Ελεύθερος με περιοριστικούς όρους αφέθηκε ο 27χρονος που κατηγορείται ότι διέκοψε βίαια
την κύηση της συντρόφου του, στη Ζάκυνθο.
Ο 27χρονος πήγε το πρωί της Δευτέρας στον ανακριτή της Ζακύνθου και απολογούνταν για σχεδόν 5 ώρες.
Ο σύντροφος της νεαρής κοπέλας, η οποία απέβαλε διά της βίας, όπως η ίδια ισχυρίζεται, δεν παραδέχθηκε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, λέγοντας πως η 19χρονη πήρε μόνη της τα χάπια. Ο 27χρονος αφέθηκε ελεύθερος με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής εγγυοδοσίας (2.000 ευρώ), απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα και να μην πλησιάζει τη 19χρονη.
Η 19χρονη μίλησε στο «Live News» για την απόφαση να αφεθεί ελεύθερος ο 27χρονος. «Με φοβίζει πάρα πολύ που αφέθηκε ελεύθερος, μπορεί να κάνει κακό σε εμένα ή στη γιαγιά μου. Μας το είχε πει ότι, αν πάει φυλακή, θα μας κάνει κακό. Δεν ξέρω τι να πω. Αυτός ο άνθρωπος δεν νιώθει τύψεις μέσα του που σκότωσε το παιδί μου;».
Σχετικά με τη γιαγιά της, την οποία κατηγορεί ο 27χρονος ότι δεν τον ήθελε λόγω της καταγωγής του, η 19χρονη ανέφερε:
«Κατηγορεί και τη γιαγιά μου, επειδή λέει ότι είναι Αλβανός. Η γιαγιά μου έχει βαφτίσει κοπέλα από την Αλβανία. Ποτέ η γιαγιά μου δεν είχε ρατσιστική πρόθεση προς κανέναν».
Η κοπέλα, μιλώντας στον Νίκο Ευαγγελάτο, περιέγραψε ότι ο σύντροφός της την πέταξε στο κρεβάτι και την πάταγε στο κεφάλι με το πόδι του για να της δέσει τα χέρια:
«Είχαμε πάει σε μία γυναικολόγο και αν βρεθούν κάμερες θα δείτε ότι εγώ με τη γιαγιά μου έφυγα κι αυτός έμεινε πίσω για αρκετή ώρα. Αυτός επέμενε να πάμε μαζί με τη γιαγιά μου».
Καταλήγοντας, η κοπέλα τόνισε: «Ποτέ δεν μου είπε η γιαγιά μου να ρίξω το παιδί».
Δικηγόρος 27χρονου: Είχα τονίσει από την πρώτη στιγμή ότι ο εντολέας μου είναι αθώος
Ο δικηγόρος του 27χρονου, Παναγιώτης Κεφαλλήνος, δήλωσε για τον εντολέα του: «Υποστήριξε ότι δεν έχει πράξει απολύτως τίποτα, έχοντας ως οδηγό του την ιατροδικαστική έκθεση που αναφέρει ότι δεν υπάρχει κανένα ίχνος βίας κατά της συγκεκριμένης μηνύτριας κι άλλους ισχυρισμούς που καταδεικνύουν την αντιφατικότητα των ισχυρισμών της μηνύτριας. Όλοι οι ισχυρισμοί της είναι αντιφατικοί». «Πήγε στο νοσοκομείο, αλλά, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, δεν πήγε γιατί έκανε κάποια πράξη βίας ή οτιδήποτε άλλο σε βάρος της μηνύτριας. Η μηνύτρια η ίδια ανέφερε ότι είχε κάνει χρήση κάποιων σκευασμάτων. Το γεγονός τοποθετείται από την ίδια το βράδυ της Τρίτης 20 Φεβρουαρίου. Πήγαν, λοιπόν, στο νοσοκομείο και η ίδια λέει ότι δεν είχαν κινητό για να κάνει καταγγελία και βρίσκεται στο νοσοκομείο αρκετές ώρες μόνη της, όταν γίνονταν οι εξετάσεις σε ένα ασφαλές περιβάλλον με γιατρούς, με άλλους νοσηλευτικούς υπαλλήλους, και δεν αναφέρει τίποτα σε βάρος του εντολέα μου. Αφού έχει τονίσει στους γιατρούς τι έχει συμβεί, αλλά δεν έχει πει τίποτα εναντίον του εντολέα μου, το βράδυ έκανε την καταγγελία», είπε στη συνέχεια.
Ο δικηγόρος του νεαρού άνδρα ισχυρίζεται ότι ποτέ ο πελάτης του δεν εγκατέλειψε τη σύντροφό του ούτε της αφαίρεσε το πορτοφόλι, που η ίδια ισχυρίστηκε ότι της έκλεψε.
«Έφυγε στις οκτώ το πρωί από το νοσοκομείο και πήγε να φέρει τη μητέρα της, που ο ίδιος την ειδοποίησε, κάθισε δύο-τρεις ώρες μαζί της στο νοσοκομείο και στη συνέχεια της πήγε το μεσημέρι χυμούς κι άλλα πράγματα. Ήταν συνέχεια μαζί της».
Λίγες ώρες προτού ο 27χρονος βρεθεί στον εισαγγελέα, η οικογένεια της 19χρονης κατήγγειλε πως κάποιος από το περιβάλλον του κατηγορούμενου προσπάθησε να εξαγοράσει τη σιωπή τους. Το 19χρονο κορίτσι περιέγραψε στο «Live News» από την πρώτη στιγμή τον εφιάλτη που έζησε στον δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης της: «Δεν με χτύπησε. Μου έδεσε τα χέρια και μου πάτησε το κεφάλι, μου έκλεισε το στόμα. Μου έλεγε ”το έχω αποφασίσει μέσα μου, θα σας σκοτώσω. Θα σκοτώσω και το παιδί”. Μετά μου έβαλε κάτι χάπια. Μου έλεγε: ”Πιες τα”».
Ισχυρίζεται ότι για όλα υπεύθυνος είναι αποκλειστικά και μόνο ο σύντροφός της. «Άκουγα την καρδούλα του προχθές. Αυτή η εικόνα δεν μου φεύγει από το μυαλό. Άκουγα την καρδούλα του. Αλλά τώρα δεν γυρίζει πίσω… Να γυρίσει το παιδί μου. Μου σκότωσε το παιδί μου».
Σύμφωνα με όσα είπε η νεαρή κοπέλα, συναντήθηκε με τον σύντροφό της στο σπίτι του και εκείνος έκανε τα πάντα για να βάλει τέλος στην εγκυμοσύνη της.
«Έκανα εγώ ότι πονάω πολύ, ότι θα λιποθυμήσω. Αυτός τρόμαξε και με έφερε στο νοσοκομείο. Με απειλούσε στο δρόμο… Ότι άμα μιλήσω έχει κανονίσει ότι, αν πάει φυλακή, θα στείλει κάτι άλλους Αλβανούς, μου έλεγε, τον αδερφό του και κάτι άλλους να μας σκοτώσουν. Μου έλεγε αυτός να πω ότι εγώ ήπια κάτι χάπια. Εγώ δεν ήξερα τι χάπια μου έδωσε. Έλεγα στους γιατρούς ότι δεν ξέρω τι χάπια».