Friday, 15 November, 2024

Ευρωμπάσκετ 30 χρόνια μετά: Η μεγαλύτερη μας νύχτα με το Νίκο Γκάλη και τα άλλα παιδιά!

Έχεις σκεφτεί τι θα έκανες τώρα αν δεν υπήρχε το 1987; Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος το σκέφτηκε και κατέληξε ότι πριν 30 χρόνια ένα βότσαλο άλλαξε τη ροή ενός ποταμού

που δεν θα γυρίσει ποτέ πίσω.

Αν κοιτάξεις πίσω στη ζωή σου, είτε μικρή είτε μεγάλη, θα θυμάσαι τις στιγμές που σε σημάδεψαν και σε καθόρισαν. Είναι περίεργο το πως δουλεύει η ανθρώπινη μνήμη, αλλά ενδεχομένως η πρώτη σημαντική στιγμή, η γέννηση σου, δηλαδή, δεν αποτυπώνεται. Το ίδιο ισχύει με το ελληνικό μπάσκετ. Το 1987 δεν χαρακτηρίζεται παρθενογέννηση. Το κοντέρ του δεν ξεκίνησε να μετράει από την 14η Ιουνίου του 1987, αντίθετα έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα πίσω του: ΧΑΝΘ, Ταλιαδώρος (ο πρώτος σούπερ-σταρ), χάλκινο στο Κάιρο, Ματθαίου, Κολοκυθάς, Πανελλήνιος, Στεφανίδης, Αμερικάνος, 1968. Οπότε η ζεστή Κυριακή του Ιουνίου δεν ήταν η αρχή, δεν την γέννηση. Ήταν, όμως, η στιγμή που άλλαξαν όλα. Ήταν η μεγαλύτερη μας νύχτα.ellas_panigirismoi2Το έγραψε ο Παναγιώτης Φασούλας στον πρόλογο του βιβλίου του Γιάννη Φιλέρη, “87: Τίποτα δεν μας σταμάτησε”, ότι είναι τόσο σημαντικό ως γεγονός, που δεν υπάρχει κάποιος που να μην θυμάται που βρισκόταν εκείνο το βράδυ, που ακριβώς έβλεπε τον μεγάλο τελικό. Η τυπική μονάδα μέτρησης της “σημασίας” ενός γεγονότος σύμφωνα με τον διασημότερο αθλητικό γραφιά, τον Μπιλ Σίμονς. Ο μόνος που το διέψευσε ήταν ο Νίκος Φιλίππου στο πρόσφατο “Pick’n’Pop”, το podcast του Sport24.gr, όχι όμως προς την ουσία του, αλλά προς την προέλευση του. Η ατάκα – όπως τόνισε – είναι δική του, αλλά παραμένει απολύτως αληθής.

Έχει, ωστόσο, ακόμη περισσότερες προεκτάσεις. Πρόκειται για ένα γεγονός τόσο μαζικό, τόσο έντονο, που μπορεί να συγκριθεί με ένα δεύτερο “Big Bang”. Ξανά: όχι ως γενεσιουργός αιτία, αλλά ως το βότσαλο που άλλαξε στο απόλυτο τη ροή ενός ποταμού. Τίποτα, δεν ήταν ίδιο, μετά από αυτό. Αν δεν είχε συμβεί η απόλυτη ευθυγράμμιση του ταλέντου, της αυταπάρνησης, της ωρίμανσης των συνθηκών, της δίψας για κάτι μεγάλο, της λαϊκής συσπείρωσης, της τύχης και του οράματος όλα γύρω μας θα ήταν διαφορετικά. Προσωπικά, δεν θα βρισκόμουν μπροστά από μια οθόνη να πατάω πλήκτρα γράφοντας για μπάσκετ. Θα έκανα κάτι άλλο. Ενδεχομένως και εσύ να μην διάβαζες ένα αθλητικό site. Το πιθανότερο να μην υπήρχε καν αυτό το site. Να μην υπήρχαν τόσα αθλητικά Μέσα. Να μην υπήρχαν τόσες ομάδες, να μην υπήρχε ο Σπανούλης, ο Διαμαντίδης, ο Αλβέρτης κι ο Σιγάλας. Αν η Εθνική το ’87 είχε αποκλειστεί πριν τους “8” ο Άρης θα έκανε την Ελλάδα να ερημώνει κάθε Πέμπτη; Ο Κόκκαλης και οι Γιαννακόπουλοι θα είχαν ασχοληθεί με την ίδια ζέση με το μπάσκετ; Θα είχαν ακολουθήσει με τέτοια συνέπεια Ολυμπιακά μετάλλια και αντίστοιχες αθλητικές ομαδικές επιτυχίες; Σκέψου που θα ήσουν τώρα αν τίποτα από αυτά δεν είχε συμβεί;

Ελληνικός αθλητισμός υπήρχε και πριν το ’87. Όπως και η όρεξη του κόσμου να καταναλώσει αθλητικό περιεχόμενο. Οι γονείς μας αντί για καφέ πήγαιναν να δουν στίβο, μπάλα, μπάσκετ, βόλεϊ, οτιδήποτε. Αυτό που άλλαξε αυτή την ημέρα πριν από 30 χρόνια ήταν η θέση που απέκτησαν τα σπορ στην κοινωνική συνείδηση. Ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Φιλίππου και τα άλλα παιδιά δεν ήταν απλά μια ομάδα μπάσκετ, ήταν κοινωνικό φαινόμενο για μια Ελλάδα που έμοιαζε να ψάχνει το βήμα της ψηλαφίζοντας το δρόμο στο σκοτάδι. Το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας γέμισε πολιτικούς και διασημότητες, που δεν πήγαιναν εκεί για την προβολή τους, αλλά επειδή αυτή ήταν όλη η ιστορία εκείνη την εποχή. Μετά τις 14 Ιουνίου του 1987 το status του αθλητή άλλαξε. Το ίδιο και αυτό του προπονητή και του παράγοντα. Έκαναν όλοι μαζί ένα βήμα μπροστά και βγήκαν από το περιθώριο. Μεταμορφώθηκαν στα πρόσωπα της Ελλάδας, έκαναν διαφημίσεις, εμφανίσεις σε εκπομπές και εκδηλώσεις, έγιναν τραγούδια. Larger than the game, που λένε και οι Αμερικάνοι.

Ο αθλητισμός έγινε επαγγελματικός, τουλάχιστον ως προς τα χρήματα που άρχισαν πλέον να κινούνται. Ο οργάνωση παράμεινε ερασιτεχνική, ωστόσο, στη συνείδηση του γονιού η επιλογή “το παιδί να ασχοληθεί σοβαρά με τον αθλητισμό” γράφτηκε στην μικρομεσαία λίστα της “θεσούλας στο δημόσιο”, του φροντιστηρίου και της δεύτερης ξένης γλώσσας. Το ταλέντο υπήρχε. Τα μετάλλια δεν άρχισαν να πέφτουν βροχή επειδή ο Γκάλης σκόραρε ανάμεσα σε τρεις Σοβιετικούς. Αυτό που άλλαξε ήταν το γύρω-γύρω. Και αυτό δεν θα είχε αλλάξει αν δεν είχε έρθει η επιτυχία του 1987. Το βότσαλο άλλαξε τη ροή του ποταμού και το νερό άρχισε να κυλάει σε άλλο αυλάκι. Ήρθε ο Άρης, ο Πύρρος και η Πατουλίδου, οι συνεχόμενες διοργανώσεις στα νεόκτιστα στάδια, συλλογικές επιτυχίες, το πόλο, το Euro, οι Ολυμπιακοί της Αθήνας και το αποκορύφωμα της νίκης επί των Αμερικάνων το 2006, που μπορεί να μην είναι το σημαντικότερο, αλλά είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα σε ομαδικό επίπεδο.

Είναι κάποιου είδους φετίχ – δεν εξηγείται αλλιώς – η προσωπική μανία να μπαίνουν όλα τα πράγματα σε λίστες και σειρές. Καλύτερο, μεγαλύτερο, χειρότερο, σημαντικότερο… Από τραγούδια και σειρές, μέχρι φαγητά και επιτυχίες. Διαστροφή που μετατρέπεται σε τυπική ερώτηση σε συνεντεύξεις. Στο δικό μου μικρό βιβλίο το ’87 είναι πάνω πάνω στην κατηγορία “σημαντικά αθλητικά γεγονότα”. Κυρίως για το “μετά” που άφησε, σε σχέση με το πριν που παρέλαβε. Το 2004 ήταν πιο αναπάντεχο, ίσως πιο ηχηρό και εντυπωσιακό, αλλά πέρασαν σαν νερό πάνω από το σώμα μας. Καμιά φορά πιέζω τον εαυτό μου να θυμηθεί αν συνέβη στα αλήθεια, ή ήταν αποκύημα καλοκαιρινής ηλίασης δίπλα σε ανοιγμένο καρπούζι. Το 2006 είναι η απόλυτη στιγμή. Το perfect 10 του ελληνικού αθλητισμού, αλλά έμοιαζε περισσότερο με αποκορύφωμα και όχι με το σημαντικό κλικ που γύρισε τον διακόπτη. Σαν το ’87 δεν έχει. Η 14η Ιουνίου δεν σημάδεψε μόνο μια ολάκερη χρονιά – όταν σκέφτεσαι ’87 σκέφτεσαι αυτόματα τη μπάλα στα χέρια του Τίμιου Γίγαντα – αλλά μια ολόκληρη 10ετία, αυτή με τις βάτες, τις μεζ και την έντονη πολιτική πόλωση. Λογικό. Ήταν η πρώτη μεγάλη εθνική επιτυχία σε ομαδικό σπορ. Αν ήταν ταινία με τον Ράμπο, θα ήταν το πρώτο αίμα. Η πρώτη ευκαιρία μετά την μεταπολίτευση που ένωσε όλους τους Έλληνες, σύμφωνα με τον καθηγητή Ανδρόνικο. Η νύχτα που άλλαξε τη ζωή μας και έδωσε στο ελληνικό μπάσκετ μια γερή σπρωξιά για να περπατήσει, να τρέξει, να πετάξει. Τριάντα χρόνια μετά το “επίσημο αγαπημένο σπορ” των Ελλήνων είναι ίσως το μοναδικό που στέκεται όρθιοι σε μια χώρα που μοιάζει με ερειπωμένη έπαυλη: ξεχαρβαλωμένη υγεία, δικαιοσύνη που στάζει, σκουριασμένη παιδεία. Το μπάσκετ, όμως, εκεί. Να φέρνει επιτυχίες, να γεννάει ήρωες, να στέλνει παιδιά -όπως τον Γιάννη Αντετοκούνμπο – στα αστέρια και να αναγκάζει όλους τους υπόλοιπους να γυρίσουν το κεφάλι τους και να κοιτάξουν προς τα εκεί, με βλέμμα να σημαδεύει ψηλά.

Οι 12 του Κώστα Πολίτη έβαλαν την πορτοκαλί μπάλα σε όλα τα σπίτια, σε όλες τις τηλεοράσεις, σε όλες τις γειτονιές. Οι μπασκέτες ξεφύτρωναν στις γωνίες, οι αθλητικοί σύλλογοι πολλαπλασιάστηκαν, τα νέα δελτία αυξήθηκαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες, το μπάσκετ έγινε μέρος της καθημερινότητας. Πριν γίνει mainstream, έγινε hip. Και το χρωστάει αυτό σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό στον Φίλιππα Συρίγο, τη φωνή του ’87. Για μας τους μικρότερους το σπάσιμο του Γκάλη, είναι έννοια ταυτόσημη με τις ατάκες του κατά τη διάρκεια της μετάδοσης. Το “όχι τρίποντο”, το “τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά”. Είχε περιγράψει την πρωτοβουλία του να μπει το μπάσκετ στην οθόνη, στα σαββατοκύριακα και στη συνείδηση των Ελλήνων στη συνέντευξη που είχε δώσει στο Oneman.gr, με λεπτομέρειες και το δικό του μοναδικό τρόπο (αξίζει να διαβαστεί, ειδικά σήμερα).

Επομένως, η κληρονομιά που άφησαν πίσω τους ο Γιαννάκης, ο Γκάλης, ο Φασούλας, ο Φάνης, ο Ιωάννου, ο Σταυρόπουλος, ο Ανδρίτσος, ο Φίλιππου, ο Καμπούρης, ο Ρωμανίδης, ο Λινάρδος, ο Καρατζάς, ο Πολίτης, ο Βασιλακόπουλος, ο Συρίγος είναι πολύ πιο μεγάλη και πολύ πιο βαριά από ένα χρυσό μετάλλιο και μια αξέχαστη νύχτα. Άλλαξαν τη ζωή μας. Το τραγούδησε και ο Πορτοκάλογλου, “θα ξανάρθει η ρουτίνα και θα ξανάρθουνε βροχές, θα ξανάρθει η ρουτίνα, μα κάτι άλλαξε από χθες”, στον ύμνο του Ευρωμπάσκετ, τον δεύτερο μαζί με το Final Countdown. Και συνεχίζει να τα λέει καλά: “Ήμασταν πάντοτε παικτάρες, μα δεν αλλάζαμε μπαλιές, ήμασταν πάντοτε ψυχάρες, μα δεν πιστεύαμε ποτέ”.

Το τελευταίο είναι και το σημαντικότερο μήνυμα εκείνης της ομάδας, αυτό που αποφάσισε ο Παναγιώτης Γιαννάκης, το συνώνυμο του ελληνικού μπάσκετ, να αποτυπώσει πάνω σε μια πορτοκαλί μπάλα: “Όταν ενώνουμε τις δυνάμεις μας μπορούμε να πετύχουμε το ακατόρθωτο”. Υπήρχε ο Γκάλης με τις σαραντάρες του, αλλά υπήρχε και ο Καμπούρης που άρπαξε το ριμπάουντ και έβαλε τις βολές. Υπήρχε το πληθωρικό ταλέντο του Φάνη Χριστοδούλου, αλλά υπήρχε και ο Φιλίππου που έδινε την ψυχή του παίζοντας με τουμπανιασμένο αστράγαλο. Κι ο κόσμος; Ο κόσμος μια γροθιά. Βγήκε από τα μπλε και τα πράσινα καφενεία και ενώθηκε, ίσως επειδή είχε ανάγκη να ενωθεί, για να δει το αδύνατο να γίνεται δυνατό. Η Ελλάδα νίκησε τη Σοβιετική Ένωση. Η Ελλάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης. Η Ελλάδα το πίστεψε.

Και να ‘μαστε εμείς εδώ, 30 χρόνια μετά, να μιλάμε ακόμα για αυτό, αλλά και για τα τόσα πολλά που ακολούθησαν. Αυτό το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.

sport24

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου