Η Μαγδαληνή Παυλίδου, από τα Ούζαλα του Πόντου, 107 ετών σήμερα, είναι μία από τις τελευταίες μάρτυρες της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Γεννημένη το 1915, ξεριζώθηκε από τον Πόντο το 1922, φεύγοντας με καράβι από την Σαμψούντα με προορισμό την παλιά Ελλάδα. Σήμερα ζει στα ορεινά της Δράμας, στο χωριό Χαριτωμένη. Αν και πέρασε σχεδόν ένας αιώνας από τα θλιβερά γεγονότα του ξεριζωμού, δεν ξεπέρασε πότε τον φόβο και τον πόνο που έζησε στα παιδικά της χρόνια. Ούτε όμως «άνοιξε» και ποτέ κουβέντα για τα όσα πέρασε. Ακόμη και στα παιδιά της. «Δεν μας μίλησε ποτέ για κείνη την περίοδο. Την στεναχωρούσε. Πονούσε για αυτό και δεν ήθελε να τα αναφέρει και να ξύσει πληγές» θα πει η κόρη της Μαρία- 83 χρονών σήμερα-που την φροντίζει, μένοντας στο διπλανό σπίτι. Άκουγα φωνές και νόμιζα ότι ακόμη για μένα φώναζαν οι Τούρκοι, για να έρθουν να με πάρουν «Πως δεν θυμάμαι; Όλα τα θυμάμαι. Θυμάμαι, το ένα, θυμάμαι το άλλο και στεναχωριέμαι… Άκουγα φωνές και νόμιζα ότι ακόμη για μένα φώναζαν οι Τούρκοι, για να ‘ρθουν να με πάρουν. Φοβήθηκε το μάτι μου. Υποφέραμε» θα διακόψει την κόρη της, η κυρά Μαγδαληνή με την φωνή της να βγαίνει με δυσκολία. Καθισμένη στην αυλή του σπιτιού της στη Χαριτωμένη Προσoτσάνης, φορώντας το μαύρο αγαπημένο τσεμπέρι της και έχοντας ένα βλέμμα στο άπειρο, μίλησε στο ethnos.gr, σπάζοντας για πρώτη φορά τη σιωπή της, εξιστορώντας όσα την βασάνιζαν. Και μπορεί να βρίσκεται σε βαθιά γεράματα και το σώμα της να την προδίδει, όχι όμως η ψυχή και η μνήμη της που κουβαλούν θύμησες από την χαμένη πατρίδα. Μαγδαληννή Παυλίδου Όσα είδε με τα παιδικά της μάτια, τα δεινά που βίωσε η οικογένεια της, ο φόβος, ο κατατρεγμός, ο ξεριζωμός, καταστάσεις που έζησε μέχρι τα 7 της χρόνια στον Πόντο αλλά και αργότερα όταν έφτασε στην παλιά Ελλάδα. «Στα Ούζαλα ζούσαν μόνο Έλληνες. Μόλις είχαμε κάνει εκκλησία. Το χωριό ήταν όμορφο και μέσα στα δέντρα. Το σπίτι μας ήταν δίπατο με τέσσερα δωμάτια και ένα μεγάλο σαλόνι. Είχαμε και ένα μπαχτσέ. Τούρκοι δεν έμεναν στα Ούζαλα αλλά ήταν κοντά στα χωριά μας. Είχαμε και πολλούς Τούρκους που δούλευαν για μας. Όταν η μάνα μου η Χρυσάνθη είχε πολλά χωράφια- σιτάρια- έρχονταν Τούρκοι και την βοηθούσαν. Είχαν φιλίες».
Ο πατέρας της ο Γιάννης μπόλιαζε δέντρα και πετάλωνε ζώα. «Οι Τούρκοι ήταν φίλοι του. Τον αγαπούσαν τον μπαμπά μου. Τον είχαν πολύ καλά. Κάθε μέρα πήγαιναν και έρχονταν στα σπίτια μας οι Τούρκοι». Μόλις 2-3 άτομα γλίτωσαν από τα Ούζαλα Όλα, όμως, άλλαξαν όταν ξέσπασε ο πόλεμος (περίοδος πρώτου Παγκόσμιου). Οι περισσότεροι κάτοικοι από τα Ούζαλα κρύφτηκαν στα γύρα βουνά, φτιάχνοντας κρυψώνες τις οποίες έσκαψαν με τα χέρια τους. «Μια χαρά ήμασταν. Όλα τα καλά είχαμε. Μετά είχαμε πόλεμο και βγήκαμε στα βουνά. Δύο-τρία άτομα σώθηκαν από τα Ούζαλα. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Κοιμόμασταν και τρώγαμε εκεί μέσα. Μια νέα κοπέλα από το χωριό μας, γέννησε μέσα στην κρυψώνα.
Τούρκοι πήραν το μωρό, το πέταξαν και κείνη δεν ξέρω τι απέγινε. Την γιαγιά μου την σκότωσαν μόλις βγήκε από την κρυψώνα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν νωρίτερα μπροστά την εκκλησία. Δεν είδα να σκοτώνουν. Είδα, όμως, νεαρά παλικάρια σκοτωμένα στα χωράφια.…». Η Μαγδαληνή Παύλίδου με τον δημοσσιογράφο του Έθνους Τίμο Φακαλή Πώς σώθηκα Με την έναρξη του πολέμου η μητέρα της για να σωθεί έδωσε την 7χρονη Μαγδαληνή σε έναν γνωστό της Τούρκο. «Γλίτωσα. Με πήρε στην αγκαλιά της και με έβαλε στο άλογο. Εγώ ήμουν μικρή. Δεν μπορούσα να ανέβω και με πήγαν στο σπίτι του Τούρκου. Έλα κυρία Χρυσάνθη να δεις το παιδί σου όποτε θέλεις είπε στη μάνα μου ο Τούρκος. Δεν θα την πειράξουμε». Η μικρή Μαγδαληνή ανέλαβε χρέη νταντάς και πρόσεχε το μωρό του Τούρκου. Το μωρό, όμως, έπεσε κάτω και ο Τούρκος θεώρησε ότι η μικρή Μαγδαληνή το έσπρωξε. Για τιμωρία την χτύπησε με το πόδι του και έπεσε με το πρόσωπό της σε ένα τσεκούρι που ήταν παραδίπλα, κόβοντας την μύτης της. Το σημάδι στην μύτη της, την ακολουθεί μέχρι σήμερα μαζί με τις άσχημες θύμισες. «Το αφεντικό δεν με πρόσεξε. Ο παλιάνθρωπος με έσπρωξε πάνω στο τσεκούρι. Ας είναι καλά μια γυναίκα που μου έδεσε το τραύμα». Τιμή στην Μαγδαληνή Παυλίδου Με βαπόρι από την Σαμψούντα στην παλιά Ελλάδα Ένα μήνα αργότερα η 7χρονη Μαγδαληνή μαζί με άλλα γυναικόπαιδα που μάζεψαν οι Τούρκοι, καβάλα στα άλογα πήγαν στη Σαμψούντα. «Δεν πήραμε τίποτα μαζί μας. Πού να τα πάρεις. Πού να τα κουβαλάς. Μόνο η μάνα μου πήγε να κάνει ψωμί στο φούρνο για να τρώμε στη διαδρομή. Θυμάμαι τη σκάλα στο βαπόρι μας. Μια κοπέλα όπως ανέβαινε πάνω και έτσι όπως στριμώχνονταν πολύς κόσμος, έπεσε κάτω και σκοτώθηκε. Μας φόρτωσαν στα αμπάρια. Πολύς κόσμος. Και όλοι ήταν πρόσφυγες. Καθόμασταν στο πάτωμα. Εμείς δεν είχαμε άντρες στο καράβι μας. Μόνο γυναίκες και παιδιά. Είχαμε περιουσία πάρα πολύ μεγάλη αλλά η μάνα μου ήταν αγράμματη και δεν πήραμε αποζημίωση. Οι Τούρκοι τα τσέπωσαν όλα». Και συνεχίζει: «Φτάσαμε στην παλιά Ελλάδα το 1922 και η μητέρα μου με έγραψε στο σχολείο». Μετακόμισε στη Λευκάδα, την Πρέβεζα και από κει βρέθηκε στα Κύρια της Δράμας και αργότερα στην Χαριτωμένη… διαβάστε εδώ τη συνέχεια