Αναβίωσαν τα «Ρουγκάτσια» ή «Ρουσαλίες», το χριστουγεννιάτικο έθιμο από την Ενορία Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Γιαννιτσών, φέτος για φορά, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, το πρωί της Κυριακής.
Πρόκειται για ένα παλαιό Μακεδονικό έθιμο του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων, το οποίο τελείται από τους γηγενείς κατοίκους της Μακεδονίας.
Μόλις άρχιζε το δωδεκαήμερο, ανήμερα της εορτής των Χριστουγέννων, συνήθως δώδεκα άνδρες (ο αριθμός δώδεκα συμβόλιζε τους δώδεκα μήνες ή και τις μέρες του δωδεκαήμερου) ντυμένοι με Μακεδονίτικες παραδοσιακές φορεσιές, φουστανέλα, άσπρο πουκάμισο, μαύρο γιλέκο, πολύχρωμες μαντίλες στην μέση, γιορντάνια με φλουριά και μεγάλο ασημένιο σταυρό στο στήθος, στα πόδια φόραγαν τσουράπια και τσαρούχια, και στο χέρι κράταγαν μεγάλα ξύλινα γιαταγάνια (σπαθιά).
Με αφετηρία τον ενοριακό Ι. Ναό, και αφού έπαιρναν την ευχή και ευλογία του Ιερέα και την εικόνα του αγίου του Ναού, γυρίζανε σπίτι-σπίτι και χορεύανε με τη συνοδεία ζουρνάδων και νταουλιού. Σε κάθε σπίτι που πηγαίνανε, ο νοικοκύρης τους έδινε ένα και οι πιο πλούσιοι ακόμη και δυο τενεκέδες με στάρι, κριθάρι, ή καλαμπόκι, και η νοικοκυρά έβγαζε κεράσματα. Οι χορευτές έπρεπε χορεύοντας να πηδάνε πάνω απ’ τον τενεκέ με το στάρι του νοικοκύρη, άλλοτε καρφώνανε τα σπαθιά τους μέσα στο στάρι και σταυρώνανε τις πόρτες των σπιτιών που επισκέπτονταν. Μόλις τέλειωνε ο χορός αδειάζανε τους τενεκέδες σε τσουβάλια που τα φόρτωναν σε ένα γαϊδουράκι το οποίο έσερνε ένας βοηθός μαζί τους. Κάποιοι τους έδιναν γλυκά, ή και χρήματα. Αυτές οι προσφορές σε είδος και χρήμα, σύμφωνα με την παράδοση, προορίζονταν για την ανέγερση ή την αποπεράτωση του Ι. Ναού, Σχολείων, οικονομική ενίσχυση αδυνάτων οικογενειών και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας για την οικονομική ενίσχυση αντάρτικων ομάδων.
Όταν ανταμώνανε, πράγμα που το αποφεύγανε, δυο ομάδες φουστανελοφόρων από διαφορετικά χωριά, οι αρχηγοί τους έπρεπε να μονομαχήσουν ή να ανταλλάξουν δυο φλουριά απ’ το γιορντάνι τους για να συμβιβαστούν. Όταν τέλειωναν τα σπίτια στο δικό τους χωριό πηγαίναν και στα διπλανά χωριά μέχρι να τελειώσει το δωδεκαήμερο. Εκεί οι χωρικοί τα βράδια τους φιλοξενούσαν στα σπίτια τους. Ο αριθμός των χορευτών ήταν πάντα ζυγός αν κουραζόταν ή αρρώσταινε κάποιος από την ομάδα τον αντικαθιστούσε κάποιος άλλος απ΄ το χωριό που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή. Στο δρόμο βαδίζανε -διάταξη παρέλασης- δυο-δυο για να μην αρρωστήσουν λόγω που τα νερά ήταν ακόμη αδιάβαστα. Μόλις σουρούπωνε ούτε χορεύαν ούτε κυκλοφορούσαν έξω απ΄ το σπίτι που τους φιλοξενούσε. Μόλις φτάνανε στο χωριό πηγαίναν πρώτα στην εκκλησία και με την πατινάδα(παρέλαση) κάνανε το γύρο του Ναού τρεις φορές. Το ίδιο κάνανε αν υπήρχε κάποιο ξωκλήσι, μετά θα χορεύανε στα σπίτια. Αν υπήρχε κάποιος άρρωστος τον «κόβανε» σταυρωτά με το σπαθί για να αναρρώσει σύντομα. Σταυρώναν και τις πόρτες των σπιτιών όπως κάνουμε σήμερα εμείς με την λαμπάδα της ανάστασης. Ο πρωτοχορευτής ή καπετάνιος ξεχώριζε και από το κόκκινο φέσι που φορούσε στο κεφάλι ενώ οι υπόλοιποι φορούσαν μαύρες μαντίλες τις λεγόμενες τσάλμες. Οι χοροί που χορεύανε ήταν:η πατινάδα που ήταν ένα είδος παρέλασης. και ο πατρούνινος ή πατρώνα.
Μετά το πέρας των επισκέψεων, επιστρέφουν στο Ναό, παραδίδουν την εικόνα και τα συγκεντρωμένα φιλοδωρήματα.
Οι«Ρουσαλίες-Ρουγκάτσια» είναι το μόνο έθιμο που συνεχίζεται με ελάχιστες αλλαγές και στην περιοχή των χωριών του Ρουμλουκιού δηλ. της Αλεξάνδρειας. Οι Ρουσαλίες εφέτος πέρασαν από τις οδούς: Οργαντζή-Αθ. Οικονόμου-Μαγκριώτου… έως το Δημαρχείο και ακολούθως πίσω στον Ι. Ναό για να παραδώσουν την εικόνα και τα συγκεντρωμένα φιλοδωρήματα.
Τα έσοδα που θα συγκεντρωθούν, θα διατεθούν για την ανέγερση του Πνευματικού και Πολιτιστικού κέντρου Εκκλησιαστικής Διακονίας. Δείτε και βίντεο από την περσινή εκδήλωση
*φωτο-video Από την Κυριακή Μπένου