθεί ο γνωστός Μακεδονικός Αγώνας, που είχε διασώσει τον ελληνισμό της Μακεδονίας από τον εκβουλγαρισμό και είχε προετοιμάσει το έδαφος για μελλοντικές απελευθερωτικές ενέργειες της Ελλάδας, αλλά η κατάσταση περιπλέχτηκε με τη σοβινιστική επανάσταση των Νεότουρκων τον 1908, που γρήγορα έφερε νέο κύμα καταπιέσεων εις βάρος των χριστιανών της Μακεδονίας και κατέστησε το καθεστώς τυραννικότερο. Από τις αδικίες και τις αυθαιρεσίες των Νεότουρκων υπέφεραν φυσικά όλοι οι υποτελείς τους, οπότε ένιωσαν την ανάγκη τα τέσσερα τότε μικρά κράτη της Βαλκανικής να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν, για να απαλλάξουν τους ομοεθνείς τους από τη σκλαβιά, υλοποιώντας με κάποιο τρόπο το σχετικό βαλκανικό όνειρο του Ρήγα Βελεστινλή. Έτσι οδηγήθηκαν στον Α” Βαλκανικό ή Βαλκανοτουρκικό πόλεμο.

Δηλαδή τα κράτη Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο αποφάσισαν να λύσουν από μόνα τους το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, συνάπτοντας αναμεταξύ τους κάποιες διμερείς συμβάσεις, χωρίς να υπάρχει όμως κοινό σχέδιο δράσης τους. Η χώρα μας υπέγραψε μυστική αμυντική συμμαχία μόνο με τη Βουλγαρία. Η σχετική απόφαση πάρθηκε από τον διορατικό Πρωθυπουργό και Υπουργό Στρατιωτικών Ελ. Βενιζέλο, που Θεώρησε αυτή την ενέργειά τον πολιτική ανάγκη. Και γρήγορα αποδείχτηκε πως ήταν ρεαλιστική και σωτήρια, δεδομένου ότι τότε η Βουλγαρία ήταν το ισχυρότερο κράτος των Βαλκανίων, ενώ η Ελλάδα, και μόνον αυτή, διέθετε στόλο στο Αιγαίο, που μπορούσε να δράσει μάλιστα προς όφελος όλων των συμμάχων απέναντι στον τούρκικό στόλο. Σημειωτέον ακόμη ότι η Βουλγαρία, από αλαζονεία, υποτιμούσε την χερσαία ελληνική δύναμη, γεγονός που αποδείχτηκε πλεονέκτημα για τους Έλληνες, αφού εκείνη διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της στην Θράκη και άφησε το πεδίο δράσης στη Μακεδονία ελεύθερο για τις δυνάμεις μας. Η εν λόγω συμμαχία υπογράφτηκε στη Σόφια από τον πρεσβευτή μας Δημ. Πανά και τον Βούλγαρο πρωθυπουργό Ιβάν Γκέσωφ τον Μάιο, ενώ στις 22 Σεπτεμβρίου συνάπτεται και ελληνοβουλγαρική στρατιωτική συνθήκη επιθετικού χαρακτήρα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το παράδοξο στην όλη διεργασία ήταν ότι οι δυο πρώην αντίπαλοι και τώρα σύμμαχοι δεν μπόρεσαν να προσυνεννοηθούν για τη διανομή των εδαφών που θα απελευθέρωναν. Στο μεταξύ είχε προηγηθεί βουλγαροσερβική συμμαχία και έτσι προέκυψε ένας ιδιότυπος Βαλκανικός Συνασπισμός.

Άλλη επωφελής πολιτική πράξη του Ελ. Βενιζέλου ήταν ο ορισμός τον Διαδόχου Κωνσταντίνου ως Αρχιστρατήγου των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, παρά την αντίθεση τον Στρατιωτικού Συνδέσμου. Οι ορθές επιλογές όμως του Έλληνα πρωθυπουργού δεν τελειώνουν εδώ. Είχε μεριμνήσει και για την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, από τον Ιανουάριο τον 1912, αναθέτοντας σε Γάλλους στρατιωτικούς, υπό τον στρατηγό Εϊντού, την οργάνωση τον στρατού και σε Άγγλους την οργάνωση τον στόλου. Γενικά ήταν τυχερή η Ελλάδα τότε, διότι είχε στο τιμόνι της κατάλληλους ανθρώπους, τον πράο βασιλιά Γεώργιο Α” και τον οραματιστή πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο.

Να έχουμε ακόμη υπόψη ότι η βαλκανική εκείνη πολεμική επιχείρηση άρχισε μέσα σε ευνοϊκές διεθνείς συνθήκες. Τέτοιες ήταν ο ιταλοτουρκικός πόλεμος (1911-1912), με μέτωπο τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα, εξεγέρσεις στο Κόσοβο και στην Αλβανία, διάφορα μεθοριακά επεισόδια, εσωτερικές τουρκικές ανωμαλίες, αλλά και η αλλαγή στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα, καθώς αυτές έπαψαν να υποστηρίζουν πεισματικά το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1912 κηρύχτηκε στην Ελλάδα της Μελούνας γενική επιστράτευση, που απέδωσε 130.000 στρατό. Τι δόξα για τη γενιά εκείνη που θα υλοποιούσε πόθους αιώνων! Στην εθνική κινητοποίηση πήραν μέρος και παλιοί μακεδονομάχοι ως εθελοντές (πρόσκοποι), που διευκόλυναν ποικιλοτρόπως τον τακτικό στρατό. Επίσης ήρθαν τότε αυτοβούλως και ομογενείς Έλληνες από χώρες τον εξωτερικού, για να καταταγούν ως στρατιώτες, ενώ άλλοι έστειλαν εμβάσματα, για να συμβάλουν όλοι στον κοινό αγώνα. Δηλαδή σημειώθηκε πανεθνικός συναγερμός.

Στην εκστρατεία συμμετείχαν και πέρασαν τότε από την πόλη μας και αρκετοί επώνυμοι άντρες, που διακρίθηκαν σε διάφορους τομείς, όπως ο Σπ. Μελάς, ο Ανδρ. Καρκαβίτσας, ο Στρ. Μυριβήλης, ο Γ. Ροϊλός, ο Θεόδ. Πάγκαλος, ο Γεώρ. Κονδύλης, ο Ι. Μεταξάς, τα αδέρφια Ίων και Φίλιππος Δραγούμης, ο Στέφ. Σαράφης, ο στρατ. ιερέας Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα μητροπολίτης μας, κ.ά.

Συμπληρωματικά ας αναφερθεί πως κατά τη μάχη των Γιαννιτσών, στα μετόπισθεν, έπαιξαν σημαντικό ρόλο κάποιες γυναίκες, και μάλιστα από τζάκια της Αθήνας, ως εθελόντριες νοσοκόμες τον Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Γνωστότερες ήταν η Άννα Μελά -Παπαδοπούλου, αδερφή τον θρυλικού μακεδονομάχου Παύλου Μελά, που επονομάστηκε μάνα του στρατιώτη, και οι πριγκίπισσες Αλίκη και Σοφία. Ο ελληνικός στρατός ξεκινάει από την περιοχή της Λάρισας, ως Στρατιά Θεσσαλίας, στις 4 Οκτωβρίου 1912, με τις ευχές τον έθνους, για να απελευθερώσει τα μακεδονικά εδάφη και να ξεπλύνει το στίγμα του 1897.

Μετά την κατατρόπωση τον εχθρού στην Ελασσόνα και στο Σαραντάπορο, οι Έλληνες κατέλαβαν τα Σέρβια και την Κοζάνη και ετοιμάζονταν να προελάσουν προς βορρά. Με εντολή όμως τον Ελ. Βενιζέλου στράφηκαν προς ανατολάς, με κατεύθυνση προς την Θεσσαλονίκη, την οποία εποφθαλμιούσαν οι σύμμαχοί τους Βούλγαροι. Οπότε απελευθέρωσαν τη Βέροια και τη Νάουσα και κατέληξαν στη Σκύδρα. Δεν γνώριζαν όμως τα τεκταινόμενα στα Γιαννιτσά, δηλαδή την ισχυρή αμυντική οργάνωση των Τούρκων στην ιερή τους πόλη. Τότε, ευνόητος ήταν ο προβληματισμός τον αρχιστρατήγου τους Χασάν Ταξίν πασά, μετά τις προηγούμενες ήττες του, πού να δώσει την επόμενη μάχη. Ατυχώς γι” αυτόν, αντί να αγωνιστεί στον Αξιό ποταμό, προτίμησε, και για Θρησκευτικούς λόγους, τα Γιαννιτσά, τη μακεδονική Μέκκα. Σίγουρα η περιοχή μας διέθετε φυσικά πλεονεκτήματα για τους αμυνομένους προς τα δυτικά, από όπου θα επιτίθονταν οι Έλληνες. Δηλαδή είχε εκτάσεις με πλούσια βλάστηση, υψώματα, ρέματα, τις υπώρειες τον Πάικου βόρεια και την τότε λίμνη με τα έλη της στα νότια, όλα κατάλληλα για στρατιωτική αξιοποίηση. Γι” αυτό εδώ πήρε θέσεις ο οθωμανικός στρατός, περίπου 25.000, αποτελούμενος από μονάδες που μαζεύτηκαν υποχωρώντας από τις γύρω περιοχές, και τη 14η μεραρχία Σερρών. Η αμυντική τους γραμμή, μήκους 12 χιλιομέτρων, απλωνόταν από το Μελίσσι ως τον Πενταπλάτανο. Είχαν κατασκευάσει μάλιστα ταχύσκαπτα και πυροβολεία με τριανταριά κανόνια. Υπόψη ακόμη ότι οι οχυρωμένοι Τούρκοι σημάδευαν από ψηλά σημεία τους εκτεθειμένους σε ανοιχτά μέρη και ακάλυπτους Έλληνες. Αριθμητικά υπολείπονταν οι αμυνόμενοι Τούρκοι και επιπλέον είχαν πεσμένο το ηθικό τους από τις συνεχείς ήττες τους. Ενδιαφέρει επίσης να ξέρουμε την κατάσταση μέσα στα Γιαννιτσά. Οι Χριστιανοί κάτοικοι ήταν απληροφόρητοι για τις πολεμικές εξελίξεις και φυσικά φοβισμένοι και ανήσυχοι από όσα έβλεπαν και άκουγαν μέσα στην πόλη. Οι μουσουλμάνοι από την άλλη, φανατισμένοι στο έπακρο, προσπαθούσαν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο τον συγκεντρωμένο εδώ στρατό τους και βρίσκονταν σε κάποια νευρικότητα. Ακόμη έκλεισαν καταστήματα και σχολεία, ενώ φυλάκισαν προληπτικά προκρίτους της πόλης.

Με τέτοιες συγκυρίες λοιπόν θα άρχιζε η πολεμική περιπέτεια της 19ης Οκτωβρίου 1912. Στη Σκύδρα καταστρώθηκε το σχέδιο της επιχείρησης, που ήταν όμως πολύ πρόχειρο, επειδή το Γενικό Στρατηγείο της Στρατιάς είχε ασαφείς πληροφορίες για την αμυντική διάταξη και τον αριθμό των αντιπάλων, οπότε η μάχη ήταν μη αναμενόμενη και στηρίχτηκε κυρίως στις πρωτοβουλίες των Ελλήνων ανώτερων αξιωματικών. Το Στρατηγείο εκείνο για τις παραλείψεις και τα λάθη τον δέχτηκε αυστηρή κριτική. Σύμφωνα με τη διαταγή των επιχειρήσεων τέσσερις μεραρχίες παρατάχτηκαν για κατά μέτωπον επίθεση: Στην περιοχή του Μελισσιού η ΙΙΙ μεραρχία, αριστερά της η ΙΙ μεραρχία, δίπλα της η ΙV μεραρχία και στην άλλη άκρη, προς τον Πενταπλάτανο, η VΙ μεραρχία. Αυτές οι μονάδες διέθεταν δύναμη κρούσης 50.000 ανδρών, δηλαδή διπλάσια από εκείνη των αντιπάλων τους. Στα μετόπισθεν θα δρούσαν, προστατευτικά προς αυτές τις τέσσερις, οι μεραρχίες VΙΙ και V, ενώ η Ι, πίσω από τη ΙΙ, θα ήταν εφεδρική.

Το πρωί της Παρασκευής 19 Οκτωβρίου 1912 (1η Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) άρχισε η επίθεση τον ελληνικού στρατού, με απλό σχηματισμό προελάσεως. Ο αγώνας προβλεπόταν σκληρός. Οι Έλληνες φαντάροι ήταν κανονικά απειροπόλεμοι, αλλά επέδειξαν μαχητικότητα, που επιδιώκει την αποφασιστική νίκη. Γι αυτό ο στρατηγός Εϊντού δήλωσε ότι ο Έλληνας στρατιώτης είναι ο πρώτος μαχητής τον κόσμου. Αγωνίστηκαν στο ιερό αυτό έδαφος ως υπέρμαχοι ευγενούς ιδέας, αφού ονειρεύονταν να απαλλάξουν από την τυραννία τους αδερφούς των Έλληνες της Μακεδονίας και δεν ήρθαν ως κατακτητές τάχα, όπως διατείνονται κάποιοι βόρειοι γείτονές μας.

Έφτασαν μέχρι εδώ με κόπους και θυσίες, αλλά διατηρώντας το κέφι τους, καθ” όλη τη διάρκεια τον αγώνα, όπως μας τούς παρουσιάζουν συγγραφείς που τούς έζησαν! Ένας αφηγείται: Οι στρατιώτες προχωρώντας άκουγαν πυροβολισμούς και έλεγαν: Τέλος πάντων θα το καπνίσουμε κι εμείς, βρε παιδιά; Τι διάολο, περίπατο θα πηγαίνουμε στην Θεσσαλονίκη; Δεν θα είχε και γούστο. “Η Ε ρε γλέντι που γίνεται εκεί πέρα! Αρχίσανε χωρίς να μας περιμένουν οι αφιλότιμοι οι δικοί μας. Ακόμη, κάποιοι Εύζωνοι, όταν σφαίρα πέρασε πάνω από τα κεφάλια τους, αφού γέλασαν, είπαν εύθυμα: Ώρα σου καλή. Στο μεταξύ έπαιξε ρόλο και τούς έδωσε κουράγιο το γεγονός ότι στο πρωινό ξεκίνημά τους άκουσαν ευχάριστα νέα: Την απελευθέρωση της Έδεσσας και την πυρπόληση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης από τον Νικ. Βότση τον τουρκικού Θωρηκτού Φετίχ Μπουλέντ, κατά την προηγούμενη ημέρα, 18η του μήνα.

Ας προσπαθήσουμε τώρα, αφού δώσαμε ραντεβού με την ιστορία, να παρακολουθήσουμε τις στιγμές της κρίσιμης μάχης. Οι πρώτες συγκρούσεις σημειώθηκαν στην περιοχή τον Μπουργκάς, νότια από το Μελίσσι και την Καρυώτισσα, όπου οι προφυλακές της ΙΙΙ και ΙΙ μεραρχίας συνάντησαν, ανυποψίαστα, τουρκικές προφυλακές και βρέθηκαν κάτω από βροχή σφαιρών. Με γενναιότητα όμως εκτόπιζαν τους Τούρκους από τα μετερίζια τους, χρησιμοποιώντας και τις λόγχες τους, και προέλαυναν ακάθεκτα με τις προτροπές των αξιωματικών τους Εμπρός … Εμπρός. Η θέση τους όμως γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη, γιατί βάδιζαν σε βαλτώδες και άγνωστο έδαφος και ήταν εκτεθειμένοι, όπως προείπαμε, στις βολές των αντιπάλων, που πολεμούσαν από πολύ οχυρές θέσεις. Βορειότερα πορεύονταν, συναντώντας τα ίδια εμπόδια και φέρνοντας τα ίδια ευνοϊκά αποτελέσματα, οι μεραρχίες IV και VI.

Προχωρώντας όμως οι στρατιώτες μας έγιναν στόχοι και του εχθρικού πυροβολικού. Κάποια ανακούφιση ένιωσαν όταν το ελληνικό πυροβολικό, με κατάλληλους ελιγμούς, προωθήθηκε, πήρε κατάλληλες θέσεις και άρχισε να σφυροκοπά τις γραμμές των Τούρκων. Οπότε δεν έφτανε ο κρότος των τουφεκιών, προστέθηκε και ο βρόντος των κανονιών. Από τις μπαταριές χαλούσε ο κόσμος! Ήταν μια πύρινη κόλαση. Στη μονομαχία εκείνη των κανονιών το πυροβολικό μας διέπρεψε.

Εν τω μεταξύ οι Έλληνες πολεμιστές προέλαυναν ραγδαία. Και καθώς όλοι αγωνίζονταν με ενθουσιασμό και αυταπάρνηση, είχαν από την πρώτη μέρα τραυματίες και νεκρούς. Βλέπετε, όπως έλεγε ο τότε λοχαγός Θεόδωρος Πάγκαλος, για να γίνει ομελέτα, πρέπει να σπάσουν και λίγα αυγά. Ανάμεσα στους νεκρούς αξιωματικούς ήταν οι ταγματάρχες Νικ. Γεωργούλης και Ηλ. Ηλιόπουλος και ο υπολοχαγός Ι. Γιάνναρος, που ανέβηκαν όλοι στα Ηλύσια πεδία της αθανασίας.

Πολέμησαν όλοι οι φαντάροι μας με πείσμα και αδάμαστο θάρρος, ενώ στην πορεία της μάχης γνώρισαν και διάφορες ελλείψεις. Οι βασικότερες ανάγκες τους δεν στάθηκε δυνατό να ικανοποιηθούν: Έτσι λόγω πλημμελούς λειτουργίας της επιμελητείας, στερούνταν ακόμη και το ψωμί, στρατιώτες και αξιωματικοί. Νηστικά έμεναν και τα μεταγωγικά ζώα τους. Βέβαια αυτοπαρηγορούνταν κάποιες στιγμές λέγοντας αστειευόμενοι με ελαφρύ στομάχι τρέχουμε γρηγορότερα, αλλά η πείνα είναι πείνα. Τι έκαναν λοιπόν; Από όπου περνούσαν, μουσουλμανικά ή χριστιανικά χωριά, οι νηστικοί φαντάροι μας άρπαζαν διάφορα φαγώσιμα και άκουγαν φυσικά τα σχολιανά τους.

Από την άποψη των πολεμικών εξελίξεων, πρέπει να τονιστεί ότι από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες τον στρατού μας ήταν η κατάληψη της γέφυρας του Ασπροπόταμου (Μελισσιού) από τμήματα των μεραρχιών ΙΙΙ και ΙΙ, οπότε άρχισαν να τη διαβαίνουν οι στρατιώτες μας και να στήνουν προγεφυρώματά στα ανατολικά της, ενώ άλλοι, βορειότερα, περνούσαν το ποτάμι στα αβαθή σημεία τον, πάντοτε κάτω από πυκνές βολές τον εχθρικού πεζικού και πυροβολικού.

Το βράδυ η μάχη αναγκαστικά διακόπηκε και άρχισε μια άλλη, ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, με όπλα τις βροντές, τις αστραπές και τη βροχή, που δυσκόλεψε τους πάντες. Κι όμως οι Έλληνες πολεμιστές ήταν υποχρεωμένοι να διανυκτερεύσουν στο ύπαιθρο, απέναντι στους Τούρκους! Ήταν μια μαρτυρική νύχτα.

Την άλλη μέρα, Σάββατο, ξανάρχισε από το πρωί ο αιματηρός αγώνας. Το ελληνικό πεζικό και πυροβολικό και πάλι θαυματούργησαν. Οι άντρες προωθούνταν με αποφασιστικότητα και ψυχραιμία, σαν να ήταν συμφιλιωμένοι με τον θάνατο. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε πως και οι αντίπαλοι τους προσπαθούσαν, με αλύγιστη θέληση, να αναχαιτίσουν τους Έλληνες, αλλά αυτοί έσπαζαν τις αντεπιθέσεις τους, στήθος προς στήθος, δυναμικά.

Και όταν από την ασυγκράτητη ορμή των οπλιτών μας οι ταμπουρωμένοι Τούρκοι άρχισαν να περισφίγγονται στενά από όλα τα σημεία, λύγισαν. Πρώτα κάμφθηκε η αντίστασή τους στην περιοχή νεκροταφείου – Πενταπλατάνου, που ήταν η καλύτερα οχυρωμένη γραμμή τους, χάρη στην επέλαση μοίρας ευζώνων, που αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή της VI μεραρχίας. Φοβήθηκαν κυκλωτικό ελιγμό των Ελλήνων και υπερφαλάγγιση, γι” αυτό το “βαλαν στα πόδια. Έτσι από τις 10 το πρωί περίπου άρχισαν να υποχωρούν κοπαδιαστά όλοι, γιατί αμέσως γενικεύτηκε η άτακτη φυγή τους, μερικοί προς τους δρόμους των Γιαννιτσών και οι περισσότεροι προς ανατολάς, τη γέφυρα του Αξιού και την Θεσσαλονίκη. Μια μέχρι τότε γιγαντομαχία εκφυλιζόταν σε επαίσχυντη φυγή.

Μάλιστα από φυγάδες Τούρκους στρατιώτες επηρεάστηκαν πολλοί μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης και φοβισμένοι απομακρύνονταν κι αυτοί, για να σωθούν. Η υποχώρηση των Τούρκων χαρακτηρίζεται από τον Άγγλο ρεπόρτερ Κρώφορντ Πράις θέαμα σπαραξικάρδιο και θλιβερό, ενώ το πλήθος των φυγάδων πένθιμος συρφετός. Η ιστορία την ημέρα εκείνη γύριζε σελίδα. Οι Έλληνες κατενίκησαν τους αντιπάλους των και ανδραγάθησαν. Φυσικά ο ελληνισμός όλος τότε πανηγύριζε δικαιολογημένα. Η νικηφόρα διήμερη μάχη των Γιαννιτσών είχε γίνει θέμα ανοιχτής συζήτησης στην Αθήνα και σε όλες τις πόλεις, σε πλατείες, καφενεία, εφημερίδες κτλ.

Γεννιέται όμως η απορία γιατί ο οθωμανικός στρατός, που ως το τέλος περίπου της μάχης αμύνθηκε σθεναρά, στη συνέχεια έδειξε ηττοπάθεια. Βαρύνει η άποψη του Ταξίν πασά: Οι έφεδροι (ρεδίφηδες) από τα περίχωρα πανικοβλήθηκαν και εγκατέλειψαν πρώτοι τις θέσεις τους και ύστερα παρέσυραν και τους άλλους συμπολεμιστές τους Αντίθετα οι Έλληνες μαχητές επέδειξαν υψηλό ηθικό, που στάθηκε βασικός συντελεστής των κατορθωμάτων τους. Αυτό μάλιστα το αναγνωρίζει ο Ταξίν πασάς δηλώνοντας πως ο Έλληνας προχωρούσε στη μάχη με το θάρρος του βέβαιου νικητή. Για αυτό και κατάφεραν τα όνειρα των Ελλήνων να τα κάνουν πραγματικότητα.

Κατά το μεσημέρι τον Σαββάτου εκείνου οι μπαρουτοκαπνισμένοι απελευθερωτές έμπαιναν στα Γιαννιτσά, όπου τους έγινε αποθεωτική υποδοχή, με ενθουσιασμό, ζωηρές επευφημίες, σημαιοστολισμούς και κάθε είδους αυθόρμητες εκδηλώσεις. Η πόλη βέβαια, κυρίως η νότια, με τη μουσουλμανική συνοικία, παρουσίαζε εικόνα επίγειας κόλασης, με τα πτώματα των Τούρκων και Ελλήνων και με τα αποκαΐδια της, δεδομένου ότι αυτή η περιοχή παραδόθηκε στην πυρά, ενώ γνώρισε και άγριες οδομαχίες.

Τότε η πόλη και η Εγνατία οδός πλημμύρισαν από τη συρροή όλον τον κατάκοπου ελληνικού στρατού και από ζώα και οχήματά τους, ενώ πάλι έβρεχε. Οπότε και γι” αυτό τον λόγο δεν στάθηκε δυνατό να καταδιωχτεί ο ηττημένος εχθρός, που κατευθύνθηκε ήσυχος προς την Θεσσαλονίκη.

Για την ολοκληρωτική νίκη τους όμως οι Έλληνες πλήρωσαν υψηλό τίμημα. Είχαν, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία τον ΓΕΣ/ΔΙΣ, νεκρούς 10 αξιωματικούς και 178 στρατιώτες, ακόμη 785 τραυματίες. Αλλά διάφοροι συγγραφείς και δημοσιογράφοι της εποχής δίνουν μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων, φτάνοντας στις 2.000. Φυσικά κι οι Οθωμανοί Τούρκοι, αν και οχυρωμένοι και αμυνόμενοι, είχαν απροσδιόριστο αριθμό θυμάτων.

Επακολούθησε δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό της πόλης με την παρουσία όλων των επισήμων, ξένων και ντόπιων.

Την άλλη μέρα τελέστηκε νεκρώσιμη ακολουθία για τους πεσόντες και ταφή τους στα βόρεια νεκροταφεία της πόλης, αν και αρκετοί νεκροί θάφτηκαν επί τόπου στα χωριά, κοντά στα οποία έπεσαν υπέρ πατρίδος.

Την ιδιαίτερη σημασία της νίκης των Ελλήνων στα Γιαννιτσά την εξαίρουν ποικιλοτρόπως πολλοί Έλληνες και ξένοι. Μόνο αν λάβουμε υπόψη ότι ο Ταξίν πασάς, μετά την ήττα του, δεν αντιστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, αλλά την παρέδωσε αμαχητί, εύκολα ο καθένας κατανοεί τη σπουδαιότητα εκείνου τον θριάμβου των ελληνικών όπλων. Γι αυτό ο αξιωματικός Μανουήλ Ρακτιβάν έγραψε προς την Πηνελόπη Δέλτα: 20 Οκτωβρίου. Γιαννιτσά. Είναι ημέρα που ουσιαστικά πήραμε τη Θεσσαλονίκη.

Όπως θα ανέμενε κανείς, η πόλη μας έχει τιμήσει τους συντελεστές της εποποιίας εκείνης. Έτσι έχουμε, και το καμαρώνουμε, το περίφημο ορειχάλκινο σύμπλεγμα, το ηρώο των Γιαννιτσών, που παρουσιάζει τον Χρόνο να καταγράφει το γεγονός στις δέλτους της Ιστορίας και μπροστά του την Ελλάδα, που σαν στοργική μητέρα αγκαλιάζει το τέκνο της. Γνωστές είναι και οι προτομές του Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου. Ακόμη στην πόλη μας διαβάζουμε πινακίδες οδών με ονόματα των προηγουμένων προσώπων και αξιωματικών, όπως Ν. Γεωργούλη, Ηλ. Ηλιοπούλου, Ι. Γιάνναρου, Βασ. Καψαμπέλη, Ν. Μήνη, Μιχ. Σούμπαση και φυσικά 20ης Οκτωβρίου*. Ακόμη ας έχουμε υπόψη ότι σε οδούς διάφορων πόλεων συναντιέται το όνομα των Γιαννιτσών, ως ιστορικής πόλεως.

Θυμηθήκαμε, επετειακά, λοιπόν κάποιες στιγμές γεμάτες λάμψη και δόξα και τιμήσαμε με τη σειρά μας, όπως τον άξιζε, το κορυφαίο γεγονός της ιστορικής μάχης των Γιαννιτσών του 1912, που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να το ξεθωριάσει ο χρόνος.

Του Δημητρίου Μιχ. Χατζηβρέττα

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου