Ξέσπασαν την οργή τους σήμερα οι μάρτυρες- επιζώντες της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι επιρρίπτοντας ακέραιη ευθύνη σε όσους είχαν την ευθύνη για την αποτροπή της εθνικής τραγωδίας, τον Ιούλιο του 2018.
«Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρωπίνων ζωών και παρόλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στο βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου, τους γονείς μου και τον αδερφό μου. Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα, όχι όλοι αυτοί… Στην Κινέττα εκκενώθηκαν τρία χωριά και δεν έγινε το ίδιο στο Μάτι. Θα είχε γίνει μια μεγάλη οικολογική καταστροφή αλλά δεν θα είχαν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Τους κατηύθυνε ο πανικός. Ακούσαμε από τη Δούρου ότι η στραβή έγινε στην βάρδια της. Το ακούσαμε και αυτό! Κυνικοί μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή τουλάχιστον ας μην μιλάνε», κατέθεσε χαρακτηριστικά η μάρτυρας Aνδριανή Καλεγιαννάκου, η οποία έχασε το γιο της, τους γονείς της και τον αδερφό της στις φλόγες.
«Είμαστε μόνιμοι κάτοικοι στην περιοχή πάνω από σαράντα χρόνια. Είναι τραγικό να βρίσκεσαι πάνω σε έναν άξονα και να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής. Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού πιστεύω ότι υπήρχε και δόλος. Το πιστεύω ακράδαντα .Αν έχετε διαβάσει ηχητικό Ματθαιόπουλου- Λιοτσου…» είπε στην κατάθεσή της η κ. Καλεγιαννάκου και αναφερόμενη στις συνθήκες κάτω από τις οποίες χάθηκαν οι δικοί της άνθρωποι είπε: «Ο γείτονας φώναξε στον αδερφό μου τον Γιάννη «φωτιά». Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα. …Έκτοτε δεν είχα καμία επικοινωνία. Δεν μπορούσα να βρω τον αδερφό μου. Μετά είχαν κλείσει το δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω. Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις 11: 30 τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε… Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία, στο λιμάνι της Ραφήνας. Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακούσει», είπε η μάρτυρας για να συνεχίσει: «Ούτε μου πήγε το μυαλό ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα και έδωσα τα ονόματα. Ο πατέρας του παιδιού έσωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα dna», συμπλήρωσε η μάρτυρας.
Από την πλευρά της η Μαρία Αβραμίδου, η οποία έχασε στο Μάτι, τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της, τόνισε στην κατάθεσή της: «Δε θέλω να τιμωρηθεί κάποιος αθώος. Θα ήθελα να τιμωρηθεί αυτός που δεν έκανε καλά τη δουλειά του, δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, στο νομό Αττικής και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Πολλοί από εμάς είμαστε ζωντανοί νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δε θα περάσει ποτέ. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι αβοήθητοι. Κι εγώ με τη μητέρα μου κατά τύχη ζω. Ποτέ δεν είχε περάσει η φωτιά, δυστυχώς αυτή τη φορά μας έκαψε τα πάντα».
Αναφερόμενη στις κρίσιμες εκείνες ώρες που ξέσπασε η πυρκαγιά η μάρτυρας κατέθεσε:
«Ήμασταν στο σπίτι στο Μάτι. Εγώ ήμουν με την κόρη μου. Θα έφευγα το απόγευμα έτσι και αλλιώς. Είχαμε ακούσει για φωτιά στην Κινέττα και κάποια στιγμή ακούσαμε και για Καλλιτεχνούπολη. Θα έφευγα γύρω στις 7. Η μητέρα μου και η αδελφή μου επέμεναν να φύγω νωρίτερα. Τελικά πήρα την κόρη μου και φύγαμε στις 6 παρά 5…Βγήκα στη Μαραθώνος με κατεύθυνση προς Αθήνα.
Στην είσοδο προς Νέο Βουτζά είδα δύο υδροφόρες. Παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στη Μαραθώνος ήταν σαν να φεύγαμε μόνες μας….. Κάλεσα την αδελφή μου.
Ήταν σε πανικό έκλαιγε φοβόταν ότι θα καεί σπίτι μας. Μίλησα μετά με τη μάνα μου και μου είπε: “είναι μπροστά μου φλόγες”. Εγώ το θεώρησα υπερβολή. Πήρα ξανά το τηλέφωνο αλλά ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανένα τους… Κάποια στιγμή μίλησα με κάποιον Πυροσβεστική. Του είπα έχω τέσσερις ανθρώπους στη λεωφόρο Δημοκρατίας που δεν ξέρω που είναι τώρα. Στο μεταξύ, οι κουμπάροι που ερχόταν σε εμάς, πήγαιναν στη Λούτσα και είχαν χαθεί με τους δικούς μου. Μετά ακούμε στην τηλεόραση ότι κάποιους τους πάνε στα νοσοκομεία. Αποφασίσαμε να σκορπιστούμε μήπως πάμε εκεί. Πήγα στο ΚΑΤ. Μπαίνοντας ξανά στο αυτοκίνητο ακούω ότι κάποιοι φτάνουν στο λιμάνι της Ραφήνας.
Ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί. Μάλιστα πήρα και μπουρνούζια και πετσέτες, μήπως έχουν βραχεί, ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί. Ζήτησα μήπως μπω σε μία βάρκα να τους βρω. Με πήρε ο γιος μου και μου είπε:
“Μαμά σε βλέπω στην τηλεόραση μην κάνεις κάτι επικίνδυνο για σένα”. Ήταν πολύς κόσμος στο λιμάνι της Ραφήνας».
Μάλιστα, όπως είπε η ίδια μάρτυρας, ο άλλος ανιψιός της βρίσκονταν στην Κρήτη και έζησε και εκείνος από τύχη. «Ήρθε με την πρώτη πρωινή πτήση. Φύγαμε να πάμε μέσα στο Μάτι, μήπως κάτι βρούμε. Αντίκρισα ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Ήταν ασύλληπτη η εικόνα. Το σπίτι ήταν ολοσχερώς καμένο. Πήγα προς το Κόκκινο Λιμανάκι. Ήταν μία μάζα με αυτοκίνητα καμένα. Το ένα πάνω στο άλλο δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Ο ανιψιός μου βρήκε τα αυτοκίνητα των δικών μας άθικτα αλλά εκείνους πουθενά. Έμαθα για DNA. Πήγαμε στο Γουδί και δώσαμε δείγμα. Είχα ένα παιδί τον Δημήτρη σπίτι, που δεν ήθελε να ακούει ούτε ειδήσεις και ζούσαμε την αναμονή, περιμένοντας να έχουμε κάποιο νέο. Κάποια στιγμή τον βλέπω και παίρνει ένα αναπτήρα να κάψει το πόδι του. Του λέω τι κάνεις; «Τίποτα θέλω να δω τι έχουν νιώσει» μου απάντησε.
Την Κυριακή μας είπαν ότι έχουν ταυτοποιηθεί και οι τέσσερις και να πάμε να τους παραλάβουμε από το Σχιστό. Βρήκαμε μόνο δύο τάφους, βάλαμε αδελφή μου και γαμπρό μου μαζί και μητέρα με τον ανιψιό. Από τη μία στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε και χωρίς την οικογένεια και με ένα παιδί ορφανό» είπε η μάρτυρας. Από την πλευρά του ο νεαρός Δημήτρης Κατσουλάκης, ανιψιός της κ. Αβραμίδου, ο οποίος έχασε ολόκληρη την οικογένειά του στο Μάτι και την ημέρα της πυρκαγιάς ο ίδιος βρίσκονταν στη Κρήτη, είπε στο δικαστήριο:
«Ήμουν στην Κρήτη. Μαθαίνω ότι έχει ξεσπάσει φωτιά στη Κινέττα. Με πήρε ο αδελφός μου κάποια στιγμή το μεσημέρι και μου είπε “έχει φωτιά στην Κρήτη”. Μου ζήτησε να προσέχω. Τον ρώτησα εσείς καλά; Μου απάντησε, ναι. Αργότερα, προσπαθούσα να πάρω τους γονείς μου δεν απαντούσαν. Κατά τις 6:30 με πήρε τηλέφωνο η νονά μου και μου είπε πως έχουν εγκλωβιστεί. Ξημερώματα με πήρε η θεία μου και μου είπε ότι πρέπει να ανέβω στην Αθήνα διότι η οικογένεια μου αγνοείται. Πήγα στο Μάτι την επόμενη ημέρα. Ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα. Μπήκα στο Μάτι με τον θείο μου και ένα φίλο. Ρωτούσα γνωστούς, δεν ήξερε κανένας. Βρήκα μετά από πολύ περπάτημα τα αυτοκίνητα τους. Ήταν άθικτα. Εκεί είπε πως υπάρχει ελπίδα να τους βρούμε…. Ήταν ένα εξαήμερο πολύ κακό στη ζωή μου. Με ενημέρωσε η θεία μου ότι ταυτοποιήθηκαν οι γονείς μου. Η αιτία θανάτου, έλεγε πως απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί, τίποτα. Έπρεπε να αποδεχτώ το γεγονός. … Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν ούτε πυροσβεστική, ούτε τίποτα. Ήταν μόνοι τους και εγώ έπρεπε να συνεχίσω».