Sunday, 17 November, 2024

22/3/1944: Η σφαγή στo Ελευθεροχώρι Γιαννιτσών

22/3/1944, Γερμανοί και τμήματα της ΠΑΟ κυκλώνουν και καίνε ολοκληρωτικά το Ελευθεροχώρι Γιαννιτσών. Σκότωσαν όσους βρήκαν μέχρι και νεογέννητα.

Από τους πρώτους που οργανώθηκαν στο Ε.Α.Μ. και βοήθησαν στην αντίσταση κατά του κατακτητή ήταν και οι κάτοικοι του Ελευθεροχωρίου. Η ιστορία του χωριού δεν είναι τόσο γνωστή όσο του Χορτιάτη, της Καισαριανής, του Διστόμου, του Κοντομαρί Κρήτης και άλλων περιοχών που δοκίμασαν την αγριότητα των κατακτητών. Η γεωγραφική θέση του στους πρόποδες του Πάικου, η συχνή επαφή με τους αντάρτες του βουνού, η προσφορά τροφίμων και βοήθειας ήταν καθολική. Δεν υπήρχε ούτε μία οικογένεια που να μην συμμετείχε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον αγώνα. Πολλοί ήδη, πολεμούσαν με τους αντάρτες και έτσι όλοι μπήκαν στο στόχαστρο των Γερμανών και των φίλων τους, Ταγματασφαλιτών.

Ήδη από τον Οκτώβρη του 1943 είχαν τα πρώτα θύματα. Δύο παλικάρια που κατάγονταν από τη Βυρώνεια Σερρών, οργανωμένα στο Ε.Α.Μ. ήρθαν στο χωριό επειδή είχαν συγγένεια με τη Σταυρέτσα Χαμαλίδου. Σε μάχη των ανταρτών με τους Γερμανούς σκοτώθηκαν και οι δύο. Σάββας το όνομα του ενός, άγνωστο του δεύτερου. Σκοτώθηκαν και άλλα δύο αδέλφια, ο Αριστείδης και ο Μιλτιάδης Χατζηβασιλειάδης.

Την πρώτη εβδομάδα του Μάρτη 1944 έκανε την κατόπτευση του χωριού, μία ομάδα μοτοσικλετιστών Γερμανών με Τατάρους, που είχαν επιστρατεύσει από τη Ρωσία. Οι άξεστοι αγριάνθρωποι μπήκαν σε όλα τα σπίτια. Τρόφιμα, πολύτιμα αντικείμενα και ό,τι άλλο εύρισκαν τα μάζευαν. Οι φτωχοί πρόσφυγες δεν είχαν και πολλά να προσφέρουν. Άλλωστε συντηρούσαν τους αντάρτες και ό,τι περίσσευε, το κρατούσαν για την οικογένεια. Έντρομοι οι κάτοικοι έβλεπαν τα απομεινάρια του βίου τους να λεηλατούνται και να γίνονται βορά στα χέρια των άπληστων ληστών. Στο σπίτι της κυρά-Ελένης εκτός από τα ψωμιά της πήραν και το κιούπι με το τουρσί. Στο στάβλο, όταν είδαν τα γαϊδουράκια της ζήτησαν το ένα. Ευρισκόμενη σε δίλλημα επειδή υπήρχε μέσα και το γαϊδουράκι του Ηλία, με το οποίο είχε έρθει η κόρη της να την επισκεφθεί, προτίμησε να δώσει το δικό της, ένα μεγαλόσωμο, δυνατό ζώο, που περισσότερο έμοιαζε με μουλάρι παρά με γαϊδούρι.

Ο “εθνικόφρων” Πούλος με άντρες του και Ναζί, κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό

Οι κόρες της τρομαγμένες είχαν ζαρώσει σε μία γωνιά. Την Μαρία και την Ελευθερία, που ήταν μεγαλύτερες είχε προλάβει να τις ντύσει με παλιά ρούχα και μαύρα τσεμπέρια για να μην τις πειράξουν. Η Αναστασία, η Ευρύκλεια και η Γεωργία ήταν μικρές και δεν είχαν φόβο. Ο μικρός Τάσος, μες τα τέσσερα, με την παιδική του αθωότητα δεν καταλάβαινε νομίζοντας ότι ήταν φιλοξενούμενοι. Έπιασε από το χέρι τον έναν και του έδειξε το τσίπουρο. Ευχαριστημένος το άρπαξε και αφού ήπιε κάμποσες γουλιές το πρόσφερε στους συντρόφους του. Σε λίγο τους έδωσαν να καταλάβουν ότι έπρεπε να βγουν έξω και τους συγκέντρωσαν στην πλατεία. Κάποιος τους μίλησε και τους είπε ότι δεν θα τους πείραζαν επειδή ήταν φτωχοί. Η λεηλασία του χωριού κράτησε δύο ολόκληρες ημέρες και φορτωμένοι με τα λάφυρα επέστρεψαν στα Γιαννιτσά. Πολλοί πίστεψαν ότι δεν θα τους ξαναενοχλούσαν και συνέχισαν να ζουν όπως πρώτα. Όμως γελάστηκαν.

Στις 23 του Μάρτη του 1944 το χωριό βρέθηκε κυκλωμένο από Γερμανούς και τις ομάδες των Παοτζήδων (φασίστες, συνεργάτες των Γερμανών) του Γ. Πούλιου και του Γ. Παπαδόπουλου. Οι εγκληματίες αυτοί θα αναλάμβαναν να κάνουν τη βρώμικη δουλειά που είχαν σχεδιάσει. Ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό, στο σημείο που ονόμαζαν «Άσπρη Πέτρα», σκότωσαν τον πρώτο χωριανό, που βοσκούσε αμέριμνος τα κατσίκια του. Ήταν ο Βενιζέλος Χαμαλίδης και ακολούθησε ο Ιωσήφ Χατζηβασιλειάδης Οι Ταγματασφαλίτες με τους Γερμανούς έσφιγγαν τον κλοιό όλο και περισσότερο. Οι κάτοικοι δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ο σύνδεσμος που ρωτήθηκε από την κυρά-Ελένη, την προέτρεψε να παραμείνει στο σπίτι. Εκείνη όμως ανήσυχη του είπε:

Συναγωνιστή, δεν είμαστε ασφαλείς εδώ.

Τις γυναίκες και τα παιδιά δεν θα τα πειράξουν. Οι άνδρες έχουν φόβο και πρέπει να φύγουν για την Κρώμνη.

Αν έρθει μεγαλύτερη δύναμη, τι θα κάνουμε;

Η Αναστασία που άκουγε τη συζήτησε, φοβισμένη γύρισε στη μάνα και είπε:

Μαμά, φοβάμαι. Εγώ θα φύγω με τους άλλους στην Κρώμνη.

Πήγαινε παιδί μου, εμείς θα κρυφτούμε στο αμπέλι.

Το χωριό ανάστατο με την αγωνία στο κατακόρυφο, από τους σποραδικούς πυροβολισμούς και κάποιες ριπές από μυδράλιο που ακούγονταν. Η Ελένη αποφασιστικά μάζεψε τα παιδιά της και με τη Μαρία, που ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί κρατώντας τα από το χέρι, προχώρησαν στο αμπέλι. Μία ριπή κοντά στα πόδια τους έκανε να αλλάξουν πορεία. Δοκιμάζοντας από την άλλη πλευρά είδαν ότι δεν ήταν στο στόχο και ανηφόρισαν βιαστικά για την Κρώμνη μαζί με άλλους συγχωριανούς. Η Αναστασία φεύγοντας έπεσε σε πυρά και αναγκαστικά γύρισε πίσω στο χωριό. Μη βρίσκοντας τους δικούς της στο σπίτι πήγε στην αδελφή της γιαγιάς Κυριακής. Η Αγλαΐα Σεβαστιάδου ήταν στο σπίτι της. Είχε φουρνίσει ψωμιά για τους αντάρτες και περίμενε να ψηθούν. Πίστευε ότι δεν θα πείραζαν τις γυναίκες και είχε αποφασίσει να παραμείνει. Εκεί βρήκε καταφύγιο και η 9χρονη Αναστασία. Όταν έφθασαν οι φασίστες του Πούλιου, σκότωσαν την Αγλαΐα, την κόρη της Βαρβάρα και την Αναστασία. Έβγαλαν έξω στην αυλή την αδελφή της Αγλαΐας, τη Χαρίκλεια Στοφορίδη που ήταν έγκυος και με τη ξιφολόγχη της έσκισαν την κοιλιά. Το μωρό πετάχτηκε έξω και το κάρφωσαν και αυτό. Με το μαχαίρι αποτελείωσαν και τη μάνα.

Ο δοσίλογος Πούλος με τους γερμανοντυμένους άντρες του. Πολλοί από αυτούς υπήρξαν “αστέρες” της “εθνικοφροσύνης”

Στο ίδιο μέρος σκότωσαν και τη γυναίκα του Γρηγόρη Χαμαλίδη, Παρθένα Χαμαλίδου. Σε άλλο σπίτι σκότωσαν τη μόλις 9 ημερών λεχώνα, Εύχαρι Καπακίδου μαζί με το βρέφος της και την πεθερά της, Δέσποινα Καπακίδου.

Η κόρη της Δέσποινα που είχε το ίδιο όνομα με τη μητέρα της τραυματίστηκε και προσποιούμενη ότι ήταν νεκρή, γλίτωσε. Τον γέροντα Κωνσταντίνο Χαμαλίδη, τον σήκωσαν από το κρεβάτι, όπου κειτόταν άρρωστος και αφού τον γύρισαν στα σπίτια για να δει τους σκοτωμένους, τον πήγαν ξανά στο σπίτι του, τον έβγαλαν στην αυλή του και τον αποκεφάλισαν με τσεκούρι πάνω στο κούτσουρο όπου έκοβαν τα ξύλα. Του Κουσίδη τις δύο κόρες, την Ανάστα και τη Δέσποινα τις σκότωσαν μαζί. Η Παρθένα Αμανατιάδου ήταν η δεύτερη που επέζησε νομίζοντας την νεκρή μετά τον πυροβολισμό της. Τον γέρο Καλτσίδη Γιώργο τον περιέφεραν και αυτόν σε όλα τα σπίτια, τον άφησαν στο σπίτι του και τον σκότωσαν την άλλη μέρα, το πρωί. Τα κτήνη θέλοντας να ολοκληρώσουν το έργο τους παρέδωσαν το χωριό στις φλόγες και ξεθεμελίωσαν όλα τα σπίτια με μανία. Η βαρβαρότητα των εγκλημάτων συντελέστηκε και αναχώρησαν νικητές για τα Γιαννιτσά. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του Ελευθεροχωρίου, που επέζησαν, κατέφυγαν στην Κρώμνη και έμειναν εκεί μαζί με τους αντάρτες.

Η κυρά-Ελένη με τα παιδιά της κατέλυσαν σ’ ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν δέκα-(10) αντάρτες. Η Μαρία την επόμενη ημέρα ζήτησε από κάποιον αντάρτη ένα ζευγάρι αρβύλες για να πάει στην πλατεία του χωριού για να μάθει νέα. Εκεί έμαθε τα θλιβερά μαντάτα, ότι συνολικά εκτελέστηκαν δεκαεπτά (17) άτομα. Μαζί τους και η αδελφή της, η Αναστασία. Στη μάνα,

(Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Γιάννη Βαμβακίδη «…και ποτέ μην το ξεχάσεις»)

…έτσι στα αρχεία του κράτους εμφανιζόταν το Ελευθεροχώρι μ’ έναν(1) μόνιμο όταν τη ρώτησε αν έμαθε τίποτε για την Αναστασία, είπε ότι δε γνώριζε. Ο πατέρας της που είχε κρυφτεί κοντά στο χωριό ήταν από τους πρώτους που γύρισε στα ερείπια που κάπνιζαν ακόμα. Ανάμεσα στα αποκαΐδια αναγνώρισε το κορίτσι του από το γιακά της ζακέτας που φορούσε. Σπαράζοντας στο κλάμα άρπαξε το άψυχο κορμί του παιδιού στην αγκαλιά του και αλλόφρονας μοιρολογώντας τριγύριζε σαν χαμένος. Στη θέση που ήταν το σπίτι του δεν υπήρχε τίποτε. Ακούμπησε απαλά στο χώμα το νεκρό παιδί, πήρε στάχτη στα χέρια του και την έτριψε στα μαλλιά και το πρόσωπο του. Ο πόνος του πατέρα αβάσταχτος σ’ αυτήν την συμφορά. Τι να πρωτοθρηνήσει; Το κορίτσι του, τους συγγενείς ή το κατεστραμμένο σπιτικό του; Κοντά του σε λίγο βρέθηκαν και άλλοι συγχωριανοί που είχαν κρυφτεί τριγύρω. Ο θρήνος γενικεύτηκε. Συγκέντρωσαν τα καμένα πτώματα και τα έθαψαν όλα μαζί σ’ έναν ομαδικό τάφο. Σε δύο ημέρες από το τραγικό συμβάν αναχώρησαν και αυτοί προς την Κρώμνη. Έμειναν εκεί για δεκαπέντε –(15) ημέρες και κατόπιν άλλοι πήγαν στην Αξό και άλλοι στο Μυλότοπο για να καταλήξουν στο τέλος, στα Γιαννιτσά.

…το Ελευθεροχώρι με τις 60 οικογένειες (όλες ποντιακής καταγωγής) αναλογικά πλήρωσε το μεγαλύτερο φόρο αίματος με τα 17 θύματα και τα 2 βρέφη από ό,τι άλλες πόλεις στη διάρκεια της Κατοχής. Οι υλικές ζημιές ήταν ανεπανόρθωτες, αφού το χωριό εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά.

Αργότερα, στα ερείπια του επανήλθαν φτιάχνοντας καλύβες με φτέρη 5-6 οικογένειες, όπου παραθέριζαν το καλοκαίρι. Από τους πρώτους ήταν ο Καλτσίδης Σάββας, ο οποίος σε κάποια απογραφή δήλωσε συμβολικά ως μόνιμος κάτοικος καικάτοικο.

Πηγή: https://www.dmko.gr

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου