Ενώ πολλές χώρες εξετάζουν τα τελευταία χρόνια το μέτρο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για κάθε πολίτη τους και ορισμένες έχουν ήδη πειραματισθεί σχετικά
στη Γερμανία εκφράζονται σκέψεις για ένα πιο προωθημένο βήμα με ζητούμενο πάντα τη μείωση της ανισότητας.
Ένα από τα σημαντικότερα ινστιτούτα οικονομικών ερευνών στη χώρα, το DIW, προτείνει στο γερμανικό κράτος να χορηγεί σε κάθε πολίτη ανεξαιρέτως 20.000 ευρώ στην αρχή της ζωής του και συγκεκριμένα με την ενηλικίωσή του, στα 18 του χρόνια, ώστε να του προσφέρει τη δυνατότητα είτε να σπουδάσει, είτε να ανοίξει δική του επιχείρηση, είτε να αποκτήσει κάποια επαγγελματική κατάρτιση, είτε ακόμη και να καταβάλει ένα τμήμα του τιμήματος για την αγορά ενός περιουσιακού στοιχείου. Οχι βέβαια για να τα σπαταλήσει.
Η ιδέα είναι στο ίδιο πνεύμα με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ένα μέτρο που στοχεύει στην ελαχιστοποίηση της φτώχειας με τη χορήγηση ενός στοιχειώδους εισοδήματος σε όλους, χωρίς καμία προϋπόθεση και χωρίς καν εξακρίβωση της περιουσιακής κατάστασης των δικαιούχων. Οπως, πάντως, επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ της γερμανικής εφημερίδας Deutsche Welle, η «ελάχιστη περιουσία» ή Grunderbe, όπως είναι ο γερμανικός όρος, είναι μια ιδέα με ιστορία αιώνων. Απορρέει, όμως, από τη μεγάλη ψαλίδα της ανισότητας στη χώρα και από το γεγονός ότι το φτωχότερο 50% του γερμανικού πληθυσμού δεν κληρονομεί από την οικογένειά του τίποτε ή σχεδόν τίποτε, όπως επισημαίνει το DIW. «Αν θέλουμε πραγματικά να δημιουργήσουμε συνθήκες ευημερίας για όλους στο εγγύς μέλλον, τότε πρέπει να μειώσουμε τη μεγάλη ανισότητα μέσω της αναδιανομής του πλούτου, προσφέροντας μια ελάχιστη περιουσία σε όσους δεν έχουν δική τους και οι οποίοι είναι ο μισός πληθυσμός μας», γράφει στη σχετική πρότασή του ο οικονομολόγος του DIW και ειδικός επί φορολογικών θεμάτων, Στέφαν Μπαχ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του κ. Μπαχ, το μέτρο θα κοστίζει στο γερμανικό κράτος 22,6 δισ. ευρώ ετησίως, καθώς κάθε χρόνο ενηλικιώνονται στη Γερμανία περίπου 750.000 πολίτες. Ο τολμηρός οικονομολόγος δεν παραλείπει να αναφέρει και τους πόρους από τους οποίους μπορεί να χρηματοδοτηθεί το αρκετά δαπανηρό αυτό μέτρο. Προτείνει να αυξηθούν οι φόροι κληρονομιάς αλλά και να θεσπιστεί φόρος μεγάλου πλούτου μέσω της μεταρρύθμισης του φόρου ακίνητης περιουσίας. Όπως επισημαίνει το εν λόγω οικονομικό ινστιτούτο, σε σύγκριση με άλλες χώρες ανάλογου εισοδήματος, στη Γερμανία η ανισότητα είναι μεγαλύτερη και ο πλούτος πολύ πιο συγκεντρωμένος στα χέρια λίγων. Το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού ελέγχει τα 2/3 του συνολικού ιδιωτικού πλούτου, η αξία του οποίου υπολογίζεται περίπου σε 12 τρισ. ευρώ, ενώ το πλουσιότερο 0,1%, δηλαδή οι βαθύπλουτοι της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας, ελέγχει πάνω από το 1/5 του πλούτου. Στον αντίποδα βρίσκεται το φτωχότερο ήμισυ του πληθυσμού που δεν έχει κανένα περιουσιακό στοιχείο ή σχεδόν κανένα και ελέγχει μόνο το 1/3 του συνολικού ιδιωτικού πλούτου. Σύμφωνα με σχετική μελέτη του Forum New Economy, πρόκειται για οικογένειες των οποίων τα μέλη δεν κληροδοτούν τίποτε ή σχεδόν τίποτε στους απογόνους τους. Υπεραμυνόμενος της ρηξικέλευθης ιδέας του, ο Στέφαν Μπαχ υποστηρίζει ότι αν εφαρμοστεί το μέτρο της ελάχιστης περιουσίας θα αυξήσει τον πλούτο του φτωχότερου ήμισυ του γερμανικού πληθυσμού κατά ποσοστό κυμαινόμενο από 57% έως 94%. Προκαλεί, άλλωστε, τον νέο καγκελάριο, τον Σοσιαλιστή Ολαφ Σολτς, υπογραμμίζοντας πως «αν ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός θέλει πραγματικά να αντιμετωπίσει την ανισότητα, πρέπει να λάβει μέτρα για να αυξήσει τον πλούτο της μεσαίας τάξης στηρίζοντας την ιδιοκατοίκηση, να μεριμνήσει ώστε να υπάρξουν επικουρικές συντάξεις και να διασφαλίσει στους Γερμανούς κάποια περιουσιακά στοιχεία».
Στη συμφωνία με την οποία κατέληξαν στον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι Νεοφιλελεύθεροι του κόμματος FDP, προβλέπονται κάποια μέτρα για τη δημιουργία περιουσίας και για την απόκτηση κατοικίας, για ιδιωτικές επικουρικές συντάξεις και για εκπτώσεις στους φόρους εισοδήματος. Στη Βρετανία, άλλωστε, η ομάδα πίεσης «Εκστρατεία υπέρ της Περιουσίας σε Ολους» ζητάει επιτακτικά από την κυβέρνηση να διαθέτει «ένα αξιοπρεπές ποσό» σε όσους φτάνουν την ηλικία των 25 ετών «αδιακρίτως της περιουσιακής κατάστασης, του πόσο τυχεροί ή άτυχοι έχουν σταθεί και του πόσο γενναιόδωροι είναι ή δεν είναι οι γονείς τους».