Σενάριο ταινίας τρόμου θυμίζει η ιστορία της Κύπριας Στυλλούς Παντοπίου-Χριστοφή, της γυναίκας που διέπραξε δύο φόνους σε Κύπρο και Ηνωμένο Βασίλειο: όταν ήταν νύφη σκ0τωσε την πεθερά της και όταν έγινε πεθερά σκότωσε τη νύφη της!
Μέχρι να αφήσει την τελευταία της πνοή στην αγχόνη της φυλακής Holloway στη Βρετανία το 1954 φώναζε: «ποτέ, ποτέ, ποτέ, μπορεί να είμαι φτωχή και αγράμματη, αλλά τρελή δεν είμαι»!
Η Στυλλού Παντοπίου-Χριστοφή γεννήθηκε στην Κύπρο το 1900 και μεγάλωσε σε ένα μικρό και απομονωμένο χωριό, εκεί που οι κάτοικοι πάλευαν καθημερινά να επιβιώσουν και η εκπαίδευση δεν ήταν αναγκαίο στοιχείο για μια καλύτερη ζωή. Η γυναίκα ανατράφηκε σε ένα βίαιο περιβάλλον και γινόταν αποδέκτης μεικτών μηνυμάτων συμπεριφοράς από την ελληνική και τουρκική κουλτούρα. Έμαθε από πολύ νωρίς να θεωρεί τη βία το αναγκαίο συστατικό για την επίλυση των όποιων διαφορών. Η σκληρότητα στη συμπεριφορά της ήταν έκδηλη, οι μανίες και οι εμμονές της αρκετές.
Στην ηλικία των 25, η Στυλλού παντρεύεται έναν από τους φτωχότερους συντοπίτες της με τον οποίο αποκτά έναν γιο, το Σταύρο. Η οικογένεια πάλευε να σταθεί όρθια στην καθημερινότητά της καθώς τα έσοδα ήταν ελάχιστα και προέρχονταν κυρίως από ένα χωράφι με ελιές που είχε στην κατοχή τους.
Παρούσα στη ζωή τους και στο σπίτι τους ήταν η πεθερά της, με την οποία δεν διατηρούσε και τις καλύτερες σχέσεις. Εκείνη την εποχή οι οικογένειες ήταν μητριαρχικές και οι γιαγιάδες συνήθιζαν να εξασκούν μεγάλη επιρροή στα μέλη, διατηρώντας τον αδιάψευστο ρόλο του αρχηγού. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον η Στυλλού δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Οι τσακωμοί με την πεθερά της ήταν καθημερινοί, ο αγώνας για επικράτηση ανελέητος.
Η κατάσταση ξέφυγε και κορυφώθηκε ένα βράδυ του 1925. Μετά από έναν από τους συνηθισμένους τσακωμούς η Στυλλού χάνει τα λογικά της. Πιάνει ένα αναμμένο δαυλί και το βάζει στο στόμα της πεθεράς της, με συνεργάτες στο έγκλημα δύο συγχωριανές της, οι οποίες κρατούσαν ανοιχτό το στόμα του θύματος. Αν και θεωρήθηκε η βασική ύποπτη για το έγκλημα τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να την κλείσουν στη φυλακή, ενώ η αλληλοκάλυψη με τις συνεργούς της και ο όρκος σιωπής την απάλλαξαν από όλες τις κατηγορίες λόγω αμφιβολιών.
Ο δεύτερος φόνος της νύφης της Hella Bleicher
Η δολοφονία της πεθεράς της φέρνει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Η Στυλλού εγκαταλείπεται από τον άντρα της και μεγαλώνει μόνη της τον Σταύρο στον οποίο έχει μεγάλη αγάπη και λατρεία. Το παιδί έχει όνειρα, όπως κάθε νέος, και φαντάζεται τη ζωή του μακριά από το μέρος που μεγάλωσε. Φεύγει από το χωριό αρχικά για τη Λευκωσία όπου βρίσκει δουλειά ως σερβιτόρος.
Αυτό θα είναι το σκαλοπάτι για να μαζέψει χρήματα και να ανοίξει τα φτερά του για μέρη μακρινά. Το 1941 μετακομίζει στη Βρετανία και εγκαθίσταται στο Λονδίνο όπου βρίσκει δουλειά ως σερβιτόρος σε ένα από τα μεγαλύτερα και περίοπτα νυχτερινά κέντρα της πόλης, το Café de Paris. Γνωρίζει και ερωτεύεται τη Hella Bleicher, ένα μοντέλο από τη Γερμανία με την οποία παντρεύεται και αποκτούν τρία παιδιά.
Η μοναξιά της Στυλλού στην Κύπρο μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Και έχει χάσει το γιο της και μαθαίνει τα νέα από τη ζωή του μέσα από ένα γράμμα. Ο μονάκριβός της παντρεύτηκε αλλοδαπή και αλλόθρησκη και χωρίς καν να ζητήσει τη γνώμη της. Δώδεκα χρόνια μακριά από το σπλάχνο της είναι αρκετά για να την κάνουν να πάρει την απόφαση να πάει στο Λονδίνο για μια επίσκεψη, που έμελλε να κρατήσει πολύ.
Το 1953 φτάνει στην Αγγλία για να συναντήσει το Σταύρο και τη νέα του οικογένεια. Τον ενημερώνει ότι σκοπεύει να παρατείνει την επίσκεψή της, να βρει μια δουλειά και να μαζέψει χρήματα για να αγοράσει ένα σπίτι στην Κύπρο. Η ανακοίνωσή της πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία για το Σταύρο που δεν μπορεί να πει όχι στη μόνιμη εγκαθίδρυση της μητέρας του στο σπίτι του.
Το καλό οικογενειακό κλίμα δεν κρατάει για πολύ. Οι πρώτες χαρούμενες μέρες της συγκατοίκησης με το γιο, τη νύφη και τα εγγόνια της δίνουν τη θέση τους σε εντάσεις και επικρίσεις, αυτό που τόσο καλά ήξερε να κάνει η Στυλλού. Ό,τι της έκανε η πεθερά της το κάνει στη νύφη της, αναβιώνοντας τους ίδιους καυγάδες που κατέληξαν και στο ίδιο τέλος, το φόνο.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον δεύτερο φόνο
Όσα κάνει η Hella την εξοργίζουν. Δεν μπορεί να δεχτεί ότι τα εγγόνια της ανατρέφονται με βάση τα ήθη και τα έθιμα της λονδρέζικης κουλτούρας, μακριά από την ελληνοκυπριακή κληρονομιά τους. Οι μητρικές ικανότητες της Hella γίνονται ο στόχος σχολίων της Στυλλούς. Τίποτα από όσα έκανε η νύφη της δεν ήταν σωστά, για όλα είχε μια κακή κουβέντα. Τα νεύρα και οι τσακωμοί γίνονται πλέον η καθημερινότητά των δύο γυναικών.
Τον Ιούλιο του 1953 η Hella «σπάει» και αποφασίζει μαζί με τον Σταύρο ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει και η μητέρα του πρέπει να φύγει από το σπίτι. Η νεαρή Γερμανίδα, θέλοντας να διευκολύνει την κατάσταση, αποφασίζει να πάρει τα παιδιά για ένα ταξιδάκι στην πατρίδα της, αφήνοντας το Σταύρο να πείσει τη μητέρα του ότι θα ήταν καλύτερο για όλους να επιστρέψει στην Κύπρο.
Ο Σταύρος ανακοινώνει την απόφασή τους στη μητέρα του και από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή της Hella. Η Στυλλού δεν μπορεί να δεχτεί ότι έρχεται δεύτερη στη ζωή του γιού της: ή αυτή θα ζούσε ή η νύφη της. Και φυσικά επέλεξε το πρώτο.
Στις 29 Ιουλίου 1954 και ενώ ο Σταύρος έχει φύγει για τη δουλειά η Κύπρια παίρνει το μαντεμένιο δίσκο που συγκεντρώνει τις στάχτες του τζακιού και χτυπάει τη Hella στο κεφάλι με σφοδρότητα. Η άτυχη γυναίκα σωριάζεται στο πάτωμα, αλλά η Στυλλού δεν έχει ολοκληρώσει το έργο της. Παίρνει ένα μαντήλι και τη στραγγαλίζει με τόση δύναμη, που το ύφασμα σκίζει το λαιμό και αναγκάζεται να το βγάλει κόβοντας το. Πριν βγάλει το πτώμα στην αυλή, το λούζει με παραφίνη και του βάζει φωτιά, βγάζει τη βέρα από τη νύφη της και την κρύβει στο δωμάτιό της μέσα σε ένα κομμάτι χαρτί.
Τα μεσάνυχτα ένας γείτονας ονόματι John Young βλέπει τις φλόγες και σπεύδει στο σπίτι να βοηθήσει. Στη δίκη κατέθεσε ότι είδε τη μητέρα του Σταύρου να καίει κάτι που έμοιαζε με κούκλα βιτρίνας και έτσι δεν έκανε τίποτα και επέστρεψε στο σπίτι του.
Το πρωί της επόμενης μέρας ο κύριος και η κυρία Burstoff επιστρέφοντας από την εργασία τους βλέπουν μια γυναίκα να πέφτει στην κυριολεξία στις ρόδες του αυτοκινήτου τους φωνάζοντας σε σπαστά αγγλικά: «Σας παρακαλώ ελάτε. Ξέσπασε φωτιά και τα παιδιά κοιμούνται». Οι γείτονες πιστεύοντας ότι όντως κινδύνευαν τα παιδιά έτρεξαν στο σπίτι, αλλά είδαν τη φωτιά που είχε σβήσει στην αυλή και το καμένο σώμα της Hella στο έδαφος. Το σημάδι του στραγγαλισμού στο λαιμό ήταν ευδιάκριτο και έτσι οι Burstoff κάλεσαν την αστυνομία.
Η Στυλλού προσπάθησε να πείσει τις Αρχές ότι δεν είχε καταλάβει πώς ξέσπασε η φωτιά. Υποστήριξε ότι ξύπνησε από τη μυρωδιά του καπνού και βρήκε το άψυχο σώμα της Hella στην αυλή, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να δώσει επαρκείς εξηγήσεις για το λόγο του υποτιθέμενου αυτοπυρπολισμού της νύφης της. Επέμενε ότι δεν ήξερε τίποτα, αλλά συνελήφθη όταν οι αστυνομικοί βρήκαν στο δωμάτιό της τη βέρα της Hella.
Η δίκη και ο απαγχονισμός
Η δίκη ξεκίνησε στις 25 Οκτωβρίου 1954 στο δικαστήριο Old Bailey του Λονδίνου. Όσο και αν ο Σταύρος προσπαθούσε να πείσει τη μητέρα του να δηλώσει «τρελή» εκείνη δεν τον άκουγε. «Είμαι φτωχή και αγράμματη, αλλά δεν είμαι τρελή» έλεγε. Ο ψυχίατρος που την εξέτασε στη φυλακή Holloway κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπασχε από παραληρητική διαταραχή, που προερχόταν από το φόβο της ότι η Hella δεν ανέτρεφε σωστά τα εγγόνια της και ότι κάποια στιγμή δεν θα την άφηναν να τα δει.
Η φυλακή Holloway και η απόφαση εκτέλεσης της Στυλλούς
Κάθε ισχυρισμός αθωότητας καταρρίφθηκε. Εξάλλου τα στοιχεία ήταν αδιάσειστα: υπήρχαν ίχνη αίματος στην κουζίνα και το μπάνιο, το φουλάρι που βρέθηκε στα σκουπίδια και η βέρα της Hella που είχε κρύψει η Στυλλού στην κρεβατοκάμαρά της.
Κρίθηκε ένοχη για τη δολοφονία της νύφης της και καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού. Στις 15 Δεκεμβρίου 1954 άφησε την τελευταία της πνοή στην αγχόνη της φυλακής από το χέρι του δήμιού της Albert Pierrepoint. Σαν τελευταία της επιθυμία ζήτησε να της βάλουν ένα σταυρό στον τοίχο του χώρου που την εκτέλεσαν.
Η επιθυμία της έγινε δεκτή και ο σταυρός παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1967, οπότε ο χώρος καταργήθηκε και αποσυνδέθηκε η αγχόνη. Η κύπρια πεθερά πέθανε μόνη της καθώς κανείς, ούτε ο ίδιος ο γιος της Σταύρος, δεν ήταν παρών στην εκτέλεσή της.
Η Στυλλού μπήκε σε ένα τάφο χωρίς κανένα διακριτικό στο χώρο της φυλακής. Το 1971 έγιναν εργασίες στη φυλακή και απαιτήθηκε να γίνει η εκταφή όσων γυναικών είχαν εκτελεστεί εκεί. Μαζί με τα λείψανα των Ruth Ellis, Edith Thompson, Amelia Sach και Annie Walters τα οστά της Χριστοφή μπήκαν σε ομαδικό τάφο του Brookwood, ο οποίος έμεινε αμαρκάριστος μέχρι το 1993 οπότε και τοποθετήθηκε μια πλάκα με τα ονόματα και των πέντε γυναικών.
Στυλλού Χριστοφή: H Κύπρια γυναίκα που ως νύφη σκότωσε την πεθερά της και ως πεθερά τη νύφη της!